Βρισκόμαστε σε μια ταβέρνα. Ένας νέος άντρας ,ο Αλκιβιάδης, στα 32 κι ο κύριος Γιάννης, στα 72. Οι δυο τους τα πίνουν και τα λένε. Με αφορμή μια φωτογραφία, ο Γιάννης ταξιδεύει στα νιάτα του, κάπου στην Κούβα. Κι ο Αλκιβιάδης δε χορταίνει ν' ακούει για τη σκληρή, αλλά κι απρόβλεπτη ζωή του φίλου του. Όλα αυτά στο διήγημα του Όμηρου Ξενίδη "Κάποτε στην Κούβα"! Ας ταξιδέψουμε μαζί του!
Κάποτε στην Κούβα-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ
«Να είσαι φιλικός… πρόσεξέ με… πολύ φιλικός, χωρίς να είσαι ποτέ φίλος…» είπε με έντονο ύφος ο κύριος Γιάννης Μαρμαρίδης, 72 ετών, προς τον μεταπτυχιακό φοιτητή της Φιλοσοφίας Αλκιβιάδη Ευτυχίδη, 32 ετών. Και οι δύο ήταν πελάτες στην παλιά ταβέρνα της γειτονιάς τους, σε ένα στενό κοντά στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και, όποτε πετύχαινε ο ένας τον άλλο, κάθονταν μαζί. Ο Αλκιβιάδης απολάμβανε την κουβέντα με τον κύριο Γιάννη, που πάντα του αφηγούνταν ιστορίες από την περιπετειώδη ζωή του στην Αμερική και στον Καναδά. Τώρα, ρωτούσε τον ηλικιωμένο εργένη «… δεν πρέπει να έχουμε φίλους;» για να μάθει σε ποιον αναφερόταν και πώς το εννοούσε. Ο κύριος Γιάννης έβαλε ρετσίνα στα ποτήρια τους και τσούγκρισε το δικό του με του νεαρού συνδαιτυμόνα του.
«Κοίτα, για παράδειγμα ο Φιντέλ Κάστρο ήταν πάντα πολύ φιλικός μαζί μου αλλά δεν έγινε ποτέ φίλος μου…» Ο Αλκιβιάδης κόντεψε να πνιγεί, δεν πίστευε στα αυτιά του. Τι δουλειά είχε ο κύριος Γιάννης με τον Φιντέλ Κάστρο; Μήπως είχε πιει πολύ και δεν ήξερε τι έλεγε; Ο κύριος Γιάννης σαν να είχε διαβάσει στο βλέμμα του Αλκιβιάδη τις σκέψεις του, τώρα έβγαζε το πορτοφόλι του και χωρίς να ψάξει πολύ, τράβηξε μια φωτογραφία ασπρόμαυρη και του την έδωσε.
«Αυτός με το μουστάκι δεξιά, όπως βλέπεις τον Φιντέλ Κάστρο, είμαι εγώ. 25 ήμουν τότε…» Ο Αλκιβιάδης δυσκολευόταν να τον πιστέψει αλλά ναι… ήταν αυτός… τι κουφό! Μα πώς γινόταν; Ήταν στα αλήθεια ο Φιντέλ Κάστρο με μια παρέα πέντε νεαρών αντρών σε ένα μπαρ. Έτσι συμπέραινε από τα ράφια με μπουκάλια και ποτήρια. Ήταν αυτός ο διάσημος Φιντέλ, όπως τον γνώριζαν όλοι από τα περιοδικά και από τα ντοκιμαντέρ, ο αρχηγός της επανάστασης των Κουβανών ενάντια στην Αμερική. Ο Αλκιβιάδης δεν μπορούσε να το πιστέψει και κοιτούσε επίμονα τη φωτογραφία σαν να ήθελε να την καταβροχθίσει. Ο Φιντέλ κοιτούσε στον φακό με ένα βλέμμα που φανέρωνε πάθος και αυτοπεποίθηση. Το πάθος για ζωή, για αγώνες, για θυσίες, για δημοκρατία, για ισότητα, όλα αυτά φαίνονταν στα μάτια του αρχηγού που αντίκριζε τον φωτογράφο χωρίς καμία αναστολή, ντροπή ή φόβο. Ακόμη περισσότερο, ο Αλκιβιάδης είχε συγκλονιστεί με αυτήν την αίσθηση της αυτοπεποίθησης που «έβγαινε» από τα μάτια αυτού του επαναστάτη. Αυτοπεποίθηση για τη δύναμη του ανθρώπου, του αγωνιστή, του πολεμιστή που ξέρει με σιγουριά ότι θα πετύχει η επανάσταση, γιατί είναι δίκαιη. Ο Αλκιβιάδης, ενώ είχε δει αμέτρητες φορές την μορφή του Φιντέλ, τώρα είχε μαγνητιστεί από την φωτογραφία του κυρίου Γιάννη. «Μα… μα πώς είναι δυνατόν;» τόλμησε να ρωτήσει τον κύριο Γιάννη που είχε ανάψει ένα άφιλτρο τσιγάρο.
«Θα σου πω… το πούρο το βλέπεις; Αυτά τα πούρα της Αβάνας, τι να λέμε… έχουν μια μυρωδιά, κολλάει παντού. Τότε κάπνιζα κι εγώ πούρα. Όλοι καπνίζαμε».
«Εδώ, ποια χρονιά είναι; Πού βρισκόσαστε; Οι άλλοι ποιοι είναι;»
«Γύρνα τη φωτογραφία, τι γράφει;» Ο Αλκιβιάδης γύρισε τη φωτογραφία και διάβασε Αβάνα Μάης 1958 με ελληνικά γράμματα. «Εσείς το γράψατε αυτό;» ρώτησε τον κύριο Γιάννη.
«Ναι εγώ… κοίτα πώς ήμουν τότε με το λαδωμένο μαλλί. Α ρε νιάτα… δεν φοβόμουν τίποτα. Ενώ το αφεντικό μου, αυτός εδώ με τα γυαλιά, να τον πήγαινε! Μόνο που τους έβλεπε, έτρεμε. Αυτοί οι στρατιωτικοί ήταν τρελαμένοι, έρχονταν στο μαγαζί και τα έκαναν όλα γυαλιά καρφιά…»
«Συγνώμη, κύριε Γιάννη, δεν καταλαβαίνω. Πώς βρεθήκατε στην Κούβα το ΄58;»
«Ναι παιδί μου, έχεις δίκιο. Πρέπει να σου πω κι άλλα για να φτάσω στην Κούβα. Βάλε να πιούμε…» Ο Αλκιβιάδης ακούμπησε την φωτογραφία στο τραπέζι και γέμισε τα ποτήρια.
«Στην υγειά σας κύριε Γιάννη…»
«Γεια μας κόσμε…» ευχήθηκε αυτός και άδειασε το ποτήρι με τη ρετσίνα. «Γεννήθηκα το ΄33 εδώ πιο πάνω κοντά στο Γεντί Κουλέ, σε μια παράγκα, για παρηγοριά το λέγαμε σπίτι. Πατέρα δεν γνώρισα, ούτε ρώτησα ποτέ την μάνα μου ή τα αδέρφια μου, αν θέλανε θα μου λέγανε κάτι. Με το ζόρι τέλειωσα το Δημοτικό. Από μικρός δούλευα λούστρος στην Αριστοτέλους, εκεί μεγάλωσα και στα στενά στα Λαδάδικα. Εκεί έκανα κι άλλη δουλειά του τσαγκάρη. Τα κορίτσια, ξέρεις ποια, έσπαγαν τα τακούνια στα πλακάκια. Περνούσα λοιπόν τα μάζευα, τα πήγαινα σε έναν τσαγκάρη τον κυρ-Λευτέρη, τα έφτιαχνε, τα πληρωνόμουν και κρατούσα το μερίδιό του. Μετά πήγα φαντάρος, απολύθηκα και μια μέρα στο καφενείο ήρθε ένα γράμμα για τη μάνα μου. Ήταν από τον αδερφό της στην Αμερική. Ξεσηκώθηκα να πάω κι έφυγα το ΄54 με πρόσκληση. Έφυγα από την φτώχεια κι από την τρομοκρατία. Έρχονταν μέρα παρά μέρα στην μάνα μου κάτι χαφιέδες με στρατιώτες, χτυπούσαν την πόρτα με τα όπλα, μας απειλούσαν. Η μάνα μου ήταν τότε πλύστρα και αυτοί έριχναν τα πλυμένα στη λάσπη… τίποτα δεν είχαμε κάνει… θέλανε την μάνα μου… όμορφη ήταν και μόνη της… απροστάτευτη… μου έδωσε την ευχή της και δεν την ξαναείδα…» Ο κύριος Γιάννης χάθηκε για μια στιγμή στην ανάμνηση της μάνας του και ο Αλκιβιάδης γέμισε το ποτήρι του για να τον συνεφέρει. «Στην υγειά της…» είπε και αφού τσουγκρίσανε ο κύριος Γιάννης συνέχισε. «Στον Πειραιά μπήκα στο καράβι μαζί με πολύ κόσμο, χάλι μαύρο. Όλοι άρρωστοι φτάσαμε στη Νέα Υόρκη, μέσα στη λίγδα και την ψείρα. Μας εξέτασαν οι γιατροί, κάτι υπάλληλοι με τον διερμηνέα μας ρωτούσαν και εμείς απαντούσαμε. Εκεί τους έδειξα το γράμμα του θείου μου και την πρόσκληση. Χωρίς πολλά πολλά με φόρτωσαν σε ένα άλλο καράβι μαζί με Ιταλούς, Πολωνούς και κάτι μαύρους. Ο μόνος Έλληνας εγώ, νηστικός, ψηνόμουν στον πυρετό, λιποθύμησα, ξύπνησα και ήμουν σε ένα νοσοκομείο. Η νοσοκόμα έλεγε συνέχεια “hello boy, welcome to Miami”, αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που έμαθα στ’ αγγλικά. Εκείνο το δωμάτιο είχε μεγάλα παράθυρα κι έβλεπα έξω κάτι τεράστιους φοίνικες κι έλεγα “τι δέντρα είν’ αυτά;” Μου έδιναν καλό φαγητό, κάτι μοσχαρίσιες μπριζόλες τεράστιες. Έπινα τα χάπια και κάτι πικρά σιρόπια για να γίνω καλά. Οι μέρες περνούσαν κι είχα απελπιστεί, νόμιζα ότι δεν θα έφευγα ποτέ από εκείνο το μέρος με τους αγέλαστους γιατρούς και τις σοβαρές νοσοκόμες. Τότε άρχισα να προσεύχομαι, έλεγα πολλές φορές το Πάτερ ημών και μια μέρα ξύπνησα και ένιωσα ότι κάτι θα γίνει και να που ανοίγει η πόρτα με δύναμη, μπαίνει ένας τύπος με μουστάκι, μελαχρινός, χαμογελαστός, τα μάτια ίδια με της μάνας μου κι έρχεται κατευθείαν πάνω μου, με αγκαλιάζει σφιχτά «Γιάννη… Γιάννη μου…» να λέει και να κλαίει, να κι εγώ τα δάκρυα, ήταν ο θείος μου. Την άλλη μέρα με πήγε σπίτι του. Είχε ένα Ford τεράστιο και καθώς διασχίζαμε την πόλη, εγώ δεν πίστευα αυτά που έβλεπα. Νόμιζα ότι βλέπω όνειρο, απίθανα πράματα. Ο θείος έμενε μόνος του σε μία σπιταρώνα, για μένα παλάτι. Μου έδειξε τα δωμάτια, την κουζίνα, το υπόγειο, τρελάθηκα. Την άλλη μέρα με πήγε στο εστιατόριό του, εκεί ήπια πρώτη φορά κόκα κόλα. Ήρθε όλο το προσωπικό στο τραπέζι που καθόμουν να με γνωρίσει. Όλοι ισπανικά μιλούσαν γιατί ήταν σε γειτονιά με Κουβανούς. Ένα τρελό πράμα Αλκιβιάδη, δεν το έχω πει σε κανέναν, για μένα, όταν μιλούσαν ισπανικά, τα καταλάβαινα, σαν να τα ήξερα, τα είχα μέσα μου. Έτσι λοιπόν έπιασα δουλειά στο μαγαζί του θείου κι άκουγα τον κόσμο να μιλάει ισπανικά και τα έμαθα μέσα σε λίγες εβδομάδες. Μια μέρα ήταν ένα παιδί στην ηλικία μου, ο Χοσέ ο λαντζέρης και κάτι είχε γίνει με τον μάγειρα τον Πέπε και μάλωναν και αρχίζω και τους μιλάω, με κοιτούσαν λες κι ήμουν εξωγήινος». Ο Αλκιβιάδης γέμισε τα ποτήρια τους και πρόσφερε ένα από τα δικά του τσιγάρα. «Μπα… με πειράζουν αυτά στο λαιμό…» αρνήθηκε ευγενικά ο ηλικιωμένος αφηγητής.
«Απίστευτο…» ο Αλκιβιάδης είχε «μαγευτεί» από την αφήγηση του κυρίου Γιάννη και ανυπομονούσε να ακούσει τη συνέχεια. «Και στην Κούβα πώς βρεθήκατε;»
«Έναν χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του ΄55, ο θείος μου και ο συνέταιρός του ο Ιγνάθιο αποφάσισαν να ανοιχτούν στην Κούβα. Είχε κάτι γνωστούς ο Ιγνάθιο που του λέγανε τα νέα από την Κούβα. Ήταν ευκαιρία να γυρίσουν στο νησί τους οι Κουβανοί και να αναλάβουν τις δουλειές που άφηναν οι Αμερικάνοι. Ο θείος μου είπε: “Θα πας εσύ με τον Ιγνάθιο…”, κανόνισε τα χαρτιά μου και πήγαμε με το καράβι. Όταν φτάσαμε στην Αβάνα, πήγα στην παραλία και χάζευα τα κύματα, είπα: “Εδώ είσαι καλά Γιάννη…”
«Τι σας άρεσε κύριε Γιάννη;» πετάχτηκε ο Αλκιβιάδης. «Δεν ήταν φτωχός ο κόσμος; Εκείνοι κοιτούσαν να φύγουν, να πάνε στην Αμερική κι εσείς αφήσατε το Μαϊάμι και πήγατε στην επανάσταση…»
«Αυτά παιδί μου δεν τα κοιτούσα τότε. Εγώ έκανα ό,τι μου έλεγε ο θείος μου και ο Ιγνάθιο και για να πω την αλήθεια, δεν φοβήθηκα. Οι άνθρωποι ήταν φτωχοί αλλά πολύ έντιμοι, καλοί. Στη γειτονιά που έμενα όλοι με ήξεραν, “griego” με φώναζαν, “έλα να φας μαζί μας, πιες ένα ρούμι”. Έτσι έκανα παρέες, γνώρισα και κάποιες Κουβανές, κούκλες, άλλη ομορφιά... Το μαγαζί μας πήγαινε πολύ καλά, είχαμε μια ορχήστρα έπαιζε τη μουσική τους. Κάθε βράδυ γιορτή, χορό να δεις, όλοι έρχονταν, εργάτες, υπάλληλοι, καλλιτέχνες, στρατιωτικοί και συχνά ο Φιντέλ. Έπινε πολύ, κάπνιζε τα πούρα του και ξαφνικά του ερχόταν, σταματούσε τη μουσική και το χορό κι έβγαζε λόγους για την επανάσταση. Πως θα αλλάξουν όλα, πως θα πολεμήσει την Αμερική, πως θα νικήσει ο κουβανικός λαός. Φώναζε πολύ κι αυτό δεν μου άρεζε, μη σου πω με τρόμαζε και το έλεγα στο θείο μου στο τηλέφωνο: «Κάτι δεν πάει καλά εδώ…» Βγάζαμε καλά λεφτά και όλοι οι πελάτες μας πλήρωναν με δολάρια. Οι στρατιωτικοί δεν πλήρωναν ποτέ αλλά μας δίνανε κουπόνια για τρόφιμα, για πούρα. Ξαφνικά το ΄57 όλα άλλαξαν μέσα σε μια μέρα. Ο Ιγνάθιο εξαφανίστηκε, τον έψαξα παντού, πήγα στην αστυνομία, ρώτησα τους στρατιωτικούς, τίποτα. Πήρα τον θείο μου τηλέφωνο και μου είπε με την πρώτη ευκαιρία να φύγω. «Και το μαγαζί;»
«Στα τσακίδια το μαγαζί… κοίτα να φύγεις κρυφά, δε θα πεις τίποτα σε κανένα».
«Και τα λεφτά;» ρώτησα, γιατί ένα μέρος από τα χρήματα τα φύλαγα εγώ σε μια κρυψώνα.
«Ό,τι μπορείς να κρύψεις πάνω σου και στα πράγματά σου. Να έχεις μπόλικα στις τσέπες σου για να λαδώνεις…»
«Κι έτσι όπως πήγα, έτσι έφυγα. Με ένα σακίδιο και χρήματα για να λαδώσω αστυνομικούς, τελωνειακούς… μέχρι να φτάσω στο Μαϊάμι τα είχα δώσει όλα. Στενοχωρήθηκα αλλά σώθηκα… σώθηκα». Ο κύριος Γιάννης φάνηκε ξαφνικά πολύ κουρασμένος, τόσο που ο ταβερνιάρης ο Ανέστης πήγε κοντά του και τον ρώτησε αν είναι καλά.
«Ναι… καλά είμαι… μάλλον ήπια πολύ…» και χωρίς άλλη κουβέντα πήρε την φωτογραφία από το τραπέζι, την κοίταξε με υγρά μάτια και την έβαλε στο πορτοφόλι του.
«Φεύγω Αλκιβιάδη μου, πολλά είπαμε σήμερα… άντε γεια σου…»
Ο Αλκιβιάδης προσφέρθηκε να τον συνοδέψει στο σπίτι του αλλά ο κύριος Γιάννης ήθελε να πάει μόνος του… μόνος του, όπως κάποτε στην Κούβα.
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».