Η επιβίωση είναι σκληρό παιχνίδι, αέναος αγώνας. Θα σας παρουσιάσω το διήγημα "Επιβίωση" του Όμηρου Ξενίδη!
Επιβίωση-ΟΜΗΡΟΣ ΞΕΝΙΔΗΣ
Ήταν απόγευμα και η θάλασσα είχε αρχίσει να γαληνεύει. Οι περισσότεροι επισκέπτες της παραλίας μαζεύονταν κάτω από τις σκιές των πεύκων, για να απολαύσουν το επικείμενο ηλιοβασίλεμα. Ο Φώτης είχε ευχαριστηθεί το θαλασσινό μπάνιο και τώρα, μετά το δροσερό ντους, λαχταρούσε έναν φραπέ με παγωτό. Θα απολάμβανε τον καφέ του μέχρι να ξυπνήσει η Κική που κοιμόταν στην παραλία. Θα γιόρταζε για λίγο μόνος του την ιδιαιτερότητα της ημέρας. Είχε γενέθλια και το δώρο της Κικής ήταν μία μονοήμερη εκδρομή με ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο. Είχε διαλέξει την πιο γραφική παραλία σε απόσταση δύο ωρών από τη μεγάλη πόλη, για να γιορτάσουν όχι μόνο τα γενέθλια του Φώτη αλλά και τα πέντε χρόνια που ήταν μαζί. Είχαν και οι δύο την ανάγκη να ξεφύγουν έστω και για λίγο από την σκληρή καθημερινότητα των τελευταίων μηνών. Ο Φώτης είχε πιάσει δουλειά σε μια εταιρεία με υπολογιστές εδώ και τρεις μήνες και δεν δικαιούνταν καλοκαιρινές διακοπές. Άλλες χρονιές στα μέσα Ιουλίου ήταν ήδη σε κάποιο κάμπινγκ και γιόρταζαν τα γενέθλιά του με την εκάστοτε παρέα. Τώρα, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Είχε πάρει το πτυχίο του κι οι δικοί του δεν έστελναν άλλα χρήματα. Μόνο η μάνα του, κρυφά από τον πατέρα του, είχε στείλει διακόσια ευρώ για τα γενέθλιά του. Έπρεπε να βρει δουλειά, αν ήθελε να παραμείνει στην πόλη και με την Κική. Μετά από έξι μήνες ψάξιμο κι αφού είχε δανειστεί από όσους ήξερε, είχε πιάσει δουλειά σ’ αυτήν την εταιρεία με βασικό μισθό περίπου 750 ευρώ. Το περίπου οφειλόταν στο ότι δεν είχε διαβάσει καθόλου το συμβόλαιο που είχε υπογράψει λόγω της μεγάλης χαράς του. Όσες φορές θυμόταν να ζητήσει ένα αντίγραφο από το λογιστή εκείνος ήταν απασχολημένος. Δεν ανησυχούσε όμως και πολύ, γιατί τη δεύτερη φορά που πήγε να πληρωθεί, ο λογιστής του είχε εξηγήσει αναλυτικά τα ποσά. Στο τέλος του τρίτου μήνα είχε 843 ευρώ στην τσέπη του κι άρχισε να ξεχρεώνει λίγο λίγο το ποσό που είχε δανειστεί απ’ τους φίλους. Ευτυχώς που η Κική είχε αναλάβει τα έξοδα του σπιτιού και είχε κάπου να βασιστεί. Έτσι τουλάχιστον είχε αποφύγει προς το παρόν το δάνειο απ’ την τράπεζα. Σήμερα είχε γενέθλια και η μαγική ημερομηνία έδιωχνε μακριά τις σκέψεις περί δουλειάς και χρημάτων που τον ταλαιπωρούσαν το τελευταίο διάστημα. Όταν ρώτησε την Κική πόσο είχε δώσει για το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο, εκείνη φρέναρε απότομα για να τον κοιτάξει βαθιά στα μάτια τόσο που φοβήθηκε. «Όχι σήμερα… σήμερα δεν θα πεις κουβέντα για λεφτά, για δουλειά, κομμένη!» Το φιλί που ακολούθησε ήταν η επισφράγιση της συμφωνίας τους. Η Κική είχε κανονίσει τα πάντα, για να περάσουν μια μέρα ξένοιαστη, μακριά από λογαριασμούς, εκνευρισμούς και διαπληκτισμούς. Ο Φώτης, όταν ζήτησε απ’ το αφεντικό να φύγει στη μία αντί για τις πέντε λόγω γενεθλίων, αισθάνθηκε ένα φόβο πρωτόγνωρο. Όχι για το αν του χάριζε τις τέσσερις ώρες εργασίας αλλά κάτι πιο βαθύ. Τα πράγματα στη ζωή του δε θα ήταν ποτέ ξανά όπως άλλοτε. Γιατί όμως; Το αφεντικό τον είχε κοιτάξει με ψαρωτικό ύφος: «Χρόνια σου πολλά Φώτη… εεε… στη μία και μισή μπορείς να φύγεις… να ξέρεις όμως… έτσι δεν επιβιώνεις στην εποχή που ζούμε…». Αυτό το τελευταίο δεν το είχε καταλάβει ο Φώτης. Τι να εννοούσε ο κατά τ’ άλλα συμπαθής διευθυντής του; Τώρα που καθόταν στο παραλιακό μπαράκι για να απολαύσει τον καφέ του, είχε χάσει κάθε όρεξη να το ψάξει.
Ο φραπές με το παγωτό ήταν τέλειος. Μεγάλο ποτήρι, πολύ παγωτό, χοντρό καλαμάκι, μακρύ κουταλάκι. Τέλειο ήταν και όλο το σκηνικό των γενεθλίων του. Τα πεύκα δίπλα στη θάλασσα, ο ήλιος που άρχιζε να ροδίζει, το κορίτσι του στην παραλία. Όλα τα άλλα είχαν μείνει σ’ έναν μακρινό τόπο εξορίας όπου ο χρόνος τα είχε παγώσει σαν το παγωτό που ανακάτευε τώρα για να λιώσει. Μόλις θα έλιωνε το παγωτό θα γινόταν τέλειος ο φραπές, κάθε ρουφηξιά μια μικρή δόση ηδονής. Η στιγμή ήταν τέλεια, γιατί ήταν άχρονη. Φεύγοντας από την πόλη είχαν αφήσει το χρόνο πίσω τους και τώρα ο εορτάζων ζούσε μια απόλυτη στιγμή απουσίας του χρόνου. Το ένστικτό του είχε ενεργοποιήσει την παύση του χρόνου, κάτι που συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους τη μέρα των γενεθλίων τους. Ο Φώτης το ζούσε πρώτη φορά τόσο έντονα κι είχε αφεθεί στη μαγεία του. Στην τελευταία ρουφηξιά το καλαμάκι φράκαρε από ένα κομματάκι παγωτού και ο «χαλαρός» καφεπότης άφησε για λίγο το ποτήρι, για να αφιερωθεί στην ομορφιά του φυσικού τοπίου. Το άρωμα της βανίλιας από το παγωτό ερέθισε τις κεραίες μιας περιπλανώμενης σφήκας και την οδήγησε κατευθείαν στο περιεχόμενο του ποτηριού. Έκανε τρεις αναγνωριστικές πτήσεις γύρω από το χείλος του ποτηριού, ώσπου τελικά αποφάσισε με μια βουτιά καμικάζι να πλησιάσει το αρωματισμένο λευκό στόχο της. Με πολλή δεξιοτεχνία κράτησε το σώμα της πάνω από το πυκνό άσπρο υγρό και βούτηξε τις άκρες των κεραιών στο παγωτένιο νέκταρ. Αυτές έφεραν το νέκταρ στο στόμα της για δοκιμή. Το δείγμα εγκρίθηκε και μεθυσμένη από χαρά έχωσε τις κεραίες ξανά στο λιωμένο παγωτό. Μάλλον η υπερβολική ευχαρίστηση ήταν το λάθος της. Οι κεραίες χώθηκαν εξ ολοκλήρου στη λευκή παγωμένη μάζα και κόλλησαν εκεί. Η σφήκα κόλλησε για τα καλά, σα σε κινούμενη άμμο και κάθε προσπάθεια να ξεκολλήσει, την τραβούσε πιο βαθιά. Έβαλε όλη τη δύναμη των φτερών της για να τραβηχτεί. Τίποτα. Η υπερπροσπάθεια δεν απέδωσε και μόλις έπεσε η ένταση από τα φτεροκοπήματα, η δύναμη της βαρύτητας επικράτησε. Η σφήκα αφέθηκε και επέπλεε τώρα στην επιφάνεια του λιωμένου παχύρρευστου παγωτού. Ίσως, μετά το αρχικό σοκ, τώρα να απολάμβανε τη βουτιά μέσα στη γλυκιά λίμνη. Καθώς, όμως, περνούσε ο μικρόχρονός της, ένιωθε να κινδυνεύουν τα φτερά της. Αν το λευκό κρύο υγρό τα τύλιγε, θα τα αχρήστευε. Τα βαριά φτερά θα ήταν το τέλος της. Σε κάθε κούνημά τους ένιωθε το περιττό βάρος να την απειλεί. Δεν έπρεπε να μείνει άλλο. Η θερμοκρασία του σώματος της είχε αρχίσει να πέφτει, σε λίγο οι αισθήσεις της θα άρχιζαν να υπολειτουργούν.
Ο Φώτης έβαλε το καλαμάκι στο στόμα, όταν είδε τη σφήκα να κολυμπάει στο λιωμένο παγωτό. Ελαφρώς τρομαγμένος απομάκρυνε το ποτήρι για να δει αν η σφήκα ήταν ζωντανή ή πνιγμένη. Από απόσταση ασφαλείας διέκρινε τις κινήσεις της που φανέρωναν τη θέλησή της να ζήσει. Την κοίταξε με βλέμμα συμπάθειας. Πόση ώρα θα αντέξει; Πόση δύναμη έχει; Πόση ώρα χρειάζεται για να πνιγεί μια σφήκα; Ξέρουν να κολυμπούν; Τι γίνεται, αν βραχούν τα φτερά τους; «Μα τι σκέφτομαι;» αναρωτήθηκε και τράβηξε το βλέμμα του από το ποτήρι. Σήμερα έχω γενέθλια, απολαμβάνω την εκδρομή με την Κική, τι με νοιάζει αυτή η σφήκα; Όσο όμως κι αν ήθελε να επανέλθει στην ηρεμία του νου, αυτό το μικρό έντομο μέσα στο ποτήρι τον είχε αναστατώσει. Θα πλήρωνε τον καφέ και θα έφευγε. Κι όμως, έμεινε. Θα φώναζε την κοπέλα να πάρει το ποτήρι, να μη το βλέπει και θα παράγγελνε μια μπύρα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Φώτης δεν κουνήθηκε, δεν έκανε τίποτα απ’ αυτά. Απεναντίας, στύλωσε το βλέμμα του στο μικροσκοπικό έντομο που πάσχιζε να σωθεί. Ο νους του αφοσιώθηκε στον αγώνα της σφήκας να επιβιώσει. Γιατί είχε κολλήσει; Αν πλησίαζε το καλαμάκι στη σφήκα κι αυτή πιανόταν πάνω του; Αν έβγαζε το καλαμάκι στον αέρα, θα στέγνωναν άραγε τα φτερά της; Να την έσωζε; Κι αν τον τσιμπούσε; Είχε το δικαίωμα να παρέμβει στη ροή των πραγμάτων; Είχε το δικαίωμα να σώσει τη ζωή της σφήκας; Ή μήπως έπρεπε να αφήσει τα γεγονότα να εξελιχτούν όπως είχε γίνει μέχρι τώρα; Μήπως συνέβαινε αυτό που λένε «πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό»; Ο Φώτης απόρησε με τις αναπάντεχες σκέψεις του, δεν ήξερε τι να κάνει. Έμεινε απαθής και αδρανής. Το βλέμμα του καθηλώθηκε στη σφήκα που χτυπούσε μάταια τα γεμάτα από υγρά φτερά της. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ο ήχος των φτεροκοπημάτων της ήταν μια έκκληση για βοήθεια. Όμως η απάθεια ήταν πιο ισχυρή και ο Φώτης παρέμενε ένας παρατηρητής που δεν συμμετείχε. Δεν είχε τη θέληση να ανακατευτεί. Με μια απλή κίνηση θα μπορούσε να τη σώσει, να κάνει μια καλή πράξη κι όμως δεν το αποφάσιζε. Θα μπορούσε να ήταν αυτός στη θέση της σφήκας. Μήπως κι αυτός δεν προσπαθούσε να επιβιώσει; Μήπως κι αυτός δεν χτυπούσε τα φτερά του για να ξεκολλήσει; Η σφήκα είχε φτάσει στο καλαμάκι, είχε γαντζωθεί πάνω του κι είχε ξεκολλήσει από το λιωμένο παγωτό. Έγλυφε τα μπροστινά πόδια της με μανία όταν γλίστρησε προς τα κάτω. Στο τσαφ πρόλαβε και δάγκωσε το καλαμάκι για να μη βουλιάξει και πάλι. Κρατιόταν από το στόμα και τα μπροστινά της πόδια, τα μεσαία πόδια πάλευαν να ξεκολλήσουν αλλά γλιστρούσαν πάνω στο πλαστικό, ενώ τα κάτω πόδια χτυπιόταν μέσα στο λευκό υγρό. Ο Φώτης μαγεμένος από την τρομακτική προσπάθεια που έκαμνε η σφήκα για να σώσει τη ζωή της, δεν κουνούσε παρά μόνο τα βλέφαρά του. Τώρα κάτι γινόταν, γιατί τα κάτω πόδια είχαν πιαστεί γερά στο καλαμάκι κι έδιναν μια βοήθεια στήριξης. Τα φτερά της που ήταν για ελάχιστα δευτερόλεπτα στον αέρα, είχαν στεγνώσει κάπως και κουνιόνταν τώρα βοηθώντας την προσπάθεια διάσωσης. Θα τα κατάφερνε; Ο Φώτης έφερε το ποτήρι πολύ κοντά στο πρόσωπό του. Αν τον έβλεπε κάποιος τρίτος, θα έλεγε ότι προσπαθούσε να χωρέσει το πρόσωπό του σε ένα ποτήρι. Σε μια στιγμή υπέρβασης της τετριμμένης «λογικής» ο Φώτης έβγαλε το καλαμάκι με την σφήκα από το ποτήρι και το πλησίασε σε απόσταση λίγων εκατοστών από το δεξί του μάτι. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ποτέ μια σφήκα δεν είδε ένα ανθρώπινο μάτι από τέτοια απόσταση. Ποτέ ένας άνθρωπος δεν κοίταξε κατάματα μια σφήκα. Ήταν μια «άχρονη» στιγμή. Ήταν η αρχή και το τέλος του χρόνου, για λίγο επικράτησε η ανυπαρξία του χρόνου. Όλη η αλήθεια ήταν εκεί. Όλη η αλήθεια έγινε φανερή. Και οι δυο την είδαν με τα μάτια τους. «Φώτη… τι κάνεις;» ήταν η φωνή της Κικής που επανέφερε το χρόνο. Η σφήκα πέταξε, ο Φώτης πρόλαβε να την δει να απομακρύνεται. «Κοιμήθηκες καθόλου;» ρώτησε την κοπέλα του. «Πολύ λίγο… είχε μια σφηκοφωλιά στο δέντρο… πού να ησυχάσω…»
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Όμηρος Ξενίδης και γεννήθηκα το 1965 στην Γερμανία όπου και παρέμεινα με τους γονείς μου μέχρι το 1978. Την χρονιά εκείνη επιστρέψαμε στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στην Κατερίνη όπου και εγκατασταθήκαμε. Το 1984 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και αποφοίτησα το 1988 ως πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Έπειτα, παρακολούθησα την Σχολή Ξεναγών του ΕΟΤ και εργάστηκα πολλά χρόνια ως γερμανόφωνος διπλωματούχος ξεναγός σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολούθησε το 1996 ο διορισμός μου ως καθηγητής φιλόλογος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στην οποία έκτοτε και εργάζομαι. Το 2007 ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και το 2014 μου απονεμήθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας του ΑΠΘ ο τίτλος του διδάκτορα της Φιλοσοφίας για την εργασία μου «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο». Οι σπουδές μου στο σύνολό τους απαίτησαν μία συνεχή ανάγνωση και μελέτη πολλών και διαφορετικών θεμάτων με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να γεννηθεί μέσα μου μία εσωτερική ανάγκη για έκφραση μέσω του γραπτού λόγου. Το «μικρόβιο» της συγγραφής με ώθησε από νεαρή ηλικία να «μουντζουρώνω» με λέξεις ολόλευκες σελίδες για να αφηγηθώ τα όσα ένιωθα και σκεφτόμουν. Είχα την μεγάλη χαρά να διακριθώ με ένα διήγημά μου το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο «20+1 Ιστορίες» (εκδόσεις Καστανιώτη 1999) και το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη το βιβλίο μου «Ο Βράχος και η Ελιά». Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2015 και η διατριβή μου με θέμα «Ουσία και μορφή στον κινηματογράφο».