Η «κλαμμένη» μηχανή –ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Η «κλαμμένη» μηχανή –ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

Όλοι έχουμε όνειρα. Άλλοι προσπαθούν να τα κατακτήσουν, κάποιοι παραιτούνται. Κι υπάρχουν κι εκείνοι που όταν δεν μπορούν να τα πλησιάσουν δια της νομίμου οδού ,τα προσεγγίζουν από παράδρομους. Κάπως έτσι πορεύτηκε κι ο συμπαθέστατος ήρωάς μας Λάζος, που έκανε συμμέτοχο στον "καημό" του ένα ολόκληρο χωριό! Όλα αυτά στο διήγημα του φιλόλογου-λογοτέχνη Όμηρου Ξενίδη "Η "κλαμμένη" μηχανή"!

Η «κλαμμένη» μηχανή –ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ

         Ο Λάζος παράτησε το γυμνάσιο γιατί βαριόταν τα μαθήματα και τους καθηγητές. Δεν καταλάβαινε τίποτα σε κανένα μάθημα, ένιωθε ότι σπαταλούσε τον χρόνο του χωρίς κανένα κέρδος. Έμεινε στην πρώτη και την δεύτερη τάξη από μια φορά και μία στην τρίτη από απουσίες. Οι καθηγητές τον απολύσανε «χατιρικά» κλείνοντας τα μάτια τους. Οι δικοί του βάζανε καπνά κι αυτός από μικρός δούλευε στα χωράφια μαζί τους, τα απογεύματα «κρατούσε» το βενζινάδικο του θείου του. Αυτή η δουλειά του άρεζε πιο πολύ γιατί έβλεπε αυτοκίνητα και κόσμο. Πιο πολύ τον τρέλαιναν οι μηχανές και τα λεωφορεία που τροφοδοτούσαν την φαντασία του με πολλά απίθανα σενάρια για τα οποία οι συγχωριανοί του τον κορόιδευαν. Εδώ και ένα χρόνο μάζευε χρήματα να πάρει ένα «παπάκι» προτού φύγει για φαντάρος αλλά όλο κάτι γινόταν και τα ξόδευε. «Τι έγινε Λάζο; Τρύπησε ο κουμπαράς;» Τα παιδιά στην καφετέρια τον είχαν τρελάνει στο δούλεμα.
        Μια μέρα σταμάτησε να βάλει βενζίνη μια 500άρα Suzuki με πινακίδες Λάρισας και ο Λάζος που δεν μιλούσε ποτέ, έπιασε κουβέντα με τον οδηγό. Πόσο τρέχει, πόσο κοστίζει, πόσο καίει και διάφορα άλλα. Στο τέλος είχε μάθει όσα χρειαζόταν για το σχέδιό του. Τις επόμενες δύο μέρες ο Λάζος εξαφανίστηκε. Ανησύχησαν λίγο οι δικοί του αλλά είπαν να περιμένουν. Το πρωί της τρίτης μέρας ο Λάζος επέστρεψε στο χωριό με ένα τρόπαιο, μια 500άρα μηχανή Suzuki που λαμποκοπούσε στο φως του δυνατού ιουλιανού ήλιου. Την παρκάρισε μπροστά στην καφετέρια που δεν είχε ανοίξει ακόμη, πήγε στο σπίτι κι έκανε μπάνιο. Η μάνα του τον αγκάλιασε όταν βγήκε φρεσκοπλυμένος από το μπάνιο και τον φίλησε, όμως δεν τόλμησε να ρωτήσει που είχε χαθεί δύο μέρες. Εκείνος έκανε σαν να μην έγινε κάτι, ντύθηκε και πήγε στο βενζινάδικο. Ούτε ο θείος του τον ρώτησε πού είχε εξαφανιστεί, του έδωσε οδηγίες κι έφυγε βιαστικός για την πόλη γιατί είχε δουλειές με υπηρεσίες και τράπεζες. Ο Λάζος θαύμαζε από απόσταση την παρκαρισμένη μηχανή που στεκόταν σαν πολύτιμο αρχαίο άγαλμα σε περίοπτη θέση κι όλοι το θαύμαζαν για την ομορφιά του. Όμως πιο πολύ τον ενδιέφερε πώς την «χαλβάδιαζαν» όσοι πήγαιναν στην καφετερία ή περνούσαν από μπροστά της. Και ακόμη πιο πολύ τον ένοιαζε η αντίδραση των μηχανόβιων του χωριού αλλά αυτοί δεν είχαν ξυπνήσει ακόμη. Κανένας στο χωριό δεν είχε τέτοια μηχανή.
     Το μεσημέρι γύρισε ο θείος του κι ο Λάζος αποφάσισε να κάνει την κίνησή του. Το όλο σκηνικό θύμιζε σκηνή αναμέτρησης από σπαγγέτι γουέστερν. Ήταν μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε και τα μυρμήγκια είχαν σταματήσει τις εργασίες τους. Οι θαμώνες της καφετέριας, ιδρωμένοι και κατάκοποι από τις δουλειές τους, ρουφούσαν το φραπεδάκι τους μήπως και συνέλθουν από την κάψα. Ο Λάζος προχώρησε με αργά βήματα προς την μηχανή, σταμάτησε δίπλα της και κοίταξε έναν έναν τους θαμώνες. Κάνα δύο αντέδρασαν με το βλέμμα τους να λέει «παράτα μας», οι άλλοι -οι περισσότεροι- ανταπέδωσαν το βλέμμα αδιάφορα και συνέχισαν την ραστώνη τους. Ο Λάζος καβάλησε την μηχανή, έβγαλε τον ορθοστάτη, έβαλε μπρος με το κλειδί και μαρσάρισε. Η μεσημεριανή απραξία είχε λήξει. Στο δεύτερο μαρσάρισμα η μηχανή ούρλιαξε σαν λαβωμένος δράκος και τότε ο αναβάτης της έστρεψε το γεμάτο έπαρση και έξαρση βλέμμα του προς τους θαμώνες της καφετέριας. Αυτοί έκπληκτοι από την αναπάντεχη τροπή των πραγμάτων, έχαφταν με ανοιχτό στόμα την λάβρα και έμειναν άγαλμα. Κάνα δύο σφύριξαν δυνατά, ένας φώναξε «μπράβο ρε μάγκα…» ενώ οι υπόλοιποι επιτιμούσαν με το βλέμμα τους τον νεαρό καμικάζι. Φυσικά και είχαν καταλάβει ότι η μηχανή ήταν «κλαμμένη», έτσι τις βαφτίζανε γιατί ο ιδιοκτήτης έκλαιγε για την απώλεια. Τώρα μάλιστα όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους ως «υποτελείς» και ο Λάζος αισθάνθηκε για μια στιγμή να ήταν ο βασιλιάς του χωριού. Για να ικανοποιήσει τα πλήθη, πάτησε το γκάζι, κρατώντας το συμπλέκτη και η πίσω ρόδα σπινάρισε τόσο πολύ που το ελαστικό έβγαλε μαύρο καπνό και την μυρωδιά του καμένου καουτσούκ. Όσοι ήταν στην καφετέρια σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν το χειροκρότημα. Ο Λάζος έκανε τη μηχανή να μουγκρίσει. Η Suzuki απομακρύνθηκε τυλιγμένη με ένα σύννεφο σκόνης ενώ ο οδηγός της κουνούσε θριαμβευτικά το κεφάλι του βγάζοντας μια κραυγή πολεμιστή. Τις επόμενες μέρες ο ίδιος διέρρευσε τις λεπτομέρειες του σχεδίου του με λίγη σάλτσα βέβαια, αλλά αυτό δεν πείραξε κανέναν στο χωριό. Πώς είχε πάει στη Λάρισα με το τρένο, πώς έψαχνε μια ολόκληρη μέρα να τη βρει, πώς έφτιαξε το αντικλείδι, πώς την «βούτηξε», πώς ήρθε από τους χωραφόδρομους κι έκανε πέντε ώρες αντί δια δύο και άλλα διάφορα της «απαγωγής». Μερικοί μεγαλύτεροι άνδρες τον συμβούλεψαν να προσέχει και να μην πολυκυκλοφορεί γιατί η μηχανή ήταν μεγάλη και σίγουρα θα την έψαχναν. Και σε αυτό ο Λάζος είχε προνοήσει και όπως ξαφνικά εμφανίστηκε η μηχανή, έτσι εντελώς ξαφνικά εξαφανίστηκε μια μέρα. Αργότερα έμαθαν ότι την είχε «σκοτώσει» σε μια γειτονική πόλη και τα ίχνη της εξαφανίστηκαν. Όταν ήρθε η Αστυνομία και έδειξε μια φωτογραφία της κλεμμένης μηχανής, οι θαμώνες της καφετέριας έριξαν μια φευγαλέα ματιά εντελώς αδιάφορη. «Όχι, τέτοια μηχανή δεν την ξεχνάς… αν είχε φανεί στο χωριό θα το ξέραμε… εμείς στα χωράφια είμαστε όλη μέρα, πού να ξέρουμε…» Οι αστυνομικοί ήπιαν τον καφέ τους κι έφυγαν. Το όνειρο του Λάζου είχε πραγματοποιηθεί, να κάνει κάτι που κανείς άλλος στο χωριό του δεν είχε καταφέρει. Όταν το έμαθε ο θείος του, τον έκανε συνέταιρο στο βενζινάδικο. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Λάζος εκλέχτηκε πρόεδρος του χωριού με 495 ψήφους, όσα ήταν και τα κυβικά της «κλαμμένης» Suzuki.

Βιογραφικό σημείωμα

Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;