Το Όραμα- ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Το Όραμα- ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Ένα όνειρο σημαδιακό γέννησε ένα ακριβό όραμα που έμελλε να στεγάσει πολλές ζωές! Θ'απολαύσουμε το διήγημα "Το Όραμα" του Όμηρου Ξενίδη!

Το Όραμα-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

    Ακόμη δεν έχω καταλάβει πώς βρέθηκα εκείνον τον χειμώνα του ΄98 σε εκείνο το ξεχασμένο χωριό του σερραϊκού κάμπου. Καμιά φορά οι συγκυρίες της ζωής σε «φέρνουν» σε έναν τόπο που αγνοούσες ότι υπάρχει. Τότε - θέλεις δε θέλεις - οφείλεις όχι μόνο να τον γνωρίσεις αλλά και να τον «βιώσεις», να ζήσεις, δηλαδή, με τους ανθρώπους του και να ακούσεις τις ιστορίες τους. Ακόμη αναρωτιέμαι πώς βρέθηκα εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα σε αυτό το χωριό για δουλειά, και τι δουλειά! Ο Βασίλης Παπαδημητρίου, ο «Καναδός» όπως τον φώναζαν οι συγχωριανοί του, είχε επιστρέψει στο χωριό του μετά από είκοσι πέντε χρόνια στην ξενιτιά. Τώρα καθόμουν απέναντί του στο γραφείο του κι άκουγα την ιστορία του.
    «Γύρισα για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου, να κτίσω το ξενοδοχείο, το Όραμα. Το όνομα αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί το έχω δει σ’ ένα όνειρο. Πριν τρία χρόνια ζούσα ακόμα στον Καναδά, στο Vancouver. Ένα βράδυ βλέπω ένα όνειρο, πολύ ζωντανό. Είναι μια γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ ήρεμη. Ποια είναι;… Ποια είναι;… Θα σκάσω… την ξέρω;... Σίγουρα την ξέρω. Με παίρνει στην αγκαλιά της, μια ζεστασιά άλλο πράμα. Λέω μέσα μου “τι ωραία, έτσι μ’ αγκάλιαζε η μάνα μου μικρό”. Κι εκεί που χαλαρώνω… τσουπ ένα τράνταγμα… unbelievable… με σηκώνει με τα χέρια της στον αέρα και το ρούχο της γίνεται φτερό, ένα μεγάλο φτερό like Superman, και οοοπ… πετάμε… πετάμε στον ουρανό, όχι πολύ ψηλά αλλά κανονικά όπως τα πουλιά… ωχ λέω άμα με αφήσει πάει… τσακίστηκα… αλλά αυτή η γυναίκα με βαστάει καλά… αμάν… τώρα καταλαβαίνω ποια είναι… Παναγιά μου, Παναγίτσα μου λέω… άλλο δεν φοβάμαι. Βλέπω το χωριό από ψηλά, να και το σπίτι μας, έρημο, διαλυμένο, χόρτα παντού και τότε ξαφνικά ένα shining… πώς το λέμε… ένα φως, πολύ δυνατό, δεν βλέπω τίποτα, ανοίγω τα μάτια του… unbelievable, μπροστά μου ένα τεράστιο κτίριο, παντού φως όπως Las Vegas, πολύ φως, σκέφτομαι τι είναι αυτό; Πέθανες Βασίλη, λέω, έφτασες στον παράδεισο! Η Παναγιά δίπλα μου, δείχνει μια πόρτα huge… μου λέει “Βασίλη πήγαινε εκεί!” Her voice unbelievable! Εγώ σιγά σιγά πάω προς την πόρτα, βλέπω μια ταμπέλα, διαβάζω κάτι μεγάλα γράμματα… Ho-tel O-ra-ma… Hotel Orama… τότε ανοίγει αυτή η πόρτα και από μέσα βγαίνει ένας άνδρας, ψηλός, πολύ ψηλός, νεαρός, ξανθός, με κοιτάει σα να με ξέρει. “Καλωσόρισες Βασίλη!” My man… εκεί ξυπνάω… πω πω τι είδα; Και αρχίζω και σκέφτομαι το όνειρο. Η Παναγία κάτι θέλει να μου πει αλλά τι; Να γυρίσω στο χωριό; Γιατί; Τι να κάνω; Να χτίσω μια εκκλησία για την Παναγία; Για τους αγγέλους; Και αυτό το ξενοδοχείο; Τι είναι αυτό το Hotel Orama; Σκέφτομαι πολλά πράγματα, ότι είμαι 58 χρονών, οικογένεια δεν έχω, στον Καναδά όλα Ο.Κ. Δουλειά πολύ, είκοσι πέντε χρόνια μόνο δουλειά αλλά για πόσο ακόμα; “Bill” λέω μέσα μου “αυτό το όνειρο κάτι σημαίνει”. Δύο μέρες τα σκέφτομαι όλα, το μυαλό πάει από δω, πάει από κει. “Bill” λέω “η Παναγία σου έστειλε όραμα, τι δεν καταλαβαίνεις;” Μετά από τρεις μέρες παίρνω απόφαση να έρθω στο χωριό, πάω στη Bank στο Vancouver, λέω στο Διευθυντή θα γυρίσω Ελλάδα και θέλω όλα τα Dollars, αυτός τρελάθηκε. “My friend Bill what happened? What’s going on?” Τι να εξηγήσω; Το ίδιο οι φίλοι μου, δεν είπα τίποτα για το όνειρο, τα κανόνισα όλα και φτάνω στο χωριό. Είχα πολλά χρόνια να έρθω. Οκτώ; Δέκα; Δεν θυμάμαι. Εδώ όλα είχαν αλλάξει, τόσα χρόνια οι μεγάλοι οι πιο πολλοί είχαν πεθάνει κι αυτοί που ζούσαν ήταν άρρωστοι. Η δική μου γενιά σκόρπιοι, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, πολλοί στη Γερμανία. Τους νέους δεν τους ξέρω, πολλοί ξένοι, Βούλγαροι, Αλβανοί. Δεν ξέρω τι να κάνω. Έμεινα στο σπίτι ενός ξαδερφού μου και του λέω ότι γύρισα γιατί είδα όνειρο, μου έβαλε τις φωνές. “Τρελάθηκες Βασίλη! Γύρνα πίσω στον Καναδά και ξέχνα τα όνειρα, εδώ δεν έχει χαΐρι ξάδερφε, όλοι φεύγουν, μόνο εσύ γύρισες…”. Είχε δίκιο, το χωριό δεν είχε ζωή, δεν είχε κίνηση, a big nothing. Τι να κάνω; Πολύ ζορίστηκα! Μια μέρα τριγυρνούσα στις Σέρρες,  μπαίνω σε μια εκκλησία, ανάβω ένα κερί, πάω μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και λέω θυμωμένος “εγώ ήρθα αλλά τώρα τι κάνω;” Βγαίνω έξω, κάθομαι να πιω έναν καφέ. Σκέφτομαι θα βγάλω εισιτήριο, θα γυρίσω στον Καναδά, μπορεί να έκανα λάθος. Απέναντί μου κάθεται ένας άνδρας, με κοιτάει τον κοιτάω πολλή ώρα. Του λέω “ποιος είσαι κύριος; με ξέρεις;”. Aυτός γελάει, σηκώνεται κι έρχεται κοντά… “Βασίλη, Βασίλη… ο Κώστας είμαι, ο Κώστας της Κοκώνας… του Ανδρέα…”. “Ωωω… unbelievable…”. Αγκαλιές, φιλιά, δεν το πιστεύαμε, είχαμε να βρεθούμε από τότε που έφυγα στον Καναδά, 25 χρόνια! Ο Κώστας ήταν ο καλύτερος φίλος μου στο χωριό, έχασε όμως τους γονείς του όταν ήταν 12 χρονών και τον πήρε ένα θείος του στις Σέρρες. Ερχόταν στο χωριό και τον έβλεπα αλλά μεγαλώσαμε χώρια. Είπαμε πολλά, πάρα πολλά, δύο ώρες μιλούσαμε. Μετά με πήγε στο σπίτι του, γνώρισα τη γυναίκα του, την Μαρία, μέχρι το βράδυ έμεινα σε αυτούς. Τους μίλησα για το όνειρο κι αυτός ο Κώστας κατάλαβε τι πρέπει να κάνω. “Θα κτίσεις στο χωριό ένα ξενοδοχείο με το όνομα όραμα, αυτό θα κάνεις”. Όταν το είπε, εγώ δάκρυσα. Την άλλη μέρα ξεκίνησα το όραμα και ο Κώστας με βοήθησε πολύ. Όλα μπήκαν σε μια σειρά και έγιναν χωρίς να το καταλάβω».
   Ο Καναδός έπαιρνε τώρα μια ανάσα, έπινε μια γουλιά καφέ και συνέχιζε την αφήγησή του. Είχα την εντύπωση ότι ούτε κι ο ίδιος πίστευε τα όσα του συνέβησαν αλλά σαν «έντιμος» άνθρωπος που ήταν, έλεγε την «πάσα αλήθεια» γιατί απλά δεν ήξερε να πει ψέματα.
   «Δύο χρόνια και πέντε μήνες και είναι έτοιμα τα 38 δωμάτια, το swimming pool, το Lounge, το restaurant. Οι συγχωριανοί μου δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Πόσο χρήμα έχει ο “τρελοκαναδός;” Αχ τι τράβηξα μ’ αυτούς! Όταν γκρεμίσαμε το πατρικό, όλοι νόμιζαν ότι θα κτίσω καινούργιο σπίτι αλλά όταν είδαν ότι χτίζαμε και χτίζαμε και έμαθαν για το ξενοδοχείο, τι να σου πω, παίρνανε τηλέφωνο την αστυνομία και αυτοί έρχονταν κάθε μέρα να κάνουν έλεγχο. Πολλή κακία και να φανταστείς εγώ ούτε θύμωσα, ούτε μάλωνα. Αυτοί ζήλια για τα Dollars, είναι “βρώμικα” λέγανε, “θα τον πιάσουν, θα πάει φυλακή”, όλο τέτοια. Τότε στις αρχές είχα και πρόβλημα με τον διευθυντή της Εθνικής στις Σέρρες. Αυτός φοβόταν πολύ, δεν ξέρω γιατί, όλο εμπόδια έφερνε, με είχε σκάσει. Μια μέρα ο Κώστας, ο φίλος μου, είχε μια καλή ιδέα. Κάνει ένα τηλεφώνημα σε κάτι φίλους του στην Αθήνα και αυτοί του λένε να πάω στον μητροπολίτη. Κλείνει ένα ραντεβού και πάμε. Ο μητροπολίτης, πολύ καλός άνθρωπος, μόλις είπα Canada, αυτός σηκώθηκε και μ’ αγκάλιασε. Είχε σπουδάσει στον Καναδά, στο Μόντρεαλ, και βρήκαμε φίλους που είχαμε και οι δύο. Πολύ χάρηκε! Εγώ τότε λέω για το όνειρό μου, για τα σχέδιά μου, για τα προβλήματα με τον διευθυντή. Στο τέλος μου λέει “πηγαίνετε και μην ανησυχείτε για τίποτα… θα τα κανονίσει ο Κύριος… εσύ συνεχίζεις το όραμά σου…”, μας ευλόγησε και φύγαμε. Την άλλη μέρα έρχονται δύο αυτοκίνητα στο χωριό, ένα μεγάλο Mercedes και ένα της αστυνομίας, σταματάνε στο καφενείο, κατεβαίνει από το Mercedes ο διευθυντής της τράπεζας με έναν κύριο, από το περιπολικό δύο αστυνομικοί, κάθονται σε ένα τραπέζι και παραγγέλνουν καφέ. Όλοι λένε ήρθαν να με πιάσουν. Με παίρνει τηλέφωνο ο διευθυντής να πάω στο καφενείο, κάτι χαρτιά να υπογράψω. Εγώ του λέω “ελάτε εσείς στο ξενοδοχείο, να δείτε και τι κάνουμε”, “όχι” λέει “δε γίνεται, σε περιμένουμε στο καφενείο” και κλείνει το τηλέφωνο. Εγώ σε πέντε λεπτά είμαι εκεί, βλέπω τους αστυνομικούς, shit λέω κάτι έγινε. Ο διευθυντής με βλέπει, σηκώνεται κι αρχίζει “συγνώμη κύριε Βασίλη, όλα καλά κύριε Βασίλη, μα τέτοια παρεξήγηση…”. Εγώ τον κοιτάω και λέω τρελάθηκε! Ο διευθυντής είναι άλλος άνθρωπος, unbelievable, όλο γλύκα, πολύ καλός. Ο άλλος κύριος είναι συμβολαιογράφος, βγάζει κάτι χαρτιά από την τσάντα του, να τα διαβάσω αν θέλω και να υπογράψω. Αρχίζω και υπογράφω χαρτιά, λέω μέσα μου ή πάω φυλακή ή έγινε θαύμα. Ο συμβολαιογράφος παίρνει τα χαρτιά και φωνάζει τους αστυνομικούς. Εγώ τα ’χασα, δεν καταλαβαίνω τι γίνεται. “Και εδώ υπογράφετε εσείς ως μάρτυρες…” λέει στους αστυνομικούς και τους δίνει το στιλό. Οι χωριανοί κοιτάνε σαν χαζοί τους αστυνομικούς που υπογράφουν, ούτε χειροπέδες ούτε τίποτα. Εγώ θέλω να γελάσω αλλά κρατιέμαι και τότε λέει ο διευθυντής “συγνώμη κύριε Βασίλη για την αναστάτωση, όταν ξεκινήσαμε με τον συμβολαιογράφο από Σέρρες μου λέει θα χρειαστούμε και δύο μάρτυρες, ξέρουμε κανέναν στο χωριό; Λέω όχι δεν ξέρω κανέναν, αστυνομικοί μας κάνουν; Φυσικά μου λέει και παίρνω τηλέφωνο το διοικητή και αμέσως στέλνει ένα περιπολικό με δύο αστυνομικούς και έτσι τα κανονίσαμε όλα. Τελειώσαμε κύριε Βασίλη, αυτό ήταν, άλλο δεν θα ταλαιπωρηθείτε, για ό,τι χρειάζεστε ένα τηλέφωνο σε μένα, τίποτα άλλο… και όταν έρθετε στις Σέρρες σας περιμένω στην τράπεζα να πιούμε έναν καφέ”. “Η Παναγία έκανε το θαύμα της” είπα μέσα μου και τους χαιρέτησα. Από εκείνη την ημέρα άλλαξαν όλα! Στο χωριό να δεις, ξαφνικά όλοι να βοηθήσουν, όλοι κάτι να κάνουν για μένα. Στο τρίμηνο ήρθε επίσκεψη και ο μητροπολίτης και ευλόγησε τους εργάτες και τις δουλειές τους κι όλα πήγαν ρολόι. Κι έτσι φτάσαμε καλά ως εδώ… το θέμα είναι πώς συνεχίζουμε από δω και πέρα. Εγώ στα είπα όλα, τώρα είναι η σειρά σου να μιλήσεις».
   Το πρόσωπο του Βασίλη του Καναδού έλαμπε από περηφάνια που είχε καταφέρει το απίθανο: ένα πολυτελές ξενοδοχείο σε ένα «ατελές» χωριό. Κι ενώ στην αρχή μου φαινόταν ο ίδιος και το όλο εγχείρημά του μια σκέτη «τρέλα», τώρα άρχιζα να συμπαθώ αυτόν τον τύπο που είχε κερδίσει ένα «προσωπικό» στοίχημα. Κι εκεί που έψαχνα να βρω ένα νόημα, τους «κρυφούς» λόγους για μια τέτοια επένδυση στο «πουθενά», τώρα συνειδητοποιούσα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε να αποδείξει σε κανέναν τίποτα. Ακόμη κι αν αύριο όλα πήγαιναν στραβά και η τράπεζα τού έπαιρνε το ξενοδοχείο, αυτός μέσα του βαθιά είχε το όραμά του, είχε την «ακλόνητη» πίστη του κι αυτή έφτανε για να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο. Και τα εμπόδια που τώρα εμφανίζονταν κι αφορούσαν τη βιώσιμη λειτουργία του ξενοδοχείου, απαιτούσαν πέρα από πίστη μια σειρά προσεκτικών χειρισμών και ευνοϊκών συνθηκών. Όλα καλά αλλά ποιος και γιατί να ερχόταν στο ξενοδοχείο; Το χωριό και το ευρύτερο περιβάλλον σε ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν ως αξιοθέατο. Όλοι ξέρανε τη λίμνη Κερκίνη και τα παραλίμνια χωριά της είχαν από όλα, ξενοδοχεία, ταβέρνες, δραστηριότητες. Πιο εκεί ήταν μερικά ορεινά χωριά γνωστά στους ορειβάτες για την άγρια ομορφιά τους και ακόμη πιο πέρα το Άγκιστρο με τα λουτρά του. Αυτή ήταν η τουριστική κίνηση στην περιοχή αλλά το χωριό του Καναδού βρισκόταν κυριολεκτικά στο πουθενά του κάμπου, μακριά από την λίμνη και τα βουνά, ξεχασμένο σαν την «ωραία κοιμωμένη». Στην καλύτερη περίπτωση το καλοκαίρι η πισίνα του ξενοδοχείου θα μάζευε κάποιο κόσμο αλλά αυτό δεν έφτανε. Άντε και μερικά «παράνομα» ζευγαράκια που θα «κρύβονταν» στα δωμάτια για μερικές ώρες αλλά αυτά όλα ήταν «ψίχουλα». Το όραμα γινόταν μία δύσκολη εξίσωση με πολλούς αστάθμητους παράγοντες αλλά και σταθερές μεταβλητές, οι οποίες δεν βοηθούσαν στη λύση. Όταν ανέφερα τις σκέψεις μου στον Καναδό, εκείνος παρέμεινε ατάραχος. «Να ξέρεις πως θα βρεθούν λύσεις για όλα…» είπε και έδειξε με το δεξί δείκτη τον ουρανό. «Όλα από εκεί ξεκίνησαν κι όλα από εκεί θα τακτοποιηθούν…». Συμφωνήσαμε στο μισθό μου, δώσαμε τα χέρια και αρχές Οκτωβρίου μετακόμισα στο ξενοδοχείο. Έμεινα μόνος μου στο νεόκτιστο ξενοδοχείο καθώς ο εργοδότης μου είχε φύγει για τον Καναδά για να τακτοποιήσει κάτι εκκρεμότητες. Έδωσα στον εαυτό μου τρεις μήνες προθεσμία για να «ζωντανέψω» το Όραμα, δεν τα κατάφερα όμως. Τα σχέδια για να λειτουργήσει το ξενοδοχείο είχαν από την αρχή μεγάλο ρίσκο και μεγάλη ζημιά οπότε μετά από μια προσεκτική δεύτερη ματιά κατέληγαν στον κάλαθο των αχρήστων. Στα μέσα του Δεκέμβρη παραιτήθηκα από τη δουλειά, ευχαρίστησα τον Καναδό για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και του ευχήθηκα καλή τύχη. Στα επόμενα δύο χρόνια του τηλεφωνούσα κάπου κάπου να μάθω τι γινόταν κι εκείνος έλεγε πάντα τα ίδια «τα ανέλαβε όλα η εκκλησία, όλα πάνε καλά» κι έκλεινε το τηλέφωνο. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς γινόταν και δεν ασχολήθηκα παραπέρα. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από την διαμονή μου στο χωριό όταν «σκόνταψα» πάνω στο Όραμα. Το άρθρο στην εφημερίδα έλεγε για τον Καναδό, πως έκτισε το ξενοδοχείο στο χωριό του, για το όνομα Όραμα και πως σε ένα όνειρό του η Παναγία του παρήγγειλε στο ξενοδοχείο να μένουν «ορφανοί» γέροι. Τότε κι αυτός αποφάσισε να το χαρίσει στην μητρόπολη, εκείνη το αξιοποίησε, το έκανε «κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων» κι αυτός ξαναγύρισε στον Καναδά να συνεχίσει τη ζωή του. «Όταν γεράσω θα πάω κι εγώ να μείνω στο Χοτέλ Όραμα…» ήταν τα λόγια του που έκλειναν το άρθρο.  

Βιογραφικό σημείωμα

Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr