Σαν σήμερα, στις 9 Αυγούστου 1823 έφυγε ο Μάρκος Μπότσαρης. Θα δούμε δύο ποιήματα και τρία παραδοσιακά τραγούδια για τον εθνικό μας ήρωα.
[Εις Μάρκο Μπότσαρη ]-ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
τον άντρα που τρέχει με κόπους
της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
με μάτια, με χείλη πικρά·
αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψει,
τον δρόμον του κόσμου να πάψει,
η Δόξα καθίζει μονάχη
στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
και ο Φθόνος αλλού περπατεί.
Στην πλάκα του Μάρκου καθίζει
η Δόξα λαμπράδες γιομάτη·
κλεισμένο για πάντα το μάτι,
οπού ’χε πολέμου φωτιά·—
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Σοφοί λεξιθήρες, μακρία —
μη λάχει σας βλάψω τ’ αφτία·
τρεχάτε στα μνήματα μέσα
και ψάλτε με λόγια τρελά· —
ελάτε ν’ ακούστε, παιδιά!
Το λείψανο που ’χε γλιτώσει
ο Πρίαμος με θρήνους, με δώρα,
εγύριζε οπίσω την ώρα
που πέφτει στην όψη της γης
το φως το γλυκό της αυγής.
Εβγήκαν μαζί τής θλιμμένης
Τρωάδας απ’ όλα τα μέρη
γυναίκες, παιδάκια και γέροι,
θρηνώντας, να ιδούν το κορμί
που χάνει γι’ αυτούς την ψυχή.
Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα
απάνου στου Μάρκου το σώμα·
απέθαν’, απέθαν’ ο Μάρκος·
μια θλίψη, μία άκρα βοή,
και θρήνος και κλάψα πολλή.
. . . . . . . . . . . . . . .
Παρόμοια ηχώ θα λαλήσει,
του κόσμου την ύστερη μέρα,
παντού στον καινούριον αέρα·
παρόμοια στους τάφους θα εμβεί,
να κάμει καθένας να εβγεί.
[1823 ‒ 1824]
Η τελευταία νυξ της ζωής του Μάρκου του Μπότσαρη-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Ήτον η νύκτα σκοτεινή η θάλασσα ζοφώδης
και ισχυρώς εσφύριζον άνεμοι μανιώδεις,
ο θάνατος εστρέφετο στον εβενώδ’ αιθέρα
φθείρων, όθεν διήρχετο, τον νεφελώδ’ αέρα.
Εφαίνετ’ ότι έμελλεν ο ουρανός να πέσει
στο τουρκικόν στρατόπεδον και ούτω πως να θέσει
χλωρόν ελαίας στέφανον στας κόμας των Ελλήνων,
διαιωνίζων πάντοτε τας πράξεις τας εκείνων.
Άλλο τι δεν ηκούετο εις τόσην ησυχίαν,
ειμή ωραία άσματα προς την Ελευθερίαν,
θεάν παρά τοις Έλλησι μεγάλως τιμωμένην
και υπέρ πάντας τους λαούς λαμπρώς δοξαζομένην.
Εις τάυτην παραδίδουσι τα τέκνα αι μητέρες
και συμφωνούσι μετ’ αυτών οι ζωηροί πατέρες
αύτη τοις γίνεται τροφός, αύτη τα συνοδεύει
και μετ’ αυτών απανταχού και πάντα θριαμβεύει.
Ο ύπνος τότε ήρχιζεν ανάπαυσιν να χύνει,
το πονεμένον σώμα του, οπότε είχε κλίνει
ο θαρραλέος Μπότσαρης διά να καθυπνώσει
κι εις όνειρον τον φαίνεται ζητούσα να την σώσει
Γυνή, ταχέως φεύγουσα έμπροσθεν δυο ταγμάτων
διψώντων να χορτάσωσιν ελληνικών αιμάτων.
Είχε την κόμην άπλεκτον, το στήθος πληγωμένον
και το ωραίον πρόσωπον με δάκρυα βρεγμένον
το ένδυμα κατάλευκον και ροδαλά τα χείλη,
το άσπρον στήθος της κτυπά, τας μαύρας τρίχας τίλλει.
Εγνώρισε τη φίλη του ο Μάρκος, κι ευθύς δράττει
το ξίφος του και με αυτό ευθύς τον δρόμον φράττει.
Φονεύει πλήθος εξ αυτών, τους δε λοιπούς πληγώνει
και με τ’ αφρίζον αίμα των τον τόπον κηλιδώνει
αλλ’ έξαφνα τον έρχεται μακρόθεν μία σφαίρα
και ούτω πάντοτε δι’ αυτόν μαυρίζ’ η ημέρα.
Τεταραγμένος παραιτεί την νυμφικήν του κλίνην
και μανιώδης ζωνυται το ξίφος πνέων μήνιν
κατά των Τούρκων, οίτινες ήθελον να φονεύσουν
Ελευθερίαν την θεάν ή να τη φυγαδεύσουν.
Καλεί ευθύς συμβούλιον και λέγει αναγκαίον
τον θάνατον του Μουσταφά και ότι, περιπλέον
θέλει αυτός ν’ αναδεχθεί εγχείρημα τοιούτον
με τινας Σουλιώτας του αλλ’ ότι εκτός τούτων
πρόθυμος ήτον να δεχθεί εκείνους, όσοι θέλουν
αι ιστορίαι των θνητών ήρωας ν’ αναγγέλλουν.
Ενώ ο Μάρκος έλεγε ταύτα, ιδού εκείνη
η σύζυγος που έμελλε σ’ ολίγον να χηρεύσει.
Είχε το πρόσωπον χλωμόν, ως μέλλουσα να εκπνεύσει,
με τας λευκάς δε χείρας της εκράτει τους υιούς της,
ενώ τα δάκρυα έβρεχον τους μαύρους οφθαλμούς της.
Τα δύο μικρά βρέφη της εκάλουν τον πατέρα
και τον ηρώτουν διατί εθρήνει η μητέρα.
Σιωπηλοί οι σύζυγοι γλυκώς εθεωρούντο
και εις αυτήν την σιωπήν αμφότερ’ ελυπούντο.
Πολλάκις εδοκίμασαν κι οι δύο να λαλήσουν
κι ο πόνος τους ηνάγκασε να μην ακολουθήσουν.
Αλλά εντέλει, γύναι, συ, να ομιλείς αρχίζεις.
"Μήπως θανάτου άξιον το έγκλημα νομίζεις
"διότι απεφάσισες πότε να συζευχθώμεν;
"Μη εβαρύνθης , Μάρκε μου, πλέον μαζί να ζώμεν;
"Γνωρίζεις ταύτα που κρατώ, τέκνα είναι ιδικά σου
"τι πταίουν ταύτα τ’ άθλια και θέλεις τα αίματά σου
"αδίκως να τα πνίξωσι; Χθες όλη η ημέρα
"σημεία του θανάτου σου μ’ έδειχνε. Στον αέρα
"αδιακόπως των γλαυκών αι οιμωγαί επλανώντο
"και όνειροι σκληρότατοι πολλάκις ημιλλώντο
" να εύρουν τρόπον φανερόν, το τέλος σου να δείξουν.
"Αλλά πριν αι ημέραι σου σήμερον απολήξουν
"αυτό το ξίφος έμπηξε στο δυστυχές μου στήθος.
"Γλυκύτερον με φαίνεται να με καλύπτ’ ο λίθος
"ολίγας ώρας προ εσού, παρά να μείνω μόνη
"κι ασπλάχνως να με φθείρωσι τραχύτατοι οι πόνοι".
Οι λόγοι ούτοι ομοίαζον θάνατον μαρτυρίων,
θάνατον ομοιάζοντα μ’ εκείνους των αγίων.
Ενηγκαλίσθη παρευθύς ο Μάρκος και εφίλει
την θρηνωδούσαν σύζυγον με τα υγρά του χείλη.
Αφήνει τέλος τη φωνήν να φθάσει εις το στόμα,
ενώ τα δάκρυα βρέχουσι της μαύρης γης το χώμα.
"Σ’ έπταισα εις τι άραγε και ούτω με φονεύεις;
"Δεν εννοείς τους λόγους σου, λόγους μεθ’ ών δεσμεύεις
"την ασθενή μου τη φωνήν; Προς τι προοιωνίζεις
"στον δυστυχή σου σύζυγον τον θάνατον; Νομίζεις
"ότι το ξίφος σήμερον πρώτη φοράν εμβάπτω
"στο αίμα των Οθωμανών, και ότι τώρ’ ανάπτω
"από το πυρ που εις εμέ χαρίζ’ ελευθερία;
"Δεν έπαθον από εμέ οι άπιστοι μύρια;
"Αλλά... τι με προσέβαλεν η ενδεκάτη ώρα!
"Αχ! άπιστοι Οθωμανοί, θέλω σας δείξει τώρα,
"αν τα πιστότατ’ όπλα μου εξεύρουν να φονεύσουν
"κι ακέραιον στρατόπεδον ήδη να φυγαδεύσουν.
"Ορκίζομαι εις τον Θεόν και την Ελευθερίαν,
"να πνίξω εις το αίμα σας σκληράν την τυραννίαν".
Την σύζυγόν του παρευθύς ησπάσθη και τα βρέφη.
Είδές ποτε τον ουρανόν γεμάτον από νέφη,
είδές ποτε δύο πηγάς λυγρώς να μουρμουρίζουν
και με τα νάματα αυτών πάντοτε να ποτίζουν
δύο λειμώνας ευθαλείς ή δύο πεδιάδας;
Τοιούτον και το πρόσωπον, τοιαύτας δεν ψεκάδας
οι οφθαλμοί της άφηνον τα παρειάς να βρέχουν.
Ο Μάρκος εντωμεταξύ κι οι σύντροφοί του τρέχουν
στα μέρη όπ’ εσκήνωνον τα των βαρβάρων σμήνη
και μεμειγμένοι έκειντο Οθωμανοί και κτήνη.
Ότε ο Μάρκος έφθασεν εις τον στρατόν πλησίον
το φθάσιμόν τ’ ανήγγειλλεν ο θάνατος μυρίων.
Η σπάθη του η τρομερά ευθύς αλλάσσει χρώμα
και κεραυνούς τοξεύουσι καθ’ έκαστόν του όμμα.
Έμφοβ’ οι ίπποι φεύγουσιν αγρίως χρεμετούντες
και τους σκληρούς κυρίους των ανηλεώς πατούντες.
Ολόκληρα τα τάγματα και αρχηγοί ταγμάτων
αισχρώς εκυλινδίοντο εντός θερμών αιμάτων.
Πιστόν τον τύπον άφηνον τα πτώματ’ εις τον βρότον
και υπ’ αυτά εφύλαττον αιμοσταγή τον χόρτον.
Πολλάκις τις ησθάνετο τον θορυβώδη ήχον,
κι εύρισκεν εγειρόμενος τους φίλους, ότι είχον,
το πνεύμα εις την άβυσσον, κατάψυχρον το σώμα
και πλήρες μαύρου αίματος το ανοιγμένον στόμα.
Εγείρεται το στράτευμα, αι σάλπιγγες ηχούσι
και τα τριγύρω σπήλαια φρικτώς αντιβροντούσι.
Των ίππων τα καλπάσματα, ο ρόγχος των θνησκόντων
Άδην επαρουσίαζον και Τάρταρον των ζωντων.
Πολλαί ψελλίζουν κεφαλαί μακράν από το πτώμα
των συγγενών ονόματα, ενώ δάκνουν το χώμα.
Εράσμια ονόματα πλανώντ’ εις τον αιθέρα
και πληγωμένος ο υιός εκάλει τον πατέρα,
πατέρα, όστις έκειτο ήδη θανατωμένος
κι από το μαύρον αίμα του ήδη καταβρεγμένος.
Τοιοτουτρόπως μάχονται πάνθηρες πειναλέοι,
ότε τοις επιπέσωσι λέοντες οι γενναίοι.
Εις της νυκτός εφαίνετο τας μαύρας ερημίας
ο θάνατος φρουρούμενος από τας Ερινύας.
Ο πρώτος εις μιαν χείρα του το δρέπανον εκράτει,
ενώ η άλλη έπρεπε τα σφάγια να δράττει
αι δεύτεραι εφώτιζον με ανημμένας δάδας
τ’ ακροσφαλή του βήματα σ’ εκείνας τας κοιλάδας.
Εις την σκηνήν του αρχηγού ο ήρως ήτον τώρα,
οπότε του θανάτου του πλησίαζεν η ώρα.
Μ’ αστράπτοντα τα βλέμματα το ξίφος ανατείνει
και δι’ αυτού τον θάνατον απανταχού αφήνει.
Ενώ τους Τούρκους έσφαζε, μακρόθεν ιδού σφαίρα
την κεφαλήν διατρυπά σχίζουσα τον αιθέρα.
Τότε ακούονται ευθύς στων ουρανών τας χώρας
βρονταί φρικώδεις και συχναί και αν ολίγας ώρας
ακολουθούσαν να βροντούν, ήθελεν ίσως όλον
των πλανητών το σύστημα με τ’ ουρανού τον θόλον
εις τα απέραντα χαθεί και φρικαλέα βάθη
του χάους. Αν επιθυμεί το πνεύμα σου να μάθει
ποία της τόσης ταραχής υπήρξεν η αιτία,
είναι, διότι έπνευσεν η πρόνοια η θεία
με το πυρώδες όμμα της εις ένα πτεροφόρον.
Εκάλεσε τον Μιχαήλ, τον θείον δορυφόρον
και ούτω τον ομίλησε. "Θέλω ευθύς το πνεύμα
του θαρραλέου Μπότσαρη". Και μ’ ένα μόνον νεύμα
τον αποπέμπει. Έτρεμεν, ενώ αυτός ελάλει,
όλος ο κόσμος έμφοβος μήπως καμία άλλη
διαταγή εσήμαινε το τέλος της ζωής του.
Ο ήλιος παρήτησεν εκ της πυρώδους γης του
πυρακτωμένα τμήματα. Η θάλασσα εσχίσθη
και εις τα μαύρα στήθη της μια νήσος εβυθίσθη.
Τα μαύρα κήτ’ εφάνησαν. Όλ’ ήνοιξαν οι πόροι
της γης, κι ανύψωνον πυρός στύλους πολλούς τα όρη.
Πολλά του Άδου έπεμψε δαιμόνια ο Πλούτων,
να μάθουν τι επροξένησε τον κρότον τον τοσούτον.
Αν σού λαλούντος, Κύριε, τρέμουσι τα στοιχεία,
οποία θέλεις προξενεί εις την οργήν σημεία!
Ο άγγελος ο Μιχαήλ είχεν ήδη πετάσει,
ναι, όπου έκειτο σχεδόν νεκρός ο Μάρκος, φθάσει.
Πιστώς οι στρατιώται του και όλοι οι λυπημένοι
το σώμα του εφύλαττον στο αίμα του βρεγμένοι.
Η θέσις καθ’ ήν έκειτο εφαίνετο τι θείον,
το χρώμα του προσώπου του ομοίαζε των ίων,
οπότε μ’ άνθη κίτρινα είν’ αναμεμειγμένα.
Τα σφραγισθέντα χείλη του δυο ρόδα μαραμένα,
και αι χλωμαί του παρειαί κατάξηροι κοιλάδες
ή άνυδροι και φαλακραί αμμώδεις πεδιάδες.
Τα ζωηρά του όμματα αστέρες σκοτισμένοι
και ήλιοι εις κίνδυνον να μείνουν εσβεσμένοι.
Τα δάκρυα που πλημμυρούν τους δύο οφθαλμούς του
δρόσος εφαίνετο αυγής ο σκοτισμένος νους του
εις μίαν νύκτ’ ομοίαζε γεμάτην από νέφη.
Εδάκρυ’ ενθυμούμενος τα άθλιά του βρέφη,
την δυστυχή πατρίδα του, τη φίλην σύζυγόν του,
ήτις τον επρομήνυσε τον μαύρον θάνατόν του.
Ότε τον επλησίασεν ο άγγελος ο θείος,
προς την ωραίαν του ψυχήν ούτω λαλεί. "Και ποίος
"άλλος, φιλτάτη, άξιος τόπος είναι στην κτίσην,
"παρ’ ο γλυκύς παράδεισος, όστις εις σου τη φύσην
"ν’ ανήκει περισσότερον; Παραίτησε την ύλην
"κι ελθέ να φύγομεν μαζί προς τ’ ουρανού την πύλην".
Το πνεύμα τον υπήκουσε και παρευθύς εκβαίνει
και με τον θείον Μιχαήλ στον ουρανόν πηγαίνει.
Οι στρατιώται του Θεού συνέρχονται πλησίον
και μετ’ αυτών τα τάγματα απάντων των αγίων.
"Ω πνεύμα αγιότατον προς τι αργοπορούσες,
λέγουν όλοι οι άγγελοι, και τόσον εστερούσες
ημάς της συνοδείας σου; Συχνάκις εις τα θύρας
ετρέχομεν να μάθομεν απ’ τας ωραίας μοίρας
πότ’ έμελλον οι πόδες σου ενταύθα να πατήσουν
κι αι χάριτές σου τον Εδέμ ωραίως να κοσμήσουν".
Αφού οι θείοι υπουργοί τους λόγους τούτους είπον,
με άσματ’ εσυνόδευσαν το πνεύμα εις τον Κήπον,
όπ’ έμελλε να κατοικεί σκηνάς τας αιωνίας
και του Θεού να δέεται υπέρ ελευθερίας
της δυστυχούς πατρίδος του και όλων των Ελλήνων.
Θεία ψυχή του Μπότσαρη, και μετά σού εκείνων
τα πνεύματα παρακαλώ, οίτινες στο πλευρόν σου
απέθανον, μη θέλοντες σκύλευμα των εχθρών σου
το πληγωμένον σώμα σου ν’ αφήσουν και να φύγουν.
Σας, πνεύματά μου ιερά, παρακαλώ, αν λήγουν
οι στίχοι μου οι ασθενείς χωρίς να σας υμνήσουν
αξίως, μεμφθείτε τας Θεάς, αίτινες να μ’ αφήσουν
κι εις άλλον απεφάσισαν τα δώρα επ’ αιώνος
να δώσουν λέγω τας Θεάς του όρους Ελικώνος.
Μάρκος Μπότσαρης (Παραδοσιακό Ηπείρου)
Ένα πουλί 'ταν μακρινό
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
βρε κι ένα πουλί βουνίσιο
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Τον σκότωσαν τον Μάρκο μας
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
μες στην άκρη στο ποτάμι
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Πάει η μάνα και τον κλαίει
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
και τον μυριολογάει
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Μάρκο που άφκες το σπαθί
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
που αφήκες το τουφέκι
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Το πήραν οι συντρόφοι μου
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
Το πήραν τα παιδιά μου
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Και με τους Τούρκους πόλεμαν
καημένε Μάρκο Μπότσαρη
και τους κοτσαμπασήδες
Μάρκο Μπότσαρη Σουλιώτη.
Η θανή του Μαρκο-Μπότσαρη (Δημοτικό)
Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και φοβερά βροντούνε.
Μήνα στο Σούλι πέφτουνε, μήνα στο Μισολόγγι.
Μηδέ στο Σούλι πέφτουνε, μηδέ στο Μισολόγγι,
στο Καρπενήσι πέφτουνε, στο Καρπενήσι απ'όξω.
Ο Μάρκος κάνει πόλεμο με δεκαχτώ χιλιάδες.
Χίλους ο Μάρκος έκοψε κι οχτώ μπουλουκπασάδες,
κόβει του Σκόντρα τον υγιό, κι άλλον υγιό δεν έχει.
Ένας Αράπης το σκυλί, το βρωμερό το γένος
μικρό ντουφέκι το' ριξε, τον πήρε στο κεφάλι.
Τι είν' το κακό που γίνηκε σε τέτοιον καπετάνιο!
Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη, Πάτραι
Του Μαρκο-Μπότσαρη (Δημοτικό)
Τ 'ακούει η μαύρη γης, τρεις χρόνους δε χορτιάζει,
τ' ακούνε τα βουνά, και κείνα ραϊστήκαν,
τ' ακούει ο ουρανός και κείνος δεν σταλάζει.
Μάρκος σκοτώθηκε, και σκότωσε και χίλιους!
Πηγή: Μεγάλη σχολική ποιητική ανθολογία Σταύρου Ζήγου, Εκδόσεις Μητρέλη, Πάτραι