Μαθήματα ζωής-ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΣΤΑΜΟΥΛΗ

Μαθήματα ζωής-ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΣΤΑΜΟΥΛΗ

Με φόντο δυο πολέμους, έναν του κορωνοϊού κι έναν  στην Ουκρανία, δυο παιδικά ματάκια δακρύζουν και ζητούν απαντήσεις στη σοφία των λόγων του παππού... Όλα αυτά στο πολύ όμορφο διήγημα "Μαθήματα ζωής" της φιλόλογου από τον νομό Αιτωλοακαρνανίας Βικτωρίας Σταμούλη!

Μαθήματα ζωής-ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΣΤΑΜΟΥΛΗ

      Μια ακόμη Κυριακή και το δίδυμο των Αντώνηδων κατηφόριζε αργά αργά προς την πλατεία Κυψέλης. Πάνε τώρα δυο χρόνια, από τότε που ο μικρός έκλεισε τα πέντε, που ο παππούς του ερχόταν και τον έπαιρνε από το σπίτι κάθε Κυριακή πρωί. Ήταν η ρουτίνα τους, η σταθερή τους συνήθεια, είτε έβρεχε είτε είχε ήλιο ο παππούς κι ο εγγονός έκαναν μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν μεγάλος σε ηλικία ο παππούς Αντώνης, πατημένα ογδόντα πέντε, μα η κράση του ήταν γερή, έμοιαζε κι ένιωθε το πολύ εβδομηντάρης κι άντεχε να περπατά, ειδικά με τόσο καλή παρέα.
    Το μικρό χεράκι φώλιαζε με εμπιστοσύνη στο δουλεμένο χέρι, τα δαχτυλάκια μάθαιναν αριθμητική με μονάδα μέτρησης τους ρόζους στην παλάμη του παππού. Μα όσο τραχιά ήταν τα χέρια του μεγάλου Αντώνη τόσο τρυφερή ήταν η ψυχή του. Άνθρωπος του μόχθου ο παππούς, δούλεψε χρόνια πολλά στην οικοδομή, στην ιχθυόσκαλα, σε δουλειές του ποδαριού, για να μεγαλώσει τα παιδιά του. Τέσσερα παιδιά απέκτησε με την γυναίκα του, την μακαρίτισσα την Τασούλα, τρεις γιους και μια κόρη, το στερνοπούλι τους. Εκείνη στο σπίτι κι αυτός να δουλεύει νυχθημερόν να μην τους λείψει τίποτα. Και τίποτα δεν τους έλειψε και τα παιδιά σπούδασαν. Μα μεγάλωσαν κι αυτός μέσα στην δίνη του μεροκάματου ούτε που πρόλαβε να καταλάβει πότε, ούτε που τα χάρηκε. Κι έφυγαν τα μεγάλα στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά και διδακτορικά κι έμειναν εκεί και τα έβλεπε τα αγόρια του στην χάση και στην φέξη.
    Μόνο η κόρη του η μονάκριβη ζούσε στην Αθήνα κι αυτή του χάρισε το μοναδικό του εγγόνι, που είχε μάλιστα και το όνομά του. Θυμόταν την ημέρα που γεννήθηκε ο πιτσιρίκος, λίγους μήνες αφότου η γυναίκα του είχε πεθάνει, «τι κρίμα, δεν πρόφτασε να τον δει…». Η ψυχή του Αντώνη βούλιαζε στο σκοτάδι της κατάθλιψης και δεν είχε λόγο –νόμιζε- να ζει. Ώσπου γεννήθηκε ο μικρός και ξαναγεννήθηκε κι ο μεγάλος Αντώνης. Θυμόταν την πρώτη φορά που πήρε αγκαλιά το νεογέννητο στο μαιευτήριο. Ένιωσε να πλημμυρίζει αγάπη, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα κι υποσχέθηκε σιωπηρά στο εγγόνι του να του προσφέρει όσα στέρησε από τα παιδιά του άθελά του.
   Πήγαινε και κρατούσε το μωρό όσο η μητέρα του δούλευε, το τάιζε, το άλλαζε, του τραγουδούσε, του έλεγε παραμύθια…Κι όταν ο μικρός Αντώνης έγινε πέντε χρονών, ο παππούς ζήτησε από τους γονείς του να τον αφήνουν να τον πηγαίνει μια βόλτα κάθε Κυριακή. Δυο χρόνια τώρα οι δυο Αντώνηδες είχαν αλωνίσει το κέντρο της Αθήνας. Δυο χρόνια τώρα ο μικρός διατύπωνε τις πιο περίεργες απορίες στον παππού του. Γιατί ο παππούς ήταν ο μόνος που είχε υπομονή να του απαντά σε ό,τι κι αν τον ρωτούσε ο Αντωνάκης- πόσο τον αγαπούσε γι’ αυτόν τον λόγο! Έτσι όπως το μικρό του χεράκι φώλιαζε με εμπιστοσύνη στο τραχύ χέρι, έτσι ο μικρός εμπιστευόταν τις ανησυχίες του και τις απορίες του στον παππού. Και κάθε φορά που ρωτούσε κάτι τα μάτια του γέροντα άστραφταν από έκπληξη και καμάρι, κάθε φορά που απαντούσε ο παππούς η φωνή του γέμιζε σοφία και αγάπη. «Ω, ο παππούς μου είναι ο πιο καλός κι ο πιο σοφός του κόσμου! Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν έχουν ποτέ χρόνο να μου απαντήσουν.». Κι έτσι ο Αντωνάκης μάζευε απορίες και την Κυριακή τις ξεφούρνιζε με ομοβροντία ερωτήσεων κάθε είδους.
   Αυτή την Κυριακή ο παππούς έφτασε στην ώρα του, χτύπησε το κουδούνι κι η κόρη του η Ιωάννα κατέβασε τον μικρό στην είσοδο της πολυκατοικίας.
- Καλημέρα, μπαμπά!
- Καλημέρα, Ιωαννίτσα μου! Καλώς τον λεβέντη μου!
- Να προσέχετε, μπαμπά, στον δρόμο! Σας περιμένω για φαγητό, έχω το αγαπημένο σου, σουτζουκάκια με πιλάφι.
- Ω, Αντώνη, ακούς τι λέει η μαμά; Μας περιμένει τσιμπούσι μετά!
    Ο Αντώνης δεν απάντησε, δεν γέλασε, δεν αντέδρασε στο σχόλιο του παππού. Αυτή την Κυριακή το παιδί έμοιαζε σκεφτικό, περπατούσε αργά, κοιτάζοντας τα παπούτσια του, ήταν λιγομίλητο κι απαντούσε μονολεκτικά. Ο σοφός παππούς αντιλήφθηκε αμέσως την βαρυθυμία του μικρού και με την εμπειρία της ζωής παρέμενε κι εκείνος σιωπηλός, δίνοντας χρόνο στο παιδί να επεξεργαστεί στο μυαλό του τις σκέψεις του. Απλώς του κρατούσε το χέρι λίγο πιο σφιχτά αυτή την φορά, για να κάνει στον μικρό πιο αισθητή την παρουσία του, να του θυμίζει ότι ο παππούς είναι κοντά του κι έτοιμος να τον ακούσει.
   Κι έτσι μέσα στην σιωπή πέρασε ώρα πολλή. Χωρίς να το καταλάβουν είχαν φτάσει στο Σύνταγμα. Η Αθήνα είχε ντυθεί τα ανοιξιάτικά της, οι δεντροστοιχίες είχαν λουλουδιάσει, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό και το φως, εκτυφλωτικό και ζεστό, έλουζε τον τόπο. Στάθηκαν στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, έριξαν λίγα ψίχουλα και τα περιστέρια μαζεύτηκαν γύρω τους.
- « Παππού, να σε ρωτήσω κάτι;» είπε διστακτικά ο μικρός.
- « Εννοείται πως μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Σου έκρυψα ποτέ κάτι, μωρέ Αντώνη, και διστάζεις τόση ώρα να με ρωτήσεις; Τι είναι; Τι σε απασχολεί, λεβέντη μου;» απάντησε ο παππούς ανακουφισμένος.
- « Τι είναι ειρήνη, παππού; Εννοώ πώς καταλαβαίνουμε ότι έχουμε ειρήνη κι όχι πόλεμο;»
   Ο παππούς έκανε να γελάσει, στην αρχή του φάνηκε απλοϊκή ερώτηση. Σαν είδε όμως καλύτερα την αγωνία στις κόρες των ματιών του εγγονού του, το γέλιο του κόπηκε. Το παιδί φαινόταν προβληματισμένο κι ο παππούς ταράχτηκε. «Τι φουρτούνα δέρνει την ψυχή του παιδιού! Τι συνέβη άραγε και το τάραξε;»
- «Πώς σου ήρθε, Αντώνη μου, αυτή η ωραία ερώτηση; Έγινε κάτι; Άκουσες κάτι; Σας είπε τίποτα η δασκάλα στο σχολείο;» ρώτησε ο παππούς, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.
- « Μα, παππού μου, όλη την εβδομάδα έβλεπα στην τηλεόραση για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και μου έχεις πει ότι έχεις ζήσει τον πόλεμο με τους Γερμανούς, ότι ήσουν μικρό παιδί, εφτά χρονών, όπως εγώ τώρα. Κι είπα να σε ρωτήσω γιατί δεν καταλαβαίνω κάποια πράγματα» είπε και τα μάτια του ήταν έτοιμα να δακρύσουν, βουρκωμένα, συννεφιασμένα σαν την ψυχή του κι έξω χαρά Θεού, φως και ζεστασιά.
     Ο παππούς ήταν σοκαρισμένος. Κυρίως λόγω της ψυχικής αναστάτωσης του εγγονού του. Στιγμιαία θυμήθηκε τον εαυτό του στην Κατοχή. Γεννημένος το ΄36, ήταν πέντε χρονών, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα κι έζησε τρία χρόνια μέσα στην στέρηση και στον φόβο. Μα τέτοια ψυχική φουρτούνα δεν ένιωσε ποτέ όπως αυτή που έβλεπε τώρα στα μάτια του Αντωνάκη. Δεν είχαν φαγητό στην Κατοχή, πεινούσαν, κρύωναν έτσι που δεν είχαν ρούχα ζεστά. Μα έκαναν την απελπισία τους μίσος για τον εχθρό κι ήξεραν ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει όλο αυτό και θα έρθει ξανά η λευτεριά κι η ευημερία.
- « Πες μου, τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις, καμάρι μου;» ρώτησε πιο συγκεκριμένα ο παππούς.
- « Μα να, παππού, καταλαβαίνω ότι τώρα στην Ουκρανία ρίχνουν βόμβες, ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να κρύβονται σε υπόγεια, τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε σχολείο, δεν μπορούν να βγουν να παίξουν, μπορεί να μην έχουν ρεύμα στα σπίτια τους, μπορεί να μην έχουν φαγητό, μπορεί να μην έχουν σπίτι αν το βομβαρδίσουν οι αντίπαλοι. Αυτό, ναι, ξέρω ότι είναι πόλεμος. Μα εδώ και μέρες αναρωτιέμαι αν εμείς εδώ έχουμε ειρήνη…»
- «Μα φυσικά έχουμε ειρήνη, Αντώνη μου. Μπορούμε να βγούμε από το σπίτι μας, μπορούμε να πάμε βόλτα, στο σπίτι μάς περιμένει το καλομαγειρεμένο μας φαγητό, φοράμε ζεστά και καθαρά ρούχα, πηγαίνεις στο σχολείο, παίζεις με τους φίλους σου. Τι σε κάνει να αμφιβάλλεις για το αν έχουμε ειρήνη;» απάντησε ο παππούς με φωνή τρεμάμενη, γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν ήταν σίγουρος για την απάντηση που έδινε στον μικρό.
- « Εγώ, παππού μου, πιστεύω ότι δεν έχουμε ειρήνη. Γιατί φοβόμαστε. Γιατί μας πολεμούν κάθε μέρα με όπλα, όχι τα κανονικά, με άλλα που δεν φαίνονται. Και δεν ξέρουμε κι εμείς ποιος μας πολεμάει για να τον πολεμήσουμε κι εμείς. Δυο χρόνια τώρα δεν πηγαίνω σχολείο κανονικά κι όταν πηγαίνω πρέπει να φοράω μάσκα και δεν βλέπω το χαμόγελο της δασκάλας. Δυο χρόνια τώρα ο μπαμπάς δεν δουλεύει κανονικά και δεν πληρώνεται κανονικά κι η μαμά μου φοράει ρούχα παλιά. Και προχτές το απόγευμα άκουγα τους γονείς μου να μιλούν ψιθυριστά στο σαλόνι κι η μαμά να κλαίει πνιχτά κι ο μπαμπάς να λέει ότι πρέπει να φύγει να πάει στον θείο Γιώργο στην Γερμανία για δουλειά γιατί εδώ δεν υπάρχει ελπίδα. Κι έπειτα έβλεπα το παιδάκι στην Ουκρανία που έλεγε ότι δεν θέλει να πεθάνει και μου ήρθε κι εμένα να φωνάξω ότι θέλω να ζήσω…Θέλω να βλέπω την μαμά χαρούμενη και περιποιημένη, θέλω να βλέπω τον μπαμπά μου ήρεμο, θέλω να πηγαίνω σχολείο χαρούμενος, θέλω να πηγαίνω στην θάλασσα το καλοκαίρι και δεν θέλω να φοβάμαι, παππού μου…»
    Το παιδί σταμάτησε να μιλάει κι έκλαιγε πια με αναφιλητά. Ο παππούς σαστισμένος γονάτισε μπροστά στον μικρό και τον αγκάλιασε. Δεν είπε τίποτα, δεν είχε τίποτα σοφό να πει, σαν να άδειασε η φαρέτρα του, σαν να τον αφόπλισαν τα λόγια του εγγονού του, λύγισε που έβλεπε το παιδί απελπισμένο κι αυτός να μην μπορεί να το βοηθήσει…
   Στάθηκαν έτσι αγκαλιασμένοι οι δύο Αντώνηδες για λίγα λεπτά. Έπειτα ο παππούς σκούπισε τα μάτια του μικρού που είχε πια ηρεμήσει -μόνο τα μάτια του ήταν κόκκινα ακόμη- σηκώθηκε, πήρε το μικρό χεράκι απαλά στο δικό του χέρι και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Τώρα κι ο μεγάλος Αντώνης περπατούσε σκυφτός κι αμίλητος, κοιτούσε τα παπούτσια του κι έσφιγγε το χέρι του μικρού να μην φοβάται…ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;