Αποχαιρετάμε σιγά σιγά την άνοιξη με ποιήματα για το όμορφο φούλι!
40-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Μου δίνει η μια το ζουμερό σταφύλι,
το κρύο νερό το πηγαδίσιο κι η άλλη,
το ρόδο η τρίτη, μήνυμα του Απρίλη.
Σαν το κύμα που σβήνει στ’ ακρογιάλι
της πρώτης ήταν η φωνή, το αχείλι
της άλλης που θα τρέλαινε και κράλη,
τ’ άνοιγε κι άνοιγε άλλου κόσμου η πύλη.
Και η Τρίτη είχε τα μάγια στο κεφάλι,
ζούσανε τα μαλλιά που το κυκλώναν,
φίδια και αχτίδες και το νου θολώναν.
Και της πρώτης τα χέρια άγγιχτα φούλια
και τα λαιμά της δεύτερης η πούλια.
Και κάτου απ’ τ’ άσπρο ντύμα έκρυβε η τρίτη
στα ποδαστράγαλά της το μαγνήτη.
Πηγή: Τα δεκατετράστιχα
Καλυψώ Κ. Κατσίμπαλη-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Β΄
Πιο πέρα; Στ’ άυλα που είν’ από σκοτάδια,
που είν’ αβασίλευτα από φως, ποιός ξέρει!
Εκείθε από χαράματα, από βράδια,
από τον κόσμο, πρόσκαιρο λημέρι,
στ’ ασφοδελά περνώντας σε λιβάδια
τί ανθό θα σπείρει του χαμού το χέρι;
Ποιάς ζωής πας να γιομίσεις πλούσια τ’ άδεια;
Θα ξαναβγείς και ποιάς ζωής αστέρι;
Ψυχή, πετάς ποιόν έρωτα για νά βρεις,
φεγγοβολιά στων Ολυμπίων τα θάμπη;
Στα βαθιά ποιάς γης, ποιάς αγκαλιάς μαύρης
θ’ αναγαλλιάσει τρώγοντάς σε η κάμπη;
Καμάρι της μητέρας, του πατέρα
κορόνα — του αδερφού γιορτή, πιο πέρα,
πού πας πιο πέρα; Εδώ ήταν ο ουρανός σου
της αθηναίας αστρονυχτιάς ω πούλια,
στο πρόσωπό σου το χαμόγελό σου
στεφανωτή αττική μορφή με γιούλια
του ηλιογερμού· ήταν ένα ο λογισμός σου
και τα καλοκαιριάτικα άσπρα φούλια,
και στο αστερινό οι έγνοιες μέτωπό σου
σαν τα γειρτά λυπητερά ζουμπούλια.
Και η Λύρα λέει: —Εδώ που τραγουδώ
το κρύο συχνοτρυπάει και τα μεδούλια,
και ω! που πυρώνεις, ιέρισσα Εστιάδα
για τη χαρά μου και για την Ελλάδα
στον άσβηστο βωμό σου τα τραγούδια.
Πού πας πιο πέρα; Ο ουρανός σου εδώ.
1920
Πηγή: Δειλοί και Σκληροί Στίχοι
Η μάγισσα 2 -ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
Στὴν γωνιὰ κοντά, εἰς ἕνα μικρὸ δῶμα,
ποιητὴς χλωμός, νειὸς ἄμοιρος κοιμᾶται•
ἔκλαψε πολὺ πρὶν κοιμηθῇ ἀκόμα,
πλὴν στὸν ὕπνο του ξεχνᾷ καὶ δὲν θυμᾶται,
νἄδιν’ ὁ Θεὸς ποτὲ νὰ μὴν ξυπνήσῃ,
καὶ τὸν ὕπνο του ὁ ἄλλος νὰ κρατήσῃ,
ὁ ἀξύπνητος, ποὺ σταματᾷ τὸ χρόνο,
ὅλα, τὸ Θεό, ἁκόμα καὶ τὸν πόνο...
Τίποτε, Θεέ, ἀπ’ ὅλα τὰ καλά Σου,
πειὸ καλλίτερο τοῦ ὕπνου δὲν ἐφάνη•
ὄχι• κι’ ἀπ’ αὐτὸν ἀκόμα, ἡ καρδιά Σου
σπλαγχνικώτερο τὸ Χάρο ἔχει κάνει!
Ἄχ, ὁ νειὸς αὐτός, ποὺ κοίτεται θλιμμένος
θενὰ ἤτανε γιὰ τὴ χαρὰ πλασμένος,
ἄν δὲν ἔσμιγε μιὰ δύσεχτην ἡμέρα,
κόρη Μάγισσας καὶ Μάγου θυγατέρα.
Εἶχε γεννηθῇ σὰν ρόδο τὸν Ἀπρίλι•
γλυκοχάραγμα, ἐπάνω σὲ τριφύλλι•
ἔπεφτε δροσιά, ἐτρέχανε ρυάκια
κι’ ἀνατέλλανε μαζὺ σὰν ἀδελφάκια,
ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ ἐκεῖνος... κι’ ἀπ’ τὴν ἄλλη
φῶς ἀνέφελο, τὸ φῶς τοῦ χρυσομάλλη.
Καὶ πρωτόπνευσε ἀγέρι ἀπὸ λουλούδια
καὶ πρωτάκουσε τῶν ἀηδονιῶν τραγοῦδια.
Σὰν μανούλα του τὸν προίκισεν ἡ μοῖρα•
ζοῦσε μὲ ἀνθοὺς καὶ τὴν ἀγνή του λύρα,
μὲ τὸν οὐρανὸ ποὺ εἶχε στὴ καρδιά του,
μὲ τὸ δάσος του καὶ μὲ τὰ ὄνειρά του.
Κι’ ἀγαποῦσε... - πλὴν αὐτὸ τὸ λένε μόνο,
ὅσοι ἔρωτος ποτὲ δὲν εἶχαν πόνο•
ὄχι, ἐλάτρευε• πλὴν μήτε, προσκυνοῦσε•
δὲν ἀγάπαε ἐκεῖνος• ἀγαποῦσε!
Ἀγαποῦσε, ναί• πλὴν ὄχι καθὼς ἄλλοι,
κόρη ἀπ’ τὴ γῆ, νεράϊδας κρύα κάλλη•
ὄχι, ἑμάζωξε ἀπὸ τὴν πλάσι ὅλα•
ὅ, τι ὤμορφο καὶ ὅ, τι ἐμοσχοβόλα•
χαμογέλασμα ἀπ’ τῆς αὐγῆς τὰ χείλη,
οὐρανοῦ δροσιά, τριαντάφυλλο τ’ Ἀπρίλι,
κύματος άφρό, ἀκτῖν’ ἀπὸ τὴν Πούλια
καὶ τὰ ἔσμιξε μὲ χιονισμένα φούλια,
μὲ Βωμοῦ φωτιά, μ’ ἀγέρι μυρωμένο
καὶ μὲ μενεξὲ ἀκτινοφιλημένο,
κ’ ἔπλασε μ’ αὐτά, μὲ τὸ δικό του χέρι
τὴν ἀγάπη του, τῆς νειότης του τὸ ταῖρι.
Πηγή: stixoi/info
Πόντισον-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Έσκυβα ν’ ακούσω μέσα μου
Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που
δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγα-
πηθεί
Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ’ έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κά-
τουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη
Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα
σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου
Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα
νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας
Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών
απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια
Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν
Αλλ’ ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το
σύδεντρο αγκυροβολούσε.
Πηγή: Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Για μια Ville d'Avray-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Κακέκτυπον αν καί έξαργυρώσιμον
Ως νόμισμα είναι. Πού παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα
Μιαν αύριο δηλώνει εάν δχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα
Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οί ποδηλάτισσες καί
Πολλές το μάθημα τους παν να επαναλάβουν σ' ένα μικρό
καί για λαίμαργα
Χείλη ώδείον. Περαστικές εύδίες έχει δπως ό νους καί ή μι-
σοκαλυμμένη κνήμη
Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρού έμνοστη πιο
Γίνεται ή σάρκα καί γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω
στ'ανέγγιχτα
Ως την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη πού την πήρε ό ύπνος
Δια παντός και πλέον δεν ν' αύτοκατανοηθεί γίνεται
Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών
Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω άπ' τα πούπουλα
Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή πού με το πέρασμα του παρασύρει
Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα.'Ώ γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί
Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια πού
Καταπίνει ό άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα πού πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην
ποτέ τις μέτρησες
Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί πού οι κάτοικοί της
Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα
Σέ μετάξι περιπατά ή αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα
ό ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει άνεπαίσθητ'
αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή πού ισχύει για πάντοτε
Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος:
Είναι στα γόνατα πού θέλει ό σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της ή κορασίς κηφήνα
Εάν ή ευλάβεια μ' άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών
οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες
Θα 'χαν άπαιχμαλωτισθεΐ κι άπ'τον κλήρο τ'αέρος οι δέσμιοι
άπαχθεί
Σ' απαλών θωπειών δώματα
Να τί ζητούσε ό Ιωάννης ό νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την
ιδιαιτερότητα διεκδικώντας
Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του
εύδερμου
Στή δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα
Τα ένστικτα όμοια φύλλα πού τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και
Σέ μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά
Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό
Έτσι
της αύριον ή αύρα πνέει
Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.
Πηγή: Δυτικά της λύπης
Η Μυρσίνη-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ
Ήθελα κ’ εγώ να κάμω
μια φορά τον ποιητή,
και αγάπησα μια κόρη,
όπως αγαπούν αυτοί.
Ήτον όλο λυπημένη,
κίτρινη, 'ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δεν είχε κρέας,
ψυχή μόνον και φωνή.
Την αγάπησα, μου είπε
πως με αγαπά κι’ αυτή,
'πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.
Έχασα την ησυχιά μου,
έχασα τα γέλια μου,
όλο και παραπατούσα,
κούναγα τα χέργια μου,
Μεσ’ 'στο δρόμο τραγουδούσα,
μούφευγαν τα λόγια μου,
έσκυβα την κεφαλή μου,
'στράβωνα τα πόδια μου.
Όποιος μ’ έβλεπε στο δρόμο,
παραμέριζε ευθύς,
κ’ έλεγε, αυτός θα είναι,
ή τρελός, ή ποιητής.
Καιρό είχα την Μυρσίνη
να ιδώ, 'στη Μουσική
έξαφν’ έξαφνα την βλέπω,
μα διαφορετική.
Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρή και πεταχτή,
έτριψα τα 'μάτια κ’ είπα,
η Μυρσίνη ναν’ αυτή;
Πότε μ’ έναν ομιλάει,
πότε άλλον χαιρετά,
σ’ άλλον το μανδύλι 'βγάζει,
άλλον βλέπει και γελά...
Έκανε πως δεν με 'ξέρει,
μήπως άλλαξα κ’ εγώ
και δεν με γνωρίζει πλέον;
δεν ειξεύρω τι να 'πω!!
Μια ημέρα την ευρίσκω
σ’ ένα σπίτι μοναχή,
- έλα να σου 'πω Μυρσίνη,
τι κατάστασ’ είν’ αυτή;
Γέλασε, κι’ αφού μου κάνει
μια μετάνοια ευγενική,
χωρίς να μου είπη λέξη,
φεύγει, και μ’ αφήνει 'κει!
Τα'χασα απ’ τη 'ντροπή μου,
να με πάρει για κουτό!
να γελάσει και να φύγει,
να μ’ αφήσει μοναχό!!
Έσπασα την κεφαλή μου,
κ’ εκοπίασα πολύ,
για να εύρω αυτός ο τρόπος
της Μυρσίνης τι δηλοί.
Ηύρα ότι έχει δίκιο
η Μυρσίνη, και πολύ,
και τα γέλια της πως ήσαν
μια ωραία συμβουλή.
«Παιχνιδάκια θέλει ο έρως,
όπως όλα τα παιδιά,
και γι’ αυτό δεν θα γεράσει,
έχει ανοιχτή καρδιά,
Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλια και χαρές,
όχι στεναγμούς και δάκρυα,
κι’ ομιλίες λυπηρές!
Ούτε στέκει σ' ένα μέρος,
πότε τρέχει και πηδά,
άλλοτε εδώ κυλιέται,
πότε χώνεται 'κει δα.»
Κ’ εγώ τώρα την καρδιά μου,
με την συμβουλή αυτή,
πεταλούδα θα την κάμω,
πεταλούδα πεταχτή.
Πότε ν’ αγαπά τους κρίνους,
πότε της τριανταφυλλιές,
πότε να πετά στα φούλια,
πότε στις γαρουφαλιές.
Αγαπώ και της αφράτες,
αγαπώ και της λιγνές,
θέλω της ξανθαίς της άσπρες,
θέλω τις μελαχροινές.
Ηύρα και την ησυχιά μου,
ηύρα και τα γέλια μου,
δεν παραπατάω πλέον,
δεν κουνώ τα χέρια μου,
Ίσια στέκ’ η κεφαλή μου,
ίσια και τα πόδια μου,
'ξέρω που να τραγουδήσω,
και μετρώ τα λόγια μου•
Ούτε ποιητή με λένε,
ούτε και τρελό μαζί,
η Μυρσίνη η καημένη,
η Μυρσίνη μου να ζει.
Πηγή: Βικιθήκη
Γαρδένια- ΤΑΚΗΣ ΚΟΛΙΑΒΑΣ- ΜΩΛΙΟΤΑΚΗΣ
Γαζία,στα σκαλιά τα μαρμαρένια
φούλι στη γλάστρα,βουκαμβίλια στην πρασιά,
ματάκια και χειλάκια φαρφουρένια
με της αυγής φρεσκολουσμένα τη δροσιά.
Όμως το δάκρυ σου κατάλευκη γαρδένια
μοιάζει με νότα λυπημένου τραγουδιού,
για την αγάπη την πλατιά και για την έννοια
κάποιου,για πάντα,πεθαμένου λουλουδιού.
Πηγή:Ραγισμένη πέτρα,Νέα σκέψη,Αθήνα 1994
Mediterraneo-ΜΕΛΠΩ ΓΡΥΠΑΡΗ
Δεν είμαι πράσινη, γαλάζια, κυανή;
Περίκλειστη, μικρή, νεροταξίδευτη καλόπνευστη με αύρες;
Όχι;
Ωραία ναυάγια, θησαυροί;
Δεν είμαι, εκεί μέσα,
το Αγκριτζέντο εκεί μέσα και η Κατάνη και
η κοιλάδα των ναών και
το στεφάνι με τα ρόδα με τα κρίνα; - Όχι;
Δεν είμαι το άστρο-πόλεμος κι όταν νυχτώνει αγάπη
κι ύστερα πάλι αυγερινός η Αστάρτη, η Αστραδενή,
η Αφροδίτη-Αφρούλα; Πώς;
Πώς δεν;
Δεν είμαι επτά νότες, επτά παύσεις, επτά οξείες που και στην Κίνα ακόμα
αν θα πας, άλλες δεν έχει; - όχι;
Έχει;
Δεν είμαι η αίγια η κότσιηνη, ωριά θωριά κατάφυτη, η μαύρη γη κατάφυτη,
φούλια τριφύλλια κλωστικά και χέννα η λάγια - βάψτε με! Η θεριακή,
η αντίδοτη, βάψτε με και στολίστε με! Κι όλα τα αντίθεα ποτά χαλάλι της
να πείτε θολώνει πού επιθύμησε στης δαγκωνιάς το κέντρο, πράσινα όλα
πράσινα, ζεστό φιλί επιθύμησε και σκουροζώνιν ρίφιν
- όχι χαλάλι;
Όχι μου;
Δεν είμαι ο ρηχός βυθός, ο παφλασμός, eros, himeros, pothos, η γλώσσα
φλοίσβος γλώσσα τού νερού, υγρή φωνή, η προγονή του ωκεανού με το
παλάτι μάρμαρο, με το παλάτι ολόλευκο και τα άλογα ζεμένα στον θυμό
του κοσμοσείστη, εδώ σταθείτε, κατεβείτε οι ουρανοί, καθρεφτιστείτε,
στεριές οι δασωμένες, οι στεγνές, οροσειρές, οι λαξευτοί, διώροφοι από
τα Μύρα της Λυκίας οι τάφοι, περίτεχνοι φιλάρεσκοι οι τάφοι, μικρή Ασία,
εγγύς Ανατολή, το χέρι μου να ξεχαστεί ποτές μου αν σε ξεχάσω...;
Να ξεχαστεί;
Το χέρι;
Δεν είμαι σπίτι και κατάρτι και κουπιά - χρυσό αρματωμένο κάτεργο -
όχι;
Δεν είμαι κάτεργο;
ωωωω!
Πηγή: Φάος Σελήνη Φέγγαρος,Μελάνι,2012
Πεντάδρομος -ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ
Μνήμη Μάριου Τόκα
Πού `ναι τα παλιά τα καφενεία
με τα τζάμια τα θαμπά
δεν υπάρχει χρόνος για ανία
και η μνήμη ακουμπά
κάπου μες στης Γλάδστωνος τα μέρη
με καρέκλες τόνενες
τενεκέδες φούλια στο παρτέρι
και αφράτες γκόμενες.
Πεντάδρομε, πεντάμορφε
μ ένα πεντασέλινο στο χέρι
πεντανόστιμα σουβλάκια αγοράζω.
Πεντάδρομε, πεντάστερε
σ’ ένα πεντακάθαρο πανέρι
πέντε κύφυλα, κουλούρια να κοιτάζω.
Πεντάδρομε, πεντάκλωνε
μιας πεντάρας νιάτα το ασκέρι
πεντοζαλισμένος θέλω ν’ αγαλλιάζω.
Πού `ν’ τα σχολικά λεωφορεία
με γκριζοπαντέλονα
τα αγόρια κάνουν φασαρία
όνειρα να σέλωνα.
Καβαλάρης στη Θεσσαλονίκης
άπειρες κλεφτές ματιές
τα κορίτσια ξέρουν που ανήκεις
άσε τις αποκοτιές.
Ορθοπεταλιές στην Άγια Ζώνη
και σούζες στα φανάρια
δίχως χέρια πάνω στο τιμόνι
και τρέλα δυο καντάρια.
Στην Ανεξαρτησίας στη γωνιά
κορίτσια κόβουν βόλτες
συνεννοούνται με μιαν αγκωνιά
σα βλέπουνε δυο μόρτες.
Πηγή:Παλαιοπωλείο ασμάτων, Φαρφουλάς 2013
Αγγελία-ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ
Πωλείται κήπος μεγάλος όσο ο κόσμος
με χιλιάδες τζιτζίκια
θροΐσματα, ανάσες
πράσινο όσο χωρά η μνήμη
αρωματικά παντού
δεντρολίβανο, φασκόμηλο, λουίζα
πωλείται με τη λεβάντα
τα βασιλικά, τα φούλια, πωλείται
το χώμα που πάτησαν τα ποδαράκια των παιδιών μου
σαύρες, παπαρούνες, χελιδόνια στο σύρμα
πωλείται λησμονιά κοντά στη θάλασσα.
Ευκολίες πληρωμής.
Πηγή: Ακτήμων, εκδόσεις Ακτίς, 2014
Λίγο νερό-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
Αθώο αίμα παφλάζει
σε μετρό και σε πλατείες
Τυφλός ο μακελάρης
φούλι δε φίλησε
Αυγή δεν άνθισε ποτέ
κελάρι σκοτεινό
Φως λίγο φως να ψάξουμε τα έρημα κορμιά
Λίγο νερό να πλένουμε διαμελισμένα σώματα
Χώμα στεγνό να βρέξουμε στο δάκρυ μας
Πηγή: Λιγοστεύουν οι λέξεις,2017
Μνήμες-ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
Πλακόστρωτα, έρημα σοκάκια,
βήματα που αντηχούν
στη σιγαλιά της νύχτας.
Διάφανες κουβέντες
κι ένα τραγούδι αχνό
υψώνεται στα αστέρια.
Πάλι ξενύχτησε ο γκιώνης,
κι οι γρίλιες φωτισμένες απαλά.
Καγκελόπορτες, αυλές
περβάζια ανθισμένα.
Ξεχύνεται από κάπου
μια ευωδιά από φούλι.
Κάθε φορά που μας έπιανε νοσταλγία,
μας έστελνε ο Θεός μια γεύση από Παράδεισο.
Πηγή: Λόγου Αντίθεση, εκδόσεις Βακχικόν,2018
Κι άνθισε μέσα μας-ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
[Το κλειδί]
Να τα μιλάτε τα φυτά ζητούσε
Να τα χαϊδεύετε μη μαραθούν
Κοιτούσε στοργικά κι ανησυχούσε
Τ’ άνθη των ιδεών μήπως χαθούν
Τα κρίνα ισχνά οι πόθοι σβησμένοι
Μανόλιες μονάχες ντάλιες στους φράχτες
Χλωμές οι δάφνες ιβίσκοι σπασμένοι
Σφάγια τα φούλια, οι έρωτες σφάχτες
Κι ήρθε σ’ άνυδρη στέπα σαν τη βροχή
Μη με λησμόνει και άρπα κρατούσε
Άρδευε σπόρους απ’ αρχαία πηγή
Κι άνθισε μέσα μας τρελή βιγόνια
Κι οι αλθαίες λικνίζονταν γαζέλες
Γλάροι στα μπαλκόνια τα πελαργόνια
Πηγή: Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα, 2020
ΧαΪκού-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΟΥΛΙΝΑΚΗΣ
Σαν διπλό φούλι
την έβαλα στο πέτο.
Την ανασαίνω.
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου