O καπτάν-Αντώνης -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ

O καπτάν-Αντώνης -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ

Μια ζωή ανάμεσα σε δυο κόσμους. Της στεριάς και της θάλασσας! Κι η θάλασσα μια αχόρταγη ερωμένη που του ' κλεβε όλη του τη ζωή... Θα δούμε το διήγημα "Ο καπτάν-Αντώνης" του Κωνσταντίνου Λίχνου!

O καπτάν-Αντώνης -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΙΧΝΟΣ

     Όλοι τον φωνάζαν καπτάν-Αντώνη στον καφενέ, μ' αυτό που θα’θελε κείνος -άμα περνούσε απ’ το χέρι του- θα’ταν να μην του μιλούσαν καθόλου. Εφόσον έπρεπε να του απευθύνουν το λόγο όμως, ας το’καναν τουλάχιστον δίχως να του υπενθυμίζουν τη ναυτική του ιδιότητα. Φίλους δε θα τους αποκαλούσε εξάλλου, μετά βίας γνωστούς θα τους έλεγε, καθώς σπανίως θυμόταν το επάγγελμά τους ή συγκρατούσε τα μικρά τους ονόματα. Εκτός απ’ τους παιδικούς του φίλους, που’χε να μάθει νέα τους δεκαετίες ολάκερες, άλλους φίλους ποτέ του δεν έκαμε. Και πώς να κάνει; Πώς να δημιουργήσει δεσμούς, όταν κάθε χρόνο θαλασσοδέρνεται έξι και πιότερους μήνες; Σαν του δείχναν οικειότητα οι γνωστοί του λοιπόν, και τον φωνάζαν καπτάν-Αντώνη, δυσανασχετούσε κάθε φορά, μα δεν διαμαρτυρόταν ποτέ του.
      Σε μια περίσταση μοναχά κόντεψε ν’ αντιδράσει, μα σε καλό δε του βγήκε. Είχε πάει στο μπακάλικο του κυρ-Ανέστη -δέκα βήματα απ’ το πατρικό του σπίτι- ν’ αγοράσει καφέ, αγουροξυπνημένος και κάπως βαρύθυμος, γιατί μόλις που ’χε ξεμπαρκάρει και ήταν τα ντουλάπια του σπιτιού του αδειανά, ακόμη κι από τ’ άκρως ’παραίτητα. Τον κυρ-Ανέστη τον έβλεπε με μάτι καλό ο καπτάν-Αντώνης, γιατί δεν συνήθιζε να του κάνει ερωτήσεις κι έτσι δε χρειαζόταν να δίνει ραπόρτο για το που ταξίδεψε και πώς τα πέρασε όσο ήταν στη θάλασσα. Μονάχα ένα ελάττωμα είχε ο κυρ-Ανέστης, δεν χόρταινε να τον παινεύει για την αξιοσύνη του και να τον φωνάζει καπτάν. Τη φορά εκείνη, μάλιστα, μόλις είδε τον καπτάν-Αντώνη να μπαίνει στο μαγαζί του, κινήθηκε βιαστικά προς το μέρος του -εύσωμος όπως ήταν, με μεγάλα μάτια και γένια πυκνά- σαν αρκούδα που μόλις είχε ξυπνήσει απ’ τη νάρκη της και μύρισε μέλι.
   -Καλώς τον καπτάν-Αντώνη! Είπε o κυρ Ανέστης χαμογελώντας, κι άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα του ιδρωμένα χέρια, για να τα κλείσει ύστερα απότομα, χτυπώντας τον καπτάν-Αντώνη στους ώμους.
   -Άσ' τα καπταντωνιάσματα. Σκέτος Αντώνης είμαι, για σας τους στεριανούς. Αποκρίθηκε ο καπτάν-Αντώνης, αφού οπισθοχώρησε δυο βήματα, παραξενεμένος απ’ την εκδήλωση υπερβολικής φιλικότητας του Μπακάλη του. «Δώσ’ μου τον καφέ μου Ανέστη, γιατί δεν ήπια ακόμη και δεν έχει ανοίξει το μάτι μου», πρόσθεσε ύστερα χαμηλόφωνα μα με πυγμή, λες κι ήθελε να δικαιολογηθεί κάπως που’χε μιλήσει απότομα.
-Θα σου δώσω ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Τον τίτλο σου, δεν στο στερώ όμως. Ολόκληρος καπετάνιος και να μην το λέμε; Απάντησε ο κυρ-Ανέστης και συνέχισε να μονολογεί, ώρα πολλή, για τη σπουδαιότητα των καπεταναίων, κι ο καπτάν-Αντώνης που κουράστηκε να τον ακούει, έβαλε τον καφέ παραμάσχαλα κι έφυγε δίχως να ζητήσει τα ρέστα του. Από τότε, δεν διαμαρτυρήθηκε ξανά σε κανέναν.
     Δεν ήταν μονάχα ο τίτλος του που τον πείραζε βέβαια, αλλά τα πάντα γύρω απ’ το επάγγελμά του. Για τις περιπέτειές του στις θάλασσες, δε μιλούσε ποτέ, εξού και τον ρωτούσαν ευθέως. Ακόμη και τότε, όμως, το’κανε δίχως θέρμη και ζήλο, κι έτσι οι πάντες έχαναν το ενδιαφέρον τους γρήγορα και γυρίζαν την κουβέντα αλλού. Υπήρχε μια ερώτηση, βέβαια, που όχι απλώς απέφευγε ν’ απαντήσει, μα που μπορούσε να τον κάνει έξω φρενών. Είχε κάποτε κάμει το λάθος, να του την απευθύνει ο περιπτεράς, και ο καπτάν-Αντώνης έγινε έξαλλος. Αφού μαθεύτηκε το περιστατικό όμως, πονηρεύτηκαν όλοι στον καφενέ και δεν του ξανάκανε κανείς την αποφράδα ερώτηση. «Πότε θα ξαναμπαρκάρεις καπτάν-Αντώνη;», τον είχε ρωτήσει ο περιπτεράς αφελέστατα, κι ο καπτάν-Αντώνης που’γινε αμέσως πυρ και μανία, τ’ απάντησε: «Όποτε μου καπνίσει θα φύγω!». Ύστερα, άρπαξε τα τσιγάρα του φουρκισμένος και κίνησε να φύγει, μα μόλις έκανε δυο βήματα, γύρισε ξανά στο περίπτερο για να συμπληρώσει: «Στο σβέρκο σου κάθομαι; Αμάν πια!»
   Η αλήθεια είναι, πως στους στεριανούς αρέσει ν’ ακούνε για ταξίδια στα πέλαγα, και οι περισσότεροι θαλασσινοί χαίρονται να διηγούνται τις περιπλανήσεις τους στ’ ανοιχτά νερά και τα εξωτικά λιμάνια στα οποία τους έλαχε ν’ αγκυροβολήσουν. Ο καπτάν-Αντώνης όμως, ήταν απ’ άλλη φτιαξιά. Τα θαλασσινά τα βαριότανε και ξεφυσούσε εσκεμμένα, κάθε που γινόταν λόγος για καράβια και ταξιδέματα. Τα στεριανά όμως, τον ενδιαφέραν διακαώς. Λες και τον βάραινε η αίσθηση μιας ανεξόφλητης οφειλής, ρωτούσε διαρκώς για τους παλιούς του φίλους -που τον είχαν ξεχάσει ολότελα-, για τους δρόμους της πόλης του -που είχαν αλλάξει μορφή και ονόματα-, για τα μαγαζιά που σύχναζε μα, όσο έλειπε, είχαν πια κλείσει ή αλλάξει διεύθυνση. Το’θελε τόσο έντονα να ενημερώνεται για τα πράματα αυτά, που σου ’δινε την εντύπωση πως ένιωθε τύψεις για την πολύμηνη απουσία του απ’ τη στεριά.
     Τα θαλασσινά τ’ αποστρέφονταν τόσο, που θύμιζε ναυαγό ο οποίος δεν ήθελε να ματακούσει για θάλασσα. Ακόμη κι αν τύχαινε, να μιλήσει κάποιος διπλανός του στον καφενέ, για ξένες χώρες -που κείνος είχε πολλάκις επισκεφτεί-, για παράξενες γλώσσες -που τις είχε ακούσει να μιλιούνται μπροστά του- ή για γυναίκες αλλιώτικα καμωμένες απ’ τις δικές μας -με τις οποίες είχε πλαγιάσει ξανά και ξανά-, ο καπτάν-Αντώνης ουδαμώς ενδιαφερόταν και κρατούσε το κεφάλι σκυφτό, λες και του περιέγραφαν πράγματα, για τα οποία δεν είχε ιδέα καμιά. Συνήθως σιωπούσε λοιπόν, και αποτραβιόταν στις σκέψεις του, κι έτσι οι πάντες τον είχαν περάσει για χαρακτήρα λιγομίλητο και βαρύ.
    Σαν πάταγε πόδι στο πλοίο του όμως, λες και ήταν άλλος άνθρωπος έδειχνε, άλλος ολότελα, με μνήμες ξέχωρες και πεθυμίες διαφορετικές απ’ τον στεριανό εαυτό του. Και ίσως να ’ ταν αλήθεια αυτό, καθώς όταν ο άνθρωπος αλλάζει περιβάλλον και ιδιότητα, αλλάζει συνάμα και τον τρόπο που σχετίζεται με τους άλλους, καθώς και τον τρόπο που φέρεται.  Δε μεταμορφώνεται πλήρως φυσικά, μα παραλλάσσεται τόσο, που γίνεται σχεδόν αναγνώριστος.
    Ο καπτάν-Αντώνης το γνώριζε τούτο καλά, γιατί το’χε δει να συμβαίνει στην πράξη, κάθε φορά που ξεμπάρκαρε. Όσο έπλεε, ήτανε άρχοντας, μα μόλις το βαπόρι έριχνε άγκυρα, έβγαινε απρόθυμα και πήγαινε σπίτι του να κρυφτεί, λες κι ήταν φυγάς. Έπασχε φαίνεται, απ’ αυτό που αποκαλούν οι ναυτικοί λαμαρινίαση. Έναν απροσδιόριστο φόβο να περιπλανηθεί στη στεριά και μια τάση να καταφύγει σε κάποιο ανήλιαγο δώμα. Να ταμπουρωθεί πίσω από τοίχους, και να κρυφοκοιτάζει έξω απ’ το παραθύρι, σα να γυρεύει κάποια στεριά αλαργινή απ’ τα ρέλια του πλοίου. Μέχρι που περνούσαν οι μέρες, και η επιθυμία του να τριγυρίσει στους δρόμους, υπερνικούσε το φόβο του και τον ανάγκαζε να ξεπορτίσει.    
    Η θάλασσα μπορεί να’ναι αχανής, βλέπετε, μα το κάθε πλεούμενο είναι μετρημένο, κι εκείνος ήξερε απ’ έξω τις διαστάσεις του πλοίου που κυβερνούσε. Είχε μετρήσει φορές αμέτρητες, πόσα βήματα είναι απ’ την πρύμνη στην πλώρη, απ’ το μαγειρείο στην καμπίνα του, κι απ’ τη γέφυρα ως το κατάστρωμα. Κάθε σπιθαμή γνώριζε και μπορούσε να βρίσκει τα πάντα με μάτια κλειστά, κι εκτός αυτού, ήξερε και πού θα συναντήσει τους άλλους ανά πάσα στιγμή. Γιατί στο πλοίο, ο καθένας βρίσκεται πάντα στο πόστο του, κάνοντας πάντοτε μια συγκεκριμένη δουλειά. Στη στεριά όμως, βάδιζε σ’ένα αχαρτογράφητο άγνωστο, κι ήθελε ν’ αποφεύγει τις φουρτούνες πάση θυσία. Γιατί η στεριά είναι απέραντη και δε μπορείς να γνωρίζεις τι σόι άνθρωπο θα σπρώξει ο άνεμος πάνω σου.
    Μόλις έβγαινε απ’ το καράβι, όλα τον ξένιζαν. Ακόμη και με τον καιρό τα’χε, επειδή τον ένιωθε στη στεριά πιο προβλέψιμο. Τις πρώτες μέρες, τις μέρες της εθελούσιας κάθειρξης, συνήθως ήταν μελαγχολικός και αναθυμόταν τα παιδικά του τα χρόνια. Καθόταν μονάχος, μ’ έναν μπουκάλι Αρμένικο κονιάκ για συντροφιά, και ξεφύλλιζε παλιές φωτογραφίες. Κυρίως ο πατέρας του στριφογύριζε στο μυαλό του, επειδή σαν τσαγκάρης που ήτανε, πέρασε μια ζωή καρφωμένος σ’ ένα σκαμνί, να κοιτάζει των παπουτσιών τις σόλες λες και ήταν ο κόσμος ολάκερος.
     Ίσως επειδή δε ζήλευε τη ζωή του πατέρα του, να’θελε να ταξιδέψει από μικρός ο καπτάν-Αντώνης. Ίσως γι’ αυτό να γύρευε διαρκώς απλωσιά γύρω του, κι ήθελε να μπορεί να ξεμακραίνει η ματιά του. Κι έτσι, διάβηκε στις θάλασσες για να βυθίσει το βλέμμα του στου πελάγου την απεραντοσύνη. Εκείνο που δεν λογάριαζε όμως, ήταν πως θα του φράζαν τον δρόμο οι λαμαρίνες των πλοίων. Τουλάχιστον, έβγαλε πιότερα χρήματα απ’ τον πατέρα του, τούτο μπορούσε αρχικά να το λέει με εγκαύχηση, μα μετά από λίγο, το’νιωσε καλά στο πετσί του, πως το χρήμα δεν αναπληροί της ζωής του τα ελλείποντα·’κείνα που στεριανοί θεωρούν δεδομένα.

***

    Σαν ήταν νέος ο καπτάν-Αντώνης, ένιωθε λαχτάρα κάθε που πλησίαζε ο καιρός να σαλπάρει, μα πλέον έχει απαλλαχθεί απ’ το βάρος της προσμονής αυτής, και τη στιγμή του απόπλου, νιώθει έναν οξύ πόνο στο στήθος και θλίψη μεγάλη. Περνώντας τα χρόνια, άρχισε να προσδοκά την επιστροφή στη στεριά και να μετρά τις μέρες που περνούσε στο πλοίο, σαν φυλακισμένος που αναμένει να λάβει χάρη για να λευθερωθεί. Πλέον όμως, δεν τον συγκινεί τίποτα. Όπου κι αν σταθεί, νιώθει αρρίζωτος, κι έχει γλιτώσει απ’το μαράζι της νοσταλγίας. Θάλασσα ή στεριά, το ίδιο του κάνει και πια πορεύεται χωρίς προσδοκίες ή τάσεις φυγής. Γέμισε με τα χρόνια τ’ αυτιά του κερί, έγινε απρόσβλητος στων σειρήνων το κάλεσμα, και μπορεί να προσπερνά κάθε σκόπελο, κρατώντας σφιχτά το πηδάλιο κι ακολουθώντας αυστηρά την πορεία που ανοίχτηκε εμπρός του.
    Κι όταν, καμιά φορά, θλίβεται για τη ζωή που’χει διαλέξει, θυμάται τον πατέρα του να μπαλώνει παπούτσια, με μια λευκή ποδιά κρεμασμένη στο λαιμό, παπουτσόκαρφα στις χούφτες του, κι ένα γάντζο για το καλαπόδι στου παντελονιού του την τσέπη. Μόνο τις Δευτέρες καθόταν ολάκερη τη μέρα στο σπίτι ο πατέρας του, μα ακόμη και τότε, την τσαγκαροδευτέρα, αντί να ξεκουραστεί, επιδιόρθωνε τα υποδήματα της φαμελιάς του. Καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι στην κουζίνα, δίπλα στη γυναίκα του που μαγείρευε, την κυρά Λενιώ, και δούλευε αμίλητος. Τις Δευτέρες λοιπόν, αντί να μοσχοβολήσει το σπίτι του καπτάν-Αντώνη απ’ το φαΐ της Λενιώς, γέμιζε απ’ τις μυρωδιές της κόλλας, του δέρματος και του κεριού, με το οποίο κέρωνε τους σπάγκους ο πατέρας του.
   «Όλα τα παπούτσια του ντουνιά, απ’ τα χέρια του μπαλωματή περνάνε, μα του τσαγκάρη τα παιδιά, ξυπόλυτα γυρνάνε», του ’λεγε ο πατέρας του κάθε φορά που του επιδιόρθωνε τα παπούτσια και του τα’δινε χιλιομπαλωμένα. Ο πατέρας του, που πάντα κοιτούσε πρώτα στα παπούτσια όποιον άνθρωπο γνώριζε. Κοντόφθαλμος και χαμηλόθωρος, μέχρι τέλους.
     Ο καπτάν-Αντώνης αντίθετα, κοιτούσε πάντα ψηλά. Το απαιτούσε η δουλειά του κατά κάποιο τρόπο, για να καθορίζει τη θέση του απ’ τ’ άστρα και να προβλέπει τον καιρό. Είχε αποκτήσει λοιπόν, ένα πρόσωπο ξερακιανό, ηλιοκαμένο και σκισμένο απ’ τον άνεμο και την αλμύρα. Οι περισσότεροι νόμιζαν πως είχε και βαρηκοΐα, γιατί συνέχεια παράκουγε κι έπρεπε να επαναλαμβάνουν δυνατότερα όσα του ’λεγαν. Εκείνος ήταν σίγουρος όμως πως άκουγε τέλεια, αλλά τον ενοχλούσε ένα βουητό που ’φτανε στ’ αυτιά του από παντού. Μια βοή που θύμιζε θύελλα και τριξίματα από μυριάδων πλοίων σκαριά, ανακατεμένα με κρωξίματα γλαρόπουλων και μουρμουρητά ναυτικών μεθυσμένων.
   Λίγο προτού ενηλικιωθεί, ο πατέρας του προσέλαβε στο τσαγκαράδικο έναν βοηθό. Έναν κοντό και παχουλό νέο, με μελιά διαπεραστικά μάτια και δυο πεταχτά αυτιά γεμάτα τρίχες, τις οποίες ψαλίδιζε τακτικά γιατί τον ’κάναν να ντρέπεται. Ευκίνητος και ακαταπόνητος ήταν -παρά τα παραπανίσια κιλά του-, κι αν όχι αθόρυβος, τουλάχιστον σβέλτος κι αεροκίνητος. Αυτός ο χαμάλης, στραβοκοιτούσε τον καπτάν-Αντώνη γιατί τον λογάριαζε γι’ αντίζηλο. Μέχρι που μια μέρα, ο καπτάν-Αντώνης τον έστησε στον τοίχο και του ’πε: «Τι θες πανάθεμά σε; Το τσαγκαράδικο θες; Χαλάλι σου!», και μερικούς μήνες αργότερα, έβγαλε το ναυτικό του δελτίο κι έφυγε στα καράβια.
    Κάθε φορά που πλησιάζουν οι μέρες για να σαλπάρει, αρχίζει να φτιάχνει βαλίτσες και ν’ αγοράζει εφόδια. Ψωνίζει ξυραφάκια, αφρό ξυρίσματος, κερί για τα μαλλιά του, κι άλλα αναλώσιμα σε ποσότητες ικανές να του βαστάξουν για μήνες. Την τελευταία μέρα, παραμονή του απόπλου, πηγαίνει σ’ ένα τσαγκαράδικο κι παίρνει πάτους για τα παπούτσια που θα φοράει στο πλοίο. Μπαίνει στο μαγαζί μ’ έναν αέρα απίστευτο, λες κι είναι αυτός ο ιδιοκτήτης, κι αφού ψωνίζει, αποχαιρετά τον τσαγκάρη τόσο εγκάρδια που τον αφήνει σύξυλο. Το βράδυ, προτού κοιμηθεί, βάζει όλα τα ψώνια στις βαλίτσες του και στο τέλος προσθέτει μερικά βιβλία του Σολωμού. Ύστερα μουρμουρίζει: «Το πρωί φεύγουμε Διονύσιε. Ενώ η άχραντη αυγή, θα μας λούζει με δροσιά», και πέφτει για ύπνο.   
   Διαβασμένο δεν τόνε λες τον καπτάν-Αντώνη. Από ποίηση, ειδικά, δε σκαμπάζει μία, μα έχει μεγάλη αδυναμία στον Σολωμό. Όταν είναι στο πλοίο και έχει μπουνάτσα, κάθεται στην καμπίνα του, επιλέγοντας την Σολωμόντεια λύση, όπως αποκαλεί τον χρόνο που αφιερώνει στον έναν και μοναδικό ποιητή που ’χει σ’ εκτίμηση. Μπορεί να μην καταλαβαίνει τίποτα απ’ όσα διαβάζει, μα επιμένει να μελετά τον Σολωμό με μανία, κυρίως επειδή παύει με τον τρόπο αυτό, να αισθάνεται άπατρις.
     Το καράβι είναι ένας τόπος κινούμενος, βλέπετε, δεν ανήκει πουθενά και θυμίζει πύργο της Βαβέλ. Ρουμάνοι, Ουκρανοί, Φιλιππινέζοι, Έλληνες, κάθε καρυδιάς καρύδι στεγάζει το πλοίο, και μπορεί να ζουν όλοι μαζί, μα κάθε ράτσα κλείνεται στα δικά της κι αποφεύγει τις άλλες όσο το δυνατόν περισσότερο. Κάθε φυλετική ομάδα, πασχίζει να διατηρήσει την καθαρότητά της και κάθε κουλτούρα αναγκάζεται ν’ αντιπαραβληθεί με τις υπόλοιπες, εστιάζοντας στις διαφορές. Τούτο κρύβει την πεποίθηση, πως οι άλλες ομάδες δεν είναι απλώς διαφορετικές, μα βρίσκονται χαμηλότερα στην φυλετική κλίμακα, καθώς η διαφορά υποδηλώνει κατωτερότητα. Θαρρείς και οι ποικίλες παραλλαγές του ανθρωπίνου είδους, δεν αποτελούν απλώς υφομοταξίες, αλλά ξέχωρα είδη.
     Ο καπτάν-Αντώνης όμως, ούτε το μανδύα της ράτσας δεν μπορεί να φορέσει στο πλοίο, καθώς είναι ο απλησίαστος κυβερνήτης, που στέκεται πάνω απ’ όλους και μόνος ολότελα. Πλέει σε θάλασσες ξένες, περιτριγυρισμένος από αλλοεθνείς, κάτω από ξένη σημαία, συνήθως Λιβεριανή, και αγκυροβολεί σε άγνωρους τόπους , με τους οποίους δεν τον συνδέει τίποτα απολύτως. Κι αν νιώσει ποτέ του την ανάγκη για επαφή, πηγαίνει στο μαγειρείο όπου συζητάνε τρώγοντας οι ναύτες και κάθεται δίπλα τους, μπας και πει καμιά κουβέντα και ξεχαστεί. Όταν τον βλέπουν οι άλλοι βουβαίνονται όμως, και κάθε συζήτηση κόβεται αμέσως. Κι αυτός, αφού μείνει για λίγο ν’ αφουγκραστεί τη σιωπή τους, συνήθως τους λέγει: «Άκρα του τάφου σιωπή!», κι ύστερα σηκώνεται και φεύγει για να κλειστεί στην καμπίνα του.
     Τουλάχιστον εκεί, θα διαβάσει τον Σολωμό του και θα αισθανθεί μέσα του Έλλην. Θα διαβάσει μέχρι να πονέσουν τα μάτια του, κι ύστερα θα πλαγιάσει, θα σφαλίσει τα βλέφαρά του και θα υψώσει με την φαντασία του ιστία, που θα τον ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο και τους χωμάτινους δρόμους του χωριού που μεγάλωσε. Θα επισκεφτεί το σχολειό του, το πατρικό του το σπίτι, τις αλάνες που’παιζε με τους συμμαθητές του όποτε έκαναν σκασιαρχείο. Κι αφού σεργιανίσει αρκετά στη στεριά μες τον ύπνο του, μόλις ξυπνήσει θα ’χει λαχταρήσει τη θάλασσα και θα πάει κατευθείαν στο κατάστρωμα για να την αγναντέψει. Ειδικά όταν ο καιρός βαραίνει για βροχή, του αρέσει να το κάνει αυτό με τις ώρες. Να κάθεται και να βλέπει τα μαύρα σύγνεφα να κατακλύζουν τον ουρανό και το χρώμα της θάλασσας να σκουραίνει.
Στη βοή της θάλασσας, στον αέναο αχό της, δεν μπορεί να βρει αρχή και τελειωμό, δεν υπάρχουν διακοπές στην ανάσα της. Το χτυποκάρδι της είναι συνεχές, κι ανελλιπές το κορμί της, όχι σαν τον δικό του το βίο που είναι χωρισμένος στα δυo. Αυτός είναι μισός στεριανός, μισός θαλασσινός, ποτέ του ακέραιος κι ολόκληρος. Πορεύεται κομμένος στη μέση, ακολουθώντας τη Σολομώντεια λύση του, αποδιωγμένος απ’ όλα, αναγκασμένος να ζει στη μεθόριο δυο κόσμων και να κατοικεί στο μεταίχμιο.  
    Όσο ζει στη στεριά, η θάλασσα στοιχειώνει τον ύπνο του, και κάθε τόσο την επισκέπτεται απρόθυμα, λες και δε μπορεί να πράξει αλλιώς. Σηκώνεται τα χαράματα, παίρνει ένα μπρίκι μεγάλο σαν κατσαρόλα, το γεμίζει νερό ως τα πάνω και φτιάχνει ελληνικό καφέ για όλη τη μέρα. Γεμίζει πέντε φλιτζάνια με καφέ και πηγαίνει και τ' αποθέτει στο τραπεζάκι του καθιστικού του. Εκεί κάθεται και τα πίνει ένα-ένα, μέχρι τ’ απόγευμα. Το πρώτο ζεστό κι αχνιστό, το δεύτερο χλιαρό και τα υπόλοιπα κρύα. Κι όταν νιώσει έτοιμος πια, βγαίνει απ’ το σπίτι και βαδίζει ατάραχος μέχρι να φτάσει στην εγγύτερη ακτή. Εκεί στέκεται κι ατενίζει το πέλαγος έμπλεος μελαγχολίας, φορώντας το προσποιητό χαμόγελο του θαλασσοπόρου ταξιδευτή και σιγομουρμουρίζει μονάχος.
     Απέραντη, απύθμενη, κυματίζουσα κι αστραφτερή σαν τσαλακωμένος καθρέφτης, απλώνεται η θάλασσα εμπρός του. Κι όσο την αγναντεύει, πετάνε σαν γλαροπούλια οι σκέψεις του, κι αλλάζει κάθε λίγο το ύφος και η διάθεσή του, όπως αλλάζει το χρώμα και η όψη της θάλασσας. Κι άμα δυναμώσει ο άνεμος, κι έρθει ορμητικός απ’ τα βάθη του ορίζοντα, υψώνονται κύματα σαν αφρισμένα σύγνεφα και χιμάνε στα βράχια, κάτω απ’ τα πόδια του. Κι όπως τσακίζουν τα νερά τους στην πέτρα, υψώνουν νέφη δροσιάς που τον ραίνουν στο πρόσωπο. Εκείνος στέκει ατάραχος τότε, λουσμένος αλμύρα, και ψιθυρίζει στη θάλασσα: «Δικός σου, δικό σου είμαι. Έλα και πάρε με. Δεν υπάρχει γλιτωμός από σένα».

                                                              ~   Τέλος  ~

Βιογραφικό σημείωμα

     Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλοκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κέφαλος, εξωτερικός συνεργάτης του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
     Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Κέφαλος, Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
      Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
      Το Διήγημά του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
     Το 2020, κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιό του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.
    Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιό του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.

Τα βραβευμένα έργα του Διαγωνισμού Λογοτεχνίας

     Το διήγημά του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε από την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημά του WWW.Dialogos.gr.
     Το 2018, απέσπασε για το διήγημά του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό πρωτότυπου Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του.
    Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;