Η Πρωτοχρονιά του Αλέξανδρου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η Πρωτοχρονιά του Αλέξανδρου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Θα δούμε το διήγημα "Η Πρωτοχρονιά του Αλέξανδρου" από τη συλλογή διηγημάτων "Οι φωνές των βράχων" που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 από τις Εκδόσεις Βεργίνα! Καλή χρονιά σε όλους!

 Η  Πρωτοχρονιά του Αλέξανδρου-ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΟΙΤΑΖΕ ατελείωτα το δρόμο. Είχε νυχτώσει πια. Έπεφτε και μια σιγανή βροχή, που τον έκανε να πιστεύει πως ήταν χειμώνας καιρός. Δέκα ολόκληρα χρόνια... τόσα ήταν; - Κι έμενε στην ίδια στάση ζωής. Οι μακρινοί δρόμοι, το σιωπηλό δωμάτιο, μια λουρίδα δάσους έξω απ’ το παράθυρο, οι ίδιοι καθημερινοί γνώριμοι... Αυτό ήταν το σύμπαν του. Δέκα ολόκληρα χρόνια... Όχι, ίσως δεν ήταν δέκα... Μπορεί και χθες, ίσως και λίγες ώρες πριν.

   Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα. Το πρόσωπό του άρχισε να καίει, έτσι κολλημένο στο τζάμι. Εκοίταζε επίμονα στο  δρόμο. Μέσα του αντηχούσε η γνωστή φωνή που συχνά τον αναστάτωνε κι ίσως τον έκανε να μην ξεχνάει ποιος ήταν. Κι αυτή η φωνή τού έλεγε τώρα επίμονα, αφοπλιστικά:

    «Μπορείς απόψε... Προσπάθησε. Η ζωή σε περιμένει... Προσπάθησε...» Λίγες στιγμές αργότερα ο Αλέξανδρος Αργυρίου, 39 χρόνων, αγνώστων λοιπών στοιχείων, βρισκόταν στον έρημο δρόμο, μέσα στην ελευθερία του νου του, στην ίδια τη ζωή. Είχε επιτέλους αποστατήσει από όλα. Καθώς προχωρούσε, γαλήνευε μέσα του, η καρδιά του ηρεμούσε, το πρόσωπό του έφεγγε σαν χριστουγεννιάτικο άστρο. Θα προχωρούσε έτσι με την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας. Την είχε τόσο ανάγκη. Μια ελευθερία που σε συμφιλιώνει με τον εαυτό σου, με τον κόσμο σου, με τη μοναξιά σου. Μπορούσε τώρα να συλλογίζεται βαθιά, να υπάρχει αληθινά, να ζει. Μονάχα μέσα στην άκρατη ελευθερία μπορεί κανείς να γνωρίζει τι είναι, τι θέλει, τι μπορεί.

   Ο δρόμος περνούσε μέσα απ’ το δάσος και κατέληγε στην πόλη. Περπατούσε με ταχύ βήμα. Έσπευδε προς τη ζωή, στο πολύ φως, προς τη διέξοδο. Δεν γύρισε ούτε μια φορά πίσω. Οι μνήμες τον είχαν εγκαταλείψει με κατανόηση. Κι η νύχτα προχωρούσε... Κι αυτός προχωρούσε κι ο χρόνος προχωρούσε...

   Χτύπησε την πόρτα ενός ισόγειου διαμερίσματος. Έτσι στην τύχη. Δεν ήθελε να καθορίσει τίποτα, αγνοούσε τα πάντα όπως τον αγνοούσαν κι αυτόν. Αναζητούσε τώρα έναν άνθρωπο, μια συγκατάβαση, ένα μίλημα, λίγο πριν απ’ τη μεγάλη αποστασία του, λίγο μετά από την κατάκτηση της απόλυτης ελευθερίας του. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε το πρόσωπό της. Της χαμογέλασε.

-Έχω χάσει όλα τα τρένα, όλα τα λεωφορεία... Τα ξενοδοχεία δεν έχουν θέση. Μπορώ να μείνω μόνο απόψε μαζί σας; ρώτησε. Τα είπε όλα γρήγορα, σχεδόν λαχανιαστά. Εκείνη του χαμογέλασε και τον άφησε να περάσει μέσα.

- Ωραία, ψιθύρισε, χωρίς να ξέρει γιατί.

Το διαμέρισμα ήταν φιλικό. Παντού έβλεπε φως και χρυσάφι στολίδια. Κοιτούσε ακατάληπτα και προσπαθούσε να ηρεμήσει περισσότερο. Η φωνή της τον επανέφερε.

-Απόψε είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, του είπε. Η οικογένεια μου λείπει στην επαρχία κι εγώ προτίμησα  να μείνω στην πόλη για πρώτη φορά. Ελεύθερη απολύτως, πρόσθεσε. Θα γιορτάσουμε αν θέλετε... Την κοίταξε βαθιά. 

- Χαίρομαι για την ελευθερία σας, απάντησε. Ο χρόνος χωρίς ελευθερία είναι μαρτύριο, είναι φορτίο από σίδερο. Τα λόγια του ηχούσαν με μια συναισθηματική ευγένεια. Εκείνη βρήκε να πει μόνο.

-Πώς είναι τ' όνομά σας;

-Αλέξανδρος... Αυτό και τίποτα άλλο και συγγνώμη... Το δικό σας;
-Ανδριανή.

Είχαν γνωριστεί αρκετά.

- Σε δυο ώρες θα αλλάξει ο χρόνος, είπε ξαφνικά εκείνη. Θα ετοιμάσω το τραπέζι και ύστερα θα περιμένουμε την αλλαγή... Ο Αλέξανδρος έμενε σιωπηλός. Με τα μάτια παρακολουθούσε την κοπέλα που ετοίμαζε το τραπέζι στο βάθος και μέσα του ένα κυματάκι άρχισε να σαλεύει. Άλλος ένας χρόνος, συλλογίστηκε. Ένας χρόνος μέσα στην άγνοια, στην ένταση, στη μοναξιά... Είναι φοβερό. Πρέπει να συνεχίσω την αποστασία, να φτάσω μακριά, πέρα από το χρόνο, πέρα από τον εαυτό μου. Οι άλλοι ζουν με τη συγκατάβαση της αλλαγής... Θεέ μου, είναι αβάσταχτα όλα αυτά στον κόσμο. Φθάνουν πια οι καθορισμένες πρακτικές, αρκεί η κοινοτοπία, τα όρια του πρέπει. Δεν μπορώ... δεν μπορώ... Την τελευταία λέξη την είπε άθελά του φωναχτά. Εκείνη απάντησε σαν να συνομιλούσε μαζί του.

- Μα γιατί; Να δείτε πόσο όμορφα θα είναι. Θα σβήσουμε τα φώτα στις δώδεκα ακριβώς... Κι ύστερα...

Ο Αλέξανδρος την άκουγε αμίλητος.

Εκείνη συνέχισε: «Κάθε καινούργιος χρόνος μας φέρνει την ελπίδα, την αισιοδοξία. Μας δίνει προοπτική...».

  Έκλεισε τα μάτια. «Θα φύγω», σκέφτηκε. «Αυτή η φωνή της είναι τυραννική. Πιο ανυπόφορη είναι η συμβατικότητά της. Εγώ θέλω την ελευθερία μου, θέλω την αποστασία απ’ όλα». Μέσα του το κύμα αγρίευε σιγά σιγά. Συνέχισε να μιλάει μόνος του. «Αγνοώ το χρόνο, την ελπίδα, την προοπτική. Για μένα η αλλαγή είναι ο θάνατος. Ένα θάνατο μέσα σου μπορείς να τον επιβάλεις δυναμικά για να ξαναγεννηθείς. Όλα τα άλλα έχουν φθαρεί, έχουν εκμηδενισθεί. Αφήστε με να ζήσω, αφήστε με, σας παρακαλώ, ελεύθερο... Το δικαιούμαι. Απ’ την ώρα της μεγάλης έκρηξης δεν ζητώ τίποτα άλλο παρά μόνο αυτή τη δικαίωση. Να ζήσω μέσα στην άγνοια, στο απροσδόκητο, στην έκπληξη. Σας παρακαλώ, αφήστε με..,».

-Με συγχωρείτε που σας άφησα μόνο», ακούστηκε η φωνή της δίπλα του. «θέλω να υποδεχτούμε τον καινούργιο  χρόνο με καλύτερη διάθεση. Πιστέψτε με, όλα ξεκινούν από μέσα μας, απ' τη σκέψη μας. Μπορούμε να υπάρξουμε στο σύμπαν της ψυχής μας, με μιαν εναλλαγή...

   Την κοιτούσε εκστατικά. Το πρόσωπό της είχε μια ακαθόριστη έκφραση. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά και το μέτωπό της έκαιγε. Κι η ώρα περνούσε... Είκοσι... δέκα λεπτά κι εκείνη ήταν έτοιμη να σβήσει τα φώτα. Την κοιτούσε επίμονα. Σιγά σιγά έχανε την ηρεμία του, μέσα του είχε ξεσπάσει η τρικυμία, που τον συγκλόνιζε ολοκληρωτικά. Δέκα, πέντε, τρία λεπτά ακόμα και... Πετάχτηκε όρθιος. Το μέτωπό του έκαιγε, οι κρόταφοί του χτυπούσαν.

- Πού είναι η πόρτα, φώναξε, πού είναι η πόρτα, η έξοδος... Θέλω την ελευθερία μου, αφήστε με, αφήστε με κι έτρεξε στην έξοδο. Εκείνη του χαμογέλασε. 

Στα μάτια του αντανακλούσε η εικόνα της, ο σαρκασμός της, η λογική της απάθειας.

-Αφήστε μεεεε..ούρλιαξε.

Πήγε και του άνοιξε την πόρτα.

-Δυστυχισμένε Αλέξανδρε..., ψιθύρισε καθώς εκείνος έφευγε τρέχοντας μέσα στη νύχτα. Ύστερα έσβησε τα φώτα, είπε «Καλή Χρονιά» και άναψε πάλι τα φώτα. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό. Ακούστε, είπε με χαμηλή φωνή, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, τρόφιμος της Α΄ πτέρυγας, δωμάτιο πέντε, δραπέτευσε πριν από λίγο. Παρακαλώ, ενημερώστε τον προϊστάμενό μου ψυχίατρο... Καλή νύχτα σας...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;