Πρωτοχρονιά στην κατοχή-ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (διασκευή)

Πρωτοχρονιά στην κατοχή-ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (διασκευή)

Αφού υποδεχτούμε τη νέα χρονιά, θα δούμε ένα κείμενο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Το αλίευσα από Αναγνωστικό της Τρίτης Δημοτικού του 1961, που γράφτηκε για τα Ελληνόπουλα που ζούσαν στις ανατολικές χώρες. Στο εξώφυλλο αναγράφεται "Βουκουρέστι 1961". Τίτλος διηγήματος; "Πρωτοχρονιά στην κατοχή"...

Πρωτοχρονιά στην κατοχή-ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (διασκευή) 

  Στην απέραντη σάλα με τους πολυέλαιους και τις κολόνες, το πρωτοχρονιάτικο δέντρο στεκότανε φορτωμένο χιόνια και δώρα. Το δέντρο ήταν ένα αληθινό έλατο. Η κορφή του άγγιζε το μεσιανό πολυέλαιο, κ’ ήταν ολόκληρο φως και λάμψη. Τα κεράκια του άναβαν όλα κι από τα κλωνιά του κρέμονταν αστράκια, αγγελάκια, κουτιά με μεταξωτούς φιόγκους, μπάλες ασημένιες και χρυσές κι από κάτω ήταν απλωμένα τα παιχνίδια και χρυσόδετα βιβλία με πολύχρωμες ζωγραφιές.

  Μονάχα πού γύρω από το θαυμαστό αυτό δέντρο δεν υπήρχαν παιδιά να χοροπηδούν χαρούμενα. 0 μικρός Ντόλη, που για χατίρι του είχε στολιστεί, ήταν μονάκριβος. Κι όσο για φίλους, οι τρεις -τέσσερις που είχε, γιόρταζαν κι αυτοί με τα δικά τους δέντρα. Έτσι ο Ντόλη ήταν ολομόναχος να το κοιτάζει, χωμένος στη βαθιά πολυθρόνα του.

      -Τι πολλά παιχνίδια!
  Μόνο από τη Γερμανία έφτασε σήμερα μια γεμάτη κάσα, σταλμένη από τη γιαγιά του. Αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τραίνα, κότερα, θέατρο με φασουλήδες κι ένα πάρκο μ’ όλα τα ζώα του λόγκου. 

  Απέναντι από το σπίτι του Ντόλη είναι μια μεγάλη μάντρα, όπου έρχονται και παίζουν όλη μέρα ένα πλήθος παιδιά. Αν ήταν δυνατό όλα αυτά τα παιδιά να ’ρθούν σήμερα εδώ, ο Ντόλη θα ’μενε ενθουσιασμένος.   Δε γίνεται όμως, γιατί είναι παιδιά του δρόμου. Ένα παιδί σαν αυτόν δε μπορεί να ’χει τέτοιους φίλους ! Η γκουβερνάντα του ποτέ δεν του είπε τίποτε ορισμένο εναντίον τους. Μονάχα που σαν τον προφτάσει να τα κοιτάζει από τα παράθυρα να παίζουν, του λέει αυστηρά:

-Ντόλη, φύγε από κει, σε παρακαλώ!

   Ο Ντόλη έχει σχηματίσει την ιδέα πως τα παιδιά της μάντρας είναι ένα μυστήριο γιομάτο φοβέρα. Προχτές η μαμά του την ώρα που τον πήγαινε περίπατο κι είδε τούς τοίχους του σπιτιού τους γεμάτους γραψίματα, φώναξε την υπηρέτρια και τη διάταξε να τους πλύνουν ώσπου να τα σβήσουν ολότελα. Κι ακόμα παράγγειλε στο θυρωρό να παραφυλάει τα βράδια να ξυλοκοπήσει τα βρομόπαιδα που γράφουν τέτοιες αηδίες! 

  -Γιατί μαμά; ρώτησε ο Ντόλη. Αυτά πού γράφουν δεν είναι κακά λόγια! Να, διάβασε κι εσύ τι λέει:

«Έξω από την πατρίδα μας οι καταχτητές!»

«Θέλουμε σχολειά και συσσίτια!»

Αλλά η μαμά του του είπε:

- Δεν ξέρεις εσύ τι τέρατα είναι αυτά!

 Κι άλλη μια μέρα οι δικοί του είπαν γι’ αυτά τα παιδιά στο τραπέζι κάτι φοβερό. Καθώς ψάχναν σ’ ένα ρέμα με σκουπίδια, βρήκαν μια χειροβομβίδα, κι όπως τη σκάλιζαν, έσκασε κι έβγαλε το μάτι ενός και σκότωσε ένα άλλο.

- Γιατί ψάχνανε στα σκουπίδια;

Ο Ντόλη ποτέ δε θα το φανταζότανε. Τι ’ναι, σκυλιά;

   Μα και πριν ένα μήνα η γριά τους η μαγείρισσα ανέβηκε κ’ είπε στη μητέρα του κλαίοντας πως ένα λυσσασμένο σκυλί δάγκασε το αγγονάκι της εκεί που έπαιζε στο δρόμο. Η  μητέρα του  του είχε πει τότε πως μπορούσε να στείλει στο άρρωστο παιδί κανένα από  τα παιχνίδια του, που δεν το ήθελε πια. Κι αυτός δέχτηκε, μα  δεν έστειλε. Το ξέχασε.     

  Όλες τούτες τις ιστορίες τις θυμάται χωμένος στην πολυθρόνα του ο Ντόλη. Κι εκεί αποκοιμήθηκε κι είδε ένα φοβερό όνειρο.

………………………………………………………

   Ακούστηκε ένας τρομερός κρότος. Σα να ’σπασαν μαζί όλα τα τζάμια του σπιτιού κι άνοιξε η πόρτα της σάλας διάπλατα κι όρμησαν μέσα, πατείς με - πατώ σε, χιλιάδες παιδιά τού δρόμου. Ξυπόλητα, κουρελίδικα, βρώμικα, αχτένιστα. Όλα τα παιδιά της μάντρας και τα λουστράκια με τα κασέλια τους.. Κι αυτά τα παιδιά, άλλα είχαν το ένα τους μάτι βγαλμένο, άλλα τα είχαν δαγκάσει λυσσασμένα σκυλιά κι όλα να μπαίνουν, να μπαίνουν! Ο Ντόλη μαζεμένος κουβάρι, πάσχιζε να φωνάξει τη μητέρα του. Μα η φωνή του δεν έβγαινε. Κι εκεί απάνω ένα παιδί μονόφθαλμο, με το ένα του μάτι μεγάλο καρφώνεται απάνω του, ένα δάχτυλο τεντωμένο τον δείχνει και μια φωνή φωνάζει:

 -Νάτον, αυτός που μας κλέβει!

  Τ’ άλλα παιδιά αγριεμένα τον τριγυρίζουν και φωνάζουν κι αυτά:
  -Ναι, αυτός είναι!  

—  Εμένα μου ’κλεψε τα παπούτσια μου και περπατώ ξυπόλυτος !

— Εμένα μου ’κλεψε το κομμάτι το ψωμί που έτρωγα!

— Εμένα μου ’κλεψε το πανωφόρι μου και τουρτουρίζω!

Και ξανά όλοι μαζί:

—Είσαι κλέφτης, κλέφτης, κλέφτης! Τρως το φαΐ μας και μεις ψάχνουμε στα σκουπίδια!

—  Το δέντρο, το  δέντρο ! ψιθύρισε ο Ντόλη τρομαγμένος. Πάρτε το! Σας το χαρίζω!

—  Χα! χα! χα! ξεκαρδίζονται τα παιδιά και το γέλιο τους πάγωνε την καρδιά του Ντόλη. Μας το χαρίζει, τον ακούτε; Χα! χα! χα!

—  Τι μας χαρίζεις; Το δέντρο που το ’κλεψες κι αυτό από το λόγκο, ή όλα όσα μας πήρες για να το στολίσεις;

—  Δες, βρίσκεις τίποτε δικό σου σε όλα αυτά πού κρέμονται στα κλαδιά του;

Κοίταξε.

Κι όλα τα παιδιά όρμησαν να γκρεμίσουν το δέντρο ·

Κείνη τη στιγμή ο Ντόλη έμπηξε μια φωνή και ξύπνησε. Η μαμά του είχε μπει μέσα μ’ ένα χιτλερικό αξιωματικό.

—  Γλιτώστε με, φώναξε ο Ντόλη, από τα παλιόπαιδα του δρόμου. Και διηγήθηκε το φοβερό όνειρο πού είδε.

Μα οι χιτλερικοί δεν είχαν ούτε δύναμη ούτε καιρό για τέτοια!

Γαλάτεια Καζαντζάκη (διασκευή)

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;