Το τέλος της παπαγαλίας -ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Το τέλος της παπαγαλίας -ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Ένας κόλαφος είναι η παπαγαλία για κάθε άνθρωπο που έχει περάσει από τα θρανία. Μια πληγή που σκοτώνει το ενδιαφέρον για τη μάθηση. Κι όσο μεγαλώνεις τόσο ορθώνεται μπροστά σου το δίλημμα. Αποστήθιση κι επιτυχία ή κριτική σκέψη και αποτυχία; Σ' αυτό το ερώτημα κλήθηκε ν’ απαντήσει ο ήρωάς μας, Σπύρος Ευγενίδης, πριν από τις εξετάσεις ενός μεταπτυχιακού. Θα δούμε ποιο δρόμο ακολούθησε στο διήγημα του Όμηρου Ξενίδη «Το τέλος της παπαγαλίας»!

Το τέλος της παπαγαλίας –ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

      Το καλοκαίρι του '96 μετά από δέκα χρόνια αποχής από τα δρώμενα του Πανεπιστημίου, ο Σπύρος Ευγενίδης είχε αποφασίσει να δώσει εξετάσεις σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα με τίτλο «Θεωρία του κινηματογράφου». Ήταν το μοναδικό μεταπτυχιακό σε ελληνικό Πανεπιστήμιο που είχε σχέση με τον κινηματογράφο για αυτό και τον ενδιέφερε. Είχε «τρέλα» με το σινεμά αλλά δεν είχε λεφτά για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Για κάποιον που είχε μεγαλώσει στην Αλεξανδρούπολη, είχε σπουδάσει στα Γιάννενα και τώρα ζούσε στην Κέρκυρα, η Κρήτη, όπου γινόταν το μεταπτυχιακό, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως «εξωτερικό». Όχι όμως για τον Σπύρο που λάτρευε τις αλλαγές και τις μετακομίσεις. Οι σπουδές αυτές ήταν μία πρόκληση και μία μοναδική ευκαιρία να ασχοληθεί με κάτι που τον ενδιέφερε πραγματικά.
     Όταν τηλεφώνησε αρχές Ιουνίου στη γραμματεία της σχολής στο Ρέθυμνο για να μάθει λεπτομέρειες, έμεινε έκπληκτος με τα λεγόμενα της γραμματέως. Ήταν η δεύτερη χρονιά που θα γινόταν το μεταπτυχιακό αυτό πρόγραμμα στο οποίο φοιτούσαν όλο κι όλο δύο μεταπτυχιακοί φοιτητές. Αν ήθελε πληροφορίες για τα μαθήματα μπορούσε να τους τηλεφωνήσει, θα του έδινε τα τηλέφωνά τους. Επίσης, του ανέφερε την ημερομηνία των εξετάσεων στα τέλη Αυγούστου και πως θα έπρεπε να υποβάλει «αυτοπροσώπως» την αίτηση και τα διάφορα δικαιολογητικά. Η γραμματέας τόνισε ότι θα έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει την καταληκτική ημερομηνία. Όταν της είπε ότι βρισκόταν ήδη στο Ρέθυμνο και θα περνούσε την επομένη μέρα να καταθέσει όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, εκείνη τα έχασε λίγο κι άρχισε να παραληρεί.
    «Και να ξέρετε ότι η ύλη των εξετάσεων είναι σε ξενόγλωσσα βιβλία, κυρίως αγγλικά και γαλλικά. Αν δεν έχετε την ευχέρεια σε αυτές τις γλώσσες… Ίσως δεν προλαβαίνετε να προετοιμαστείτε… Και επίσης, οι υποψήφιοι είναι πολλοί για τις δύο θέσεις οπότε θα πρέπει να ανταγωνιστείτε με αυτούς…». Η γραμματέας έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποθαρρύνει. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο ο Σπύρος είχε περισσότερες απορίες απ’ ότι πριν πάρει. Αυτή η γραμματέας τού είχε κλονίσει κάπως την αυτοπεποίθησή του. Η αίσθηση ότι είναι «ακατάλληλος» για το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό, άρχισε να απλώνεται μέσα του. Κι αν είχε δίκιο η γραμματέας κι ήθελε να τον προφυλάξει από μια αποτυχία; Στο μυαλό του άρχισαν να στριφογυρίζουν ιδέες όπως ανεπαρκής προετοιμασία, πολλοί υποψήφιοι, δύσκολα θέματα και άλλα παρόμοια που τον οδηγούσαν όλα στην ίδια απόφαση: Να τα παρατήσει, να μην δώσει εξετάσεις, να φύγει. Μα πώς είχαν ανατραπεί όλα τα σχέδιά του από τα λεγόμενα μιας γραμματέως; Και που ήξερε αυτή από εξετάσεις; Κι αν όντως ήξερε κάτι παραπάνω; Ο Σπύρος είχε μπερδευτεί και τώρα προσπαθούσε να διώξει τις αρνητικές σκέψεις για να δει τις επόμενες κινήσεις του. Θα τηλεφωνούσε πρώτα στους δύο δευτεροετείς μεταπτυχιακούς για να μάθει λεπτομέρειες για τις εξετάσεις αλλά και για αυτήν την περίεργη γραμματέα. Έτσι πήρε τον πρώτο αριθμό μα δεν απάντησε κανείς. Κάλεσε τον δεύτερο αριθμό και μετά από τρία χτυπήματα το σήκωσε μια κοπέλα. Την συμπάθησε από τη φωνή της και άρχισε να της εξηγεί τι και πως. Η Ισιδώρα, αυτό ήταν το όνομά της, εντελώς αντίθετα με την γραμματέα, ήταν πολύ «ενθαρρυντική» σε όλα. Ανάμεσα στα πολλά του είπε ότι το πρόγραμμα ήταν καινούργιο και κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν. Οι διδάσκοντες, ένας καθηγητής και δύο καθηγήτριες, συναντιόταν με τους δύο φοιτητές μία φορά την εβδομάδα, βλέπανε όλοι μαζί μια ταινία και έπειτα συζητούσανε για αυτήν. Μα αυτό ήταν μεταπτυχιακές σπουδές στον κινηματογράφο; Για τον Σπύρο αυτό αποτελούσε αναπόσπαστο «κομμάτι της ζωής του» από τότε που ήταν μαθητής του Γυμνασίου και παρακολουθούσε τις προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Αλεξανδρούπολης. Έπρεπε να έχεις μεταπτυχιακό δίπλωμα για να σχολιάζεις μια ταινία; Οι σκέψεις αυτές του προκάλεσαν σύγχυση και απογοήτευση. Τώρα η Ισιδώρα του ’λεγε για κάποια θέματα sos. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να βγάλει σε φωτοτυπίες δύο από τα τρία βασικά βιβλία και να του τα στείλει στην Κρήτη. Το ένα 480 σελίδες, το άλλο 600 σελίδες και τα δύο «Ιστορίες του παγκόσμιου κινηματογράφου» στα αγγλικά. Το τρίτο επίσης πολυσέλιδο με 700 σελίδες, το είχε αγοράσει από την Αθήνα και είχε ήδη ξεκινήσει να το μελετά. Όση ώρα κουβεντιάζανε, οι μεταπτυχιακές σπουδές στον κινηματογράφο ολοένα κι έχαναν την «λάμψη» τους. Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο, τα όνειρα του Σπύρου είχαν εξατμιστεί. Στην εσωτερική του οθόνη εμφανίστηκαν οι τίτλοι τέλους. Η κοπέλα του είχε τονίσει ότι οι εξεταστές - καθηγητές θέλανε «σκέτη παπαγαλία» στις απαντήσεις των θεμάτων. Αυτό με την «παπαγαλία» ξεπερνούσε την ανεκτικότητα του Σπύρου που είχε «ξενερώσει» και με το περιεχόμενο του μεταπτυχιακού. Ο Σπύρος μετά τις Πανελλήνιες είχε δώσει όρκο να μην ξαναμάθει τίποτα σαν παπαγάλος και τώρα αυτοί εδώ του ζητούσαν να αποστηθίσει 1400 σελίδες; Και τι σελίδες; Την ιστορία του κινηματογράφου! Αυτό ήταν το ζητούμενο; Να ξέρεις ποιος και πότε γύρισε μια ταινία και το περιεχόμενό της; Τι νόημα έχει αν δεν έχεις δει την ταινία; Αν δεν την έχεις «βιώσει»; Να μιλάς μόνο για τα τεχνικά θέματα της ταινίας και να μην εξετάζεις γιατί έκλαψες βλέποντάς την; Ο Σπύρος είχε θυμώσει. Όχι δεν θα «άφηνε» τον κινηματογράφο στα χέρια των γραφιάδων.
     Τις επόμενες μέρες ο Σπύρος τακτοποίησε τις εκκρεμότητές του με τη γραμματεία όπου και απέφυγε κάθε παραπανίσια κουβέντα με την γραμματέα. Τις 15 μέρες που απέμεναν μέχρι τις εξετάσεις, μελέτησε την ύλη χωρίς να αγχωθεί και χωρίς να μάθει παπαγαλία ούτε μια πρόταση. Την μέρα των εξετάσεων, ο Σπύρος ξύπνησε ευδιάθετος και ετοιμάστηκε χωρίς άγχος. Το Πανεπιστήμιο ήταν έρημο. Ποιος θα πήγαινε 24 Αυγούστου; Όταν βρήκε το γραφείο, που είχε οριστεί για δώσει την προφορική εξέταση, παραξενεύτηκε. Ήταν μόνος. Διάβασε το όνομά του και ένα ακόμη σε ένα χαρτί που ήταν κολλημένο στην πόρτα του γραφείου. Κοίταξε το ρολόι του και χτύπησε την πόρτα. Τον υποδέχτηκαν δύο νέες καθηγήτριες και ένας μεσήλικας καθηγητής σε ένα άχαρο γραφείο που θύμιζε ΙΚΑ κι όχι Πανεπιστήμιο. Ευθύς εξαρχής του φάνηκαν «ξινοί» και «ψυχροί», μάλλον επειδή είχαν αφήσει τις διακοπές τους για να έρθουν. Οι ερωτήσεις γνωριμίας, λες και είχαν κάποια σημασία, δεν του άρεσαν καθόλου.
    «Όπως προκύπτει από το βιογραφικό σας κ. Ευγενίδη, έχετε σπουδάσει Νομικές επιστήμες. Αυτές δεν έχουν καμία σχέση με το σινεμά. Γιατί λοιπόν επιλέξατε αυτό το μεταπτυχιακό;» ρώτησε ο καθηγητής και οι καθηγήτριες συμφώνησαν μαζί του. Έπρεπε λοιπόν να απολογηθεί γιατί του άρεσε ο κινηματογράφος.
    «Θεωρώ πως έχω κάθε δικαίωμα να δοκιμάσω. Η αγάπη μου για το σινεμά με οδήγησε εδώ», απάντησε κοφτά ο Σπύρος, που δεν θα έβαζε νερό στο κρασί του. Η απάντηση του δεν άρεσε όπως και το ύφος του. Και οι τρεις μουρμούρισαν κάτι στο στυλ «ναι αλλά …», φάνηκαν αρνητικοί κι αποφάσισαν να προχωρήσουν στην «τυπική» εξέταση. Ο καθηγητής αράδιασε μπροστά του τα τρία βιβλία – θηρία στην αγγλική γλώσσα, ένα σύνολο 1800 σελίδων. Μόνο που τα έβλεπες τρόμαζες αλλά ο Σπύρος ήταν συνηθισμένος από τα βιβλία – θηρία της Νομικής οπότε παρέμεινε ατάραχος.
     «Με την προφορική εξέταση που θα ακολουθήσει κ. Ευγενίδη, θα κριθεί εν μέρει η καταλληλότητά σας για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Ακόμη κι αν επιτύχετε τώρα, θα πρέπει να πιάσετε τουλάχιστον τη βάση στην γραπτή εξέταση που ακολουθεί». Ο καθηγητής είχε το ύφος ιατροδικαστή.
     «Λοιπόν, ξεκινάμε… έχετε διαβάσει αυτά τα τρία βασικότατα εγχειρίδια;» .Λες κι αυτό ήταν το ζητούμενο. Ο Σπύρος απάντησε με ένα ξερό «ναι» που έδειχνε σιγουριά. Αυτό δεν άρεσε στους εξεταστές οι οποίοι συσκέφτηκαν για λίγο κουνώντας τα κεφάλια τους και ψιθυρίζοντας. Στο τέλος, μία καθηγήτρια έγραψε κάτι σε ένα χαρτί, το έδειξε στον καθηγητή κι αυτός είπε «ναι αυτό». Μετά του έδωσε το χαρτί και του ζήτησε να διαβάσει το παρακάτω θέμα. «Ποιες διαφορές και ποιες ομοιότητες μπορείς να επισημάνεις ανάμεσα στον νεορεαλισμό του ιταλικού κινηματογράφου και τον σουρεαλισμό του γαλλικού. Να αναφέρεις συγκεκριμένες ταινίες ως παραδείγματα».
    «Καταλάβατε το θέμα κ. Ευγενίδη;» Ο Σπύρος απάντησε καταφατικά. «Έχετε πέντε λεπτά να προετοιμαστείτε».
    «Μπορώ να συμβουλευτώ τα βιβλία;»
     «Φυσικά και όχι!» Οι καθηγητές φάνηκαν να δυσανασχετούν. Ο Σπύρος σκέφτηκε λίγο κι άρχισε να εκθέτει την απάντησή του. Στα δύο λεπτά ο καθηγητής τον διέκοψε και ζήτησε επί λέξει να πει «κάτι άλλο…». Ο Σπύρος δεν καταλάβαινε τι ήθελε να ακούσει. Τότε η μία από τις δύο καθηγήτριες πλησίασε τον καθηγητή και του είπε κάτι στο αυτί.
    «Εντάξει… ας γίνει έτσι… συνεχίστε κ. Ευγενίδη». Ο Σπύρος είχε χάσει τον ειρμό του και αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Καθώς κοίταξε τους εξεταστές του κατάλαβε από τις γκριμάτσες τους ότι η απάντησή του δεν είχε αρέσει. Στα πέντε λεπτά που μιλούσε τον σταμάτησε απότομα μία από τις καθηγήτριες.
    «Εντάξει κ. Ευγενίδη μας απαντήσατε σε αυτό το θέμα… Τώρα θα ήθελα να κάνω μια πιο προσωπική ερώτηση. Λοιπόν… ποια θεωρείτε την αγαπημένη σας ταινία και γιατί; Σας ακούμε…»
     Ο Σπύρος σκέφτηκε λίγο και ξεκίνησε να μιλάει για την ταινία «Ο πολίτης Καίην» του Orson Welles. Μόλις άρχισε να αναλύει κάποια σκηνή από την ταινία, ο καθηγητής τον σταμάτησε λέγοντας: «Ευχαριστούμε κ Ευγενίδη, η προφορική εξέταση τελείωσε… σε μία ώρα θα εξεταστείτε γραπτά μαζί με τους άλλους υποψηφίους…»
     Ο Σπύρος βγήκε από το γραφείο χωρίς να έχει καταλάβει αν πέρασε ή όχι την προφορική εξέταση. Στον διάδρομο τον περίμενε η μία και μοναδική συνυποψήφιά του που μόλις τον είδε έτρεξε καταπάνω του.
     «Πώς πήγε; Τι σε ρώτησαν; Ήταν δύσκολα;» Η νεαρή κοπέλα ήταν πολύ αγχωμένη για να ακούσει τις απαντήσεις του Σπύρου. Από το γραφείο μέσα ακούστηκε η φωνή του καθηγητή. Η κοπέλα μπήκε βιαστικά. Ο Σπύρος δεν είχε ακόμη συνέλθει. Τι είδους εξέταση ήταν αυτή; Ήταν δυνατόν; Πώς θα τον έκριναν; Μέσα του έβραζε από θυμό, του ερχόταν να ορμήσει μέσα στο γραφείο και να τους τα πει χύμα και σταράτα. Προτίμησε να βγει από το κτήριο και να περπατήσει λίγο. Στην πρώτη καφετέρια που βρήκε, κάθισε να πιει έναν καφέ και να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη. Κάπνισε απανωτά δύο τσιγάρα και αναλογίστηκε όλη τη ζωή του με έναν και μοναδικό γνώμονα, την ελεύθερη έκφραση. Στο πέμπτο τσιγάρο κι αφού είχε πιει τον καφέ του, κατέληξε ότι αρκετά είχε καταπιεστεί. Θα τα παρατούσε τώρα αμέσως. Δεν θα έδινε τις γραπτές εξετάσεις και θα το απόγευμα θα έφευγε από την Κρήτη. Στην έξοδο της καφετέριας συνάντησε την μία από τις δύο καθηγήτριες.
    «Αα… εδώ είστε; Σας έψαχνα παντού… καλά που σας βρήκα… πηγαίνετε για να ξεκινήσει η γραπτή εξέταση, εγώ θα πάρω τους καφέδες και θα έρθω…» Ο Σπύρος δεν βρήκε το θάρρος να της πει την αλήθεια. Εκείνη τον κοίταξε με συμπάθεια. «Κατάλαβα…» είπε, «δεν ξέρετε πού είναι η αίθουσα… περιμένετε τότε να πάρω τους καφέδες και θα πάμε μαζί».
     Μετά από λίγα λεπτά, ο Σπύρος ακολουθούσε την καθηγήτρια σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου ήταν οι καθηγητές και η άλλη συνυποψήφια. Φαινόταν πολύ χαρούμενη γιατί είχε εξασφαλίσει σίγουρα τη μία από τις δύο θέσεις αφού οι υποψήφιοι ήταν μόνο δύο. Το θέμα των εξετάσεων ήταν ο γερμανικός εξπρεσιονισμός στον κινηματογράφο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και το πόσο επηρέασε το αμερικανικό φιλμ νουάρ. Ο Σπύρος χωρίς κανένα δισταγμό άρχισε να γράφει την δική του άποψη για το θέμα και σε μία ώρα περίπου παρέδωσε το γραπτό του. Όταν ακουμπούσε το «χαρτί» μπροστά στους καθηγητές, μέσα του τους αποχαιρετούσε για πάντα. Το ίδιο βράδυ ταξίδευε με το καράβι για Πειραιά.
    Μετά από 15 μέρες ο Σπύρος άνοιγε έναν φάκελο με αποστολέα την γραμματεία της Φιλοσοφικής σχολής. Ήταν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Είχα πάρει «10 άριστα» στην προφορική και «9,5 άριστα» στην γραπτή εξέταση. Του έδιναν συγχαρητήρια για την επιτυχία του και του υπενθύμιζαν την εγγραφή του. Ο Σπύρος ένιωσε δικαιωμένος. Τα είχε καταφέρει να περάσει λέγοντας και γράφοντας την άποψή του, την δική του γνώμη. Όταν τηλεφώνησε στην γραμματέα για να της πει ότι δεν θα παρακολουθούσε το μεταπτυχιακό, εκείνη άρχισε τα γιατί και τα πώς. Όμως ο Σπύρος δεν την άκουγε, γιατί μέσα στα αυτιά του μιλούσαν δεκάδες φωνές μαζί. Έλεγαν όλες το ίδιο πράγμα: Ο παπαγάλος πέθανε. Ζήτω η φωνή σου!

Βιογραφικό σημείωμα

Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr