Χριστουγεννιάτικη συμφωνία- ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Χριστουγεννιάτικη συμφωνία- ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Σήμερα θα δούμε το διήγημα  "Χριστουγεννιάτικη συμφωνία" του λογοτέχνη- δημοσιογράφου-εκδότη Γιάννη Νικολόπουλου. Ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του " Οι φωνές των βράχων" που αγαπώ πολύ και σας προτείνω να την αναζητήσετε. Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Βεργίνα το 2011, μα τα θέματά της επίκαιρα και διαχρονικά. Στο κείμενο που θα δούμε δυο μοναχικοί άνθρωποι συναντιούνται την Παραμονή Χριστουγέννων. Ας ακολουθήσουμε τα βήματά τους...

Χριστουγεννιάτικη συμφωνία-ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΙΧΕ ανακατευθεί με το πλήθος. Του άρεσε να χάνεται μέσα σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα της παραμονής το βράδυ των Χριστουγέννων. Και πήγαινε μες στους δρόμους που έσφυζαν από ζωή. Δίπλα, μπροστά του, πίσω του: Άνθρωποι, άνθρωποι, φωνές..., σφυρίγματα, παράξενοι θόρυβοι, ζωηροί διάλογοι και φώτα. Χιλιάδες φώτα, απ’ τις βιτρίνες, απ’ τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα, απ’ τα αυτοκίνητα. Μια θάλασσα από φως...

   Του άρεσε να χάνεται. Τι άλλο είχε να κάνει; Τίποτα εντελώς. Όπως πάντα, τίποτα. Ζούσε βαθιά μόνος. Και σήμερα ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Χθες το μεσημέρι ευχήθηκε στους συναδέλφους του «Καλά Χριστούγεννα» κι εκείνοι με τη σειρά τους το ίδιο. Θα τα ξανάλεγαν την Τρίτη. Και πέρασαν από τότε τριάντα ολόκληρες ώρες σιωπηλές καν άδειες. Πότε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πότε ξεφυλλίζοντας εφημερίδες και περιοδικά, πότε περιμένοντας ή κοιτάζοντας το δρόμο απ’ το παράθυρο. Κι ήταν παραμονή Χριστούγεννα. Οι άλλοι είχαν να κάνουν πολλά. Γι’ αυτό έτρεχαν από το πρωί. Γι’ αυτό ήσαν οι δρόμοι γεμάτοι και θορυβώδεις. Γι’ αυτό τα φώτα ήσαν έντονα. Γι’ αυτό ένιωθε πιο μόνος από κάθε άλλη φορά. Έτσι πήρε την απόφαση να βγει έξω, να βρεθεί ανάμεσα στο πολυάσχολο πλήθος, ν’ αφήσει τον εαυτό του στη βεβαιότητα της γιορτής που έφτανε. Να καταλάβει τη διάσταση του χρόνου μέσα απ’ την απόσταση της εφημερότητας και της μοναξιάς. Και βγήκε. Χαμογελούσε, σώπαινε, αγανακτούσε. Κι όμως του άρεσε να νιώθει έτσι. Να κοιτάζει αφηρημένα τις βιτρίνες, το πλήθος, την κίνηση. Τον συγκινούσε απροσδιόριστα η ένταση. Κάποιος θα τον σπρώξει ελαφρά, άλλος θα τον κοιτάξει περίεργα, ένας άλλος θα τον παρακαλέσει: «Ελάτε κύριε— Περάστε κύριε, έχουμε ό,τι θελήσετε    ».  Ναι… όχι, αυτός δεν ήθελε τίποτα. Μονάχα που σκότωνε την ώρα του για να μη σκοτωθεί ο ίδιος απ’ την πλήξη. Θα περνούσαν και τα Χριστούγεννα, όπως κάθε μέρα. Και η άλλη μέρα… Και η άλλη…   Ο καιρός είναι πάντα ο ίδιος. Χρωματίζεται μόνο απ’ τους ανθρώπους, που με λόγια και πράξεις του δίνουν έκταση, πλάτος και βάθος. Με τη λογική τον κάνουν ουσία και ζωή.

    Εξακολουθούσε να περπατάει. Όλα εξακολουθούσαν…

    Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Ήταν γεμάτο. Οι τελευταίες αναζητήσεις... Ένα βιβλίο, μια κάρτα, ένα δώρο, κάτι εντυπωσιακό για τον καθένα. Μπήκε άσκοπα μέσα. Για να δικαιολογηθεί άρχισε να ανακατεύει ένα βουνό από κάρτες. Τις έβρισκε όλες κοινότοπες σε σύνθεση. Μερικές είχαν το ίδιο φόντο, τα ίδια λόγια. Τι μπορούσαν να πουν;

-Μπορώ να τις κοιτάξω; άκουσε μια φωνή δίπλα του.

-Παρακαλώ και βέβαια, απάντησε. Η φωνή της ήταν όπως κι εκείνη: Λεπτή, τρυφερή και μελαγχολική. Και οι δυο τους έψαχναν σιωπηλά. Ώσπου εκείνη είπε: 

-Να σας διαλέξω εγώ; Το πρόσωπό του φωτίστηκε.

-Ευχαρίστως και το ρωτάτε;

- Θέλετε πολλές;

-Ναι, ναι, πάρα πολλές... δηλαδή, δυο, τρεις, τέσσερις... τόσες περίπου... Μέσα του ένιωθε εκτεθειμένος αφού δε χρειαζόταν καμιά απολύτως.

- Αυτές σας αρέσουν; τον ρώτησε και του έδειξε τρεις.

Χωρίς να τις διακρίνει καθόλου απάντησε:

-Α, ναι... είναι εντυπωσιακές. Τις πήρε στα χέρια του αμήχανα.

- Τώρα μπορώ να διαλέξω κι εγώ, είπε εκείνη. Παρακολουθούσε τα χέρια της που ήρεμα κι απαλά σάλευαν σαν δύο ανοιξιάτικοι κρίνοι.

 Τρία φάκελα..., φώναξε, σας παρακαλώ, τρία φάκελα... Πήγε στο ταμείο κι έσμιξε με πολλούς που περίμεναν. Ήταν όλοι βιαστικοί.

Την ξαναείδε στην έξοδο.

-Τελειώσατε; Τον ρώτησε.

-Α, ναι, βέβαια, από πολύ καιρό. Συγγνώμη, από πολλή ώρα ήθελα να πω..., πρόσθεσε με κάποια ταραχή. Είχε κι εκείνη τελειώσει από πολύ καιρό... Ήταν μόνη χρόνια τώρα και μετρούσε είκοσι οχτώ Χριστούγεννα όλα, όλα στη ζωή της. Κατέβαιναν τον κεντρικό δρόμο.

-Επιστροφή στο σπίτι; Τη ρώτησε.

-Ναι, κι εσείς το ίδιο, φαντάζομαι.

-Όχι ακριβώς, ή μάλλον ναι, αλλά δεν έχω διάθεση να επιστρέφω. Ξέρετε το σπίτι αυτές τις μέρες έχει πολλή ομίχλη, βουλιάζει μέσα στη χειμωνιάτικη πλήξη. Καταλαβαίνετε...

  Δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα.

-Μπορείτε να μου εξηγήσετε; Τον ρώτησε αόριστα.

  Εκείνος άρχισε με φωνή ήρεμη και βαθιά. 

-Ακούστε με... Για μένα ο χρόνος και τα γεγονότα του δεν έχουν νόημα, περνούν αδιόρατα, καθώς εγώ μένω έξω από τον κόσμο, σε μια απολιθωμένη ζωή. Κι έχω τη βεβαιότητα πως η πραγματικότητα μ’ έχει συντρίψει ολοκληρωτικά. Για μένα όλα μέσα μου είναι ένα χθες, που δεν επιτρέπει καμιά μετάθεση, καμιά προσδοκία. 

 Σώπασε αιφνιδιαστικά. Εκείνη τον κοιτούσε ερευνητικά. Η φωνή του άγγιζε την ευαισθησία της. Τα λόγια του άνοιγαν ένα παράθυρο στη σκοτεινή ψυχή της. Προχωρούσαν αμίλητοι στη λεωφόρο. Ο κόσμος σιγά σιγά αραίωνε, το βράδυ έπεφτε πυκνό κι άρχισε να κάνει παγωνιά. Εκείνη ένιωθε το παρόν, ζούσε ανάμεσα στο σήμερα και στο μέλλον. Είχε όνειρα, μπορούσε να ελπίζει σ’ ένα καλύτερο αύριο, προσδοκούσε... 

- Έχω μια ιδέα, του είπε ξαφνικά. Γύρισε και την κοίταξε.

-Σας ακούω...

-Να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα στο σπίτι μου. Πώς τη βλέπετε;

 Της χαμογέλασε συγκαταβατικά.

  Το σπίτι ήταν στη βορεινή πλευρά της πόλης, παλιό και πληκτικό. Ήρθαν μπροστά στο σβηστό τζάκι. Εκείνος κάθισε σε μια κοντή ψάθινη καρέκλα. Εκείνη άναψε το φως. 

- Θ’ ανάψω το τζάκι, άρχισε το δεκεμβριάτικο κρύο, είπε. Σε λίγη ώρα η φωτιά έλαμπε. Βασίλευε γαλήνη.

-Τώρα, είπε πάλι, θα με βοηθήσετε σε κάτι. Γύρισε και την κοίταξε.

-Να στήσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, συνέχισε. Κάθε χρόνο παίρνω ένα μα ποτέ δεν το στολίζω... Την έβλεπε που πηγαινορχόταν κουβαλώντας τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ε, λοιπόν, ήταν να τη θαυμάζει. Πούθε έπαιρνε δύναμη; Προσπαθούσε να καταλάβει.

-Λοιπόν θα με βοηθήσετε; Είπε.

 Σηκώθηκε. Στερέωσε καλά το δέντρο στη μέση της κάμαρας. Ύστερα γονάτισε και βάλθηκε να κρεμάει τα φωτάκια, τις μπάλες και το χιόνι. Δίπλα του, γονατιστή κι εκείνη έκανε το ίδιο.

-Δε σας ρώτησα τ’ όνομά σας, του είπε.

- Ούτε κι εγώ απάντησε. Σώπασαν.

-Λίγα αστέρια ακόμη, είπε πάλι εκείνος. Πρέπει να ’χει πολλά αστέρια... Εσείς τι λέτε;

-Και βέβαια, χωρίς αστέρια δεν υπάρχει ουρανός, δε νομίζετε;

- Οι πιο βαθιές νύχτες είναι οι άναστρες, γι’ αυτό είναι και τρομαχτικές... Ξέρετε, φοβάμαι αυτές τις νύχτες, τις φοβάμαι πολύ...

-Λίγο χιόνι μπορώ να ’χω; Του έδωσε μια χούφτα.
- Πρέπει να φαντάζει από χιόνι, από παγωνιά...

-Όπως τότε... συμπλήρωσε εκείνη, όπως πάντα... πρόσθεσε.

  Είχαν φτάσει στην κορυφή. Έβαλαν το μεγάλο άστρο και το δέντρο ήταν έτοιμο. Η φωτιά στο τζάκι έκαιγε. Η νύχτα προχωρούσε. Ξανακάθισε μπροστά στο τζάκι, δίπλα του. 

-Τι θέλετε για χριστουγεννιάτικο τραπέζι; ρώτησε.

-Ω, τίποτα, τίποτα... κάτι απλό και λίγο, δεν έχω προτιμήσεις... Εξακολούθησαν.

-Παραξενευτήκατε για την πρόσκληση;

-Όχι, όχι, καθόλου... Γιατί να παραξενευτώ...

-Ήταν μια αυθόρμητη έκφραση ψυχής, μια εκδήλωση ειλικρίνειας, σπάνια, μοναδική.

-Στη ζωή μας τίποτα δεν αξίζει όσο η μοναδικότητα. Αν είμαστε περισσότερο αυθόρμητοι και ειλικρινείς θα νιώθουμε λιγότερη δυστυχία...

 Άλλαξαν σκέψεις.

-Ήθελα να ήμουν στη Βηθλεέμ εκείνη τη νύχτα, είπε εκείνη με τη μελαγχολική της φωνή.

-Είσαστε τώρα, το ίδιο κάνει, της απάντησε. Είμαστε τούτη τη νύχτα που δεν έχει αλλάξει από τότε. Νιώθω να κάνει το ίδιο κρύο και πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν καλά αναπαυθεί, δεν περιμένουν και δεν γνωρίζουν κανέναν κι έχουν κλείσει ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα. Στοιχηματίζω πως μονάχα εμείς αγρυπνούμε, όπως αγρυπνούμε, απόψε…

-Έχετε δίκιο, είναι η ίδια νύχτα... Ξέρετε, ζω από χρόνια σε μια τέτοια νύχτα παγωμένη κι ερημική. Ζω με την προσδοκία του άγνωστου. Αναζητώ στα πρόσωπα των ανθρώπων τη ζεστασιά, την αλήθεια και την ελπίδα...

-Και δεν τη βρήκατε ακόμα;

-Λυπάμαι, δεν τη βρήκα... Φοβάμαι τόσο πολύ και νιώθω απελπισμένη γιατί ο κόσμος είναι μια μεγάλη μοναξιά κι αβεβαιότητα.

-Ο φόβος σας είναι δικαιολογημένος, αλλά σκεφτείτε πως ο καθένας ψάχνει για τον εαυτό του, ψάχνει για κάτι που του λείπει, γιατί ο καθένας είναι μόνος και φοβάται όπως κι εσείς... 

- Δηλαδή κι εσείς ψάχνετε κι εσείς νιώθετε απελπισμένος και μόνος;...

-Πέστε πως κι εγώ το ίδιο κάνω. Όμως τι ωφελεί να το συζητάμε τέτοια νύχτα. Απόψε γεννιέται ο Θεός της ευδοκίας, γεννιέται η μεγάλη δύναμη της αγάπης, δεν είναι λίγο αυτό...

-Μπορούμε λοιπόν, να γιορτάσουμε αυτό το γεγονός…

-Και βέβαια μπορούμε, αφού δεν μπορούμε να το ζήσουμε, να ζήσουμε και να υψωθούμε ως τη μεγάλη ιδέα  του...

 Ακολούθησε σιωπή κι η νύχτα προχωρούσε.

-Δε γνωριστήκαμε, είπε ξαφνικά εκείνη.

-Δεν προλάβαμε, απάντησε. Ζήσαμε λίγο και δεν προλάβαμε... Εκείνη την ώρα χτύπησαν οι καμπάνες των Χριστουγέννων.

- Χριστούγεννα, ξανάπε εκείνη. Σηκώθηκαν και πήγαν μπροστά στο δέντρο. Τότε είδαν πως έμενε χωρίς φώτα, χωρίς λάμψη.

-Ξεχάσαμε το φως, της είπε.

-Ξεχάσαμε τις ψυχές μας, του απάντησε. Είμαστε στη βαθιά νύχτα, κάπου στην πλαγιά της μεγάλης κορυφής και ψάχνουμε...

-Ψάχνουμε για τους ανθρώπους, δεν είναι έτσι;

-Και για το Θεό της Αγάπης που γεννιέται κάθε τέτοια νύχτα, τόσο κοντά μας και τόσο ξένος για μας...

Την κοίταξε μες στα μάτια. Την κοίταξε λίγες στιγμές. Ύστερα πήρε το χέρι της στο δικό του.

-Τούτη τη νύχτα γεννήθηκε μέσα μας, της ψιθύρισε κι είναι δικός μας ολότελα... Κι άναψαν τα φώτα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο...

Αναζητήστε τη συλλογή διηγημάτων "Οι φωνές των βράχων" του Γιάννη Νικολόπουλου (Εκδόσεις Βεργίνα,2011) στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://verbooks.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr