Σαν σήμερα, στις 17 Ιουλίου 1870 έρχεται στη ζωή ο Ιωάννης Γρυπάρης. Θ' ακούσουμε δύο μελοποιημένα ποιήματά του!
Εμείς κρασί δεν ήπιαμε
Ποίηση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Μουσική: ΜΑΝΟΣ ΞΥΔΟΥΣ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΑΤΟΣ
Ερμηνεία: ΨΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
Εμείς κρασί, εμείς ρακί δεν ήπιαμε.
Εγώ πιοτό δεν ήπια να μεθύσω.
Σαν τι μας έχουν κάνει μαγιοβότανα
και μας εξελογιάσαν προς τα πίσω.
Στο δρόμο μας κοιτάζουνε παράξενα,
τα ζωα σαν να ξέρουν κι αυτά κάτι.
Τα βρέφη που ψευδά τρεκλίζουνε
κουνούν την κεφαλή γνώση γιομάτη.
Πες τους ξανά για να το ξέρουνε,
μην κακοβάζει ο νους τους άλλα αντ’ άλλα,
εμείς κρασί, εμείς πιοτό δεν ήπιαμε,
αλλά από μέλι κι από γάλα.
Εγώ πιοτό δεν ήπια να μεθύσω.
Σαν τι μας έχουν κάνει μαγιοβότανα
και μας εξελογιάσαν προς τα πίσω.
Στο δρόμο μας κοιτάζουνε παράξενα,
τα ζωα σαν να ξέρουν κι αυτά κάτι.
Τα βρέφη που ψευδά τρεκλίζουνε
κουνούν την κεφαλή γνώση γιομάτη.
Πες τους ξανά για να το ξέρουνε,
μην κακοβάζει ο νους τους άλλα αντ’ άλλα,
εμείς κρασί, εμείς πιοτό δεν ήπιαμε,
αλλά από μέλι κι από γάλα.
Ο όρθρος των ψυχών
Ποίηση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Μουσική: ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
Ερμηνεία: ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
Τ’ αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη
Με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
Κι ολόγυρά του όπου στραφεί το μάτι του ξανοίγει
Εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν
Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει
Όπου τα αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν
Χαρά στον όπου γλίτωσε, χαρά στον που `χει φύγει
Μα όσους το βόλι εξέσκισε κοράκια ξανασκίζουν
Κι άξαφνα ορθός ο σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος
Στριγκή φωνή και σπαραχτή η σάλπιγγα του βγάζει
Που λες τον ίδιο της χαλκό και όχι αυτιά σπαράζει
Μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος
Μόν’ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σαν να `ναι
Των σκοτωμένων οι ψυχές που στα ουράνια πάνε
Με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
Κι ολόγυρά του όπου στραφεί το μάτι του ξανοίγει
Εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν
Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει
Όπου τα αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν
Χαρά στον όπου γλίτωσε, χαρά στον που `χει φύγει
Μα όσους το βόλι εξέσκισε κοράκια ξανασκίζουν
Κι άξαφνα ορθός ο σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος
Στριγκή φωνή και σπαραχτή η σάλπιγγα του βγάζει
Που λες τον ίδιο της χαλκό και όχι αυτιά σπαράζει
Μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος
Μόν’ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σαν να `ναι
Των σκοτωμένων οι ψυχές που στα ουράνια πάνε