Σαν σήμερα, την 1η Απριλίου 1902 γεννήθηκε η Μαρία Πολυδούρη. Θα γνωρίσουμε εφτά μελοποιημένα ποιήματά της!
Σεμνότης
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΜΒΑΚΗ
Ερμηνεία: ΜΑΡΙΑ ΒΟΥΜΒΑΚΗ
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δεν θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.
Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο
χωρίς καμμιά σκιά στην όψη.
Καμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήσει, να το κόψει.
Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα
κ’ είναι σα να'γινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.
Μια μαργαρίτα που'ναι αμφίβολη
μ’ όλο το ναι που λέει η καρδιά της.
Μόνον αφήνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.
Κι’ άλλα λουλούδια που'ναι σύμβολα
κι’ άλλα μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είνε όλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικά μόνον ανθούνε.
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει.
Κι’ αν την πληγώση θα'ναι ανίδεος
κι’ ούτε γι’ αυτό θα μετανιώσει.
κανείς δεν θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι’ αυτό να την πληγώσει.
Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο
χωρίς καμμιά σκιά στην όψη.
Καμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήσει, να το κόψει.
Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα
κ’ είναι σα να'γινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.
Μια μαργαρίτα που'ναι αμφίβολη
μ’ όλο το ναι που λέει η καρδιά της.
Μόνον αφήνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.
Κι’ άλλα λουλούδια που'ναι σύμβολα
κι’ άλλα μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είνε όλα λεπτοκάμωτα,
φανταστικά μόνον ανθούνε.
Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει.
Κι’ αν την πληγώση θα'ναι ανίδεος
κι’ ούτε γι’ αυτό θα μετανιώσει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΑΜΗΣ
Ερμηνεία: ΚΟΡΙΝΑ ΛΕΓΑΚΗ
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.
Είναι η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι’ αν τη ματιά δε μου'χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα'ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κ’ είμαι μοναχή μου.
Είναι η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι’ αν τη ματιά δε μου'χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.
Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.
Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ’ οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.
Ω, μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα'ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
Καλέ μου η Άνοιξη έφτασε
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΤΣΟΥΠΑΚΗ
Ερμηνεία: ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ
Καλέ μου, η Άνοιξη έφτασε. Τα βράδια με πλανά
πως παίζει στο παράθυρο τη φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ πως φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.
Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πως έσβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίσουν
κι’ ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.
Καλέ μου, πως απόσβησε παντοτινά η ματιά σου
από τον Ήλιο που άλλοτε μ’ αγάπη μούχες δείξει;
Πώς έγινε έτσι, να βρεθώ τόσο πολύ μακριά σου
κι’ ο ήλιος σου εχθρός να μου γενεί, σκοτάδι να με πνίξει;
Πριν από σένα πέθαναν όσα μούχες ταμένα
κι’ ύστερα χάθηκες και συ μαζί τους, το πιο ωραίο.
Ένας κυκλώνας γύρω μου τα πάντα έχει θαμμένα
και μ’ έχει αφήσει ζωντανή μόνον για να σε κλαίω.
πως παίζει στο παράθυρο τη φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ πως φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.
Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πως έσβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίσουν
κι’ ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.
Καλέ μου, πως απόσβησε παντοτινά η ματιά σου
από τον Ήλιο που άλλοτε μ’ αγάπη μούχες δείξει;
Πώς έγινε έτσι, να βρεθώ τόσο πολύ μακριά σου
κι’ ο ήλιος σου εχθρός να μου γενεί, σκοτάδι να με πνίξει;
Πριν από σένα πέθαναν όσα μούχες ταμένα
κι’ ύστερα χάθηκες και συ μαζί τους, το πιο ωραίο.
Ένας κυκλώνας γύρω μου τα πάντα έχει θαμμένα
και μ’ έχει αφήσει ζωντανή μόνον για να σε κλαίω.
Σαν πεθάνω
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΘΑΝΟΣ ΑΝΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,
όταν αντικρύ θ'ανοίγει μες στη γάστρα μου δειλά
ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρυ θα κυλάει πονετικό
στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στο άγιο χώμα που θα μου είναι κρεβατάκι νεκρικό.
Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θ'αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ’ αγάπησαν μόνο θα'ρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλάνε σαν αχτίδες φεγγαριού.
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θα'ρθει να σ'το πει και τότε πια,
όση σου απομένει αγάπη, θα'ναι σα θαμπό καντύλι
- φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.
Σ' έναν νέο που αυτοκτόνησε
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτόν τον καταδίωκε ένα πνεύμα
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γινόνταν της ορμής του.
Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές. βίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.
Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
αναμεσόμας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Την υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο Θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
στις σκοτεινές εκτάσεις της ζωής του.
Οι ασχολίες του, οι χαρές του, σ’ ένα νεύμα
προσχήματα γινόνταν της ορμής του.
Τα ωραία βιβλία, η σκέψη, ένα ορμητήριο
λίγες στιγμές. βίαιος στον έρωτά του.
Ύστερα γέμιζε η όψη του μυστήριο
και τίποτε δεν ταίριαζε κοντά του.
Ένας περίεργος ξένος επλανιόταν
αναμεσόμας, μ’ όψη αλλοιωμένη.
Την υποψία μας δε μας την αρνιόταν
πως κάτι φοβερό τον περιμένει.
Ήταν ωραίος παράξενα, σαν κείνους
που ο Θάνατος τους έχει ξεχωρίσει.
Δινόταν στους φριχτότερους κινδύνους
σαν κάτι να τον είχε εξασφαλίσει.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκαμε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο. Ήταν όλος σα μια νίκη,
σα φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι.
Είμαι τρελή
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΛΙΖΕΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ
Είμαι τρελή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου’ δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ’ αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ’ απογίνω, αγαπημένε, πού θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ’ όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Πού να’ σαι; Τι ν’ απόμεινε από σε να το ζητήσω;
Πού να’ ναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να `ρθεί.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ,
ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σαν μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ειδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου’ δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ’ αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ’ απογίνω, αγαπημένε, πού θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ’ όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Πού να’ σαι; Τι ν’ απόμεινε από σε να το ζητήσω;
Πού να’ ναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να `ρθεί.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ,
ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σαν μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ειδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
Εκείνη που 'ναι λησμονημένη
Ποίηση: ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Μουσική: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Ερμηνεία: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Εκείνη που είναι λησμονημένη
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ’ έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.
Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!
Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη;
Τι του ζητούσεν η ξένη αυτή;
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ’ έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.
Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!
Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη;
Τι του ζητούσεν η ξένη αυτή;