Σήμερα στη στήλη "Να σε γνωρίσω καλύτερα" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Χρίστο Ρ. Τσιαήλη. Ο καλεσμένος μου ασχολείται με την ποίηση, το διήγημα, το μυθιστόρημα, το θέατρο. Έχει δημοσιεύσει έργα στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Το πιο πρόσφατο πόνημά του είναι η ποιητική σύνθεση "Ούγκα, Οστικοί Ιστορισμοί" που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2022 από τις Εκδόσεις Γκοβόστη. Η συζήτηση μαζί του με πήγε σε πολλά κι ενδιαφέροντα μονοπάτια!
Συνέντευξη: Αγγελική Καραπάνου
- Χρίστο μου, σε καλωσορίζω για μια ακόμη φορά στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ. Αρχικά θα σε ρωτήσω πότε μπήκε στη ζωή σου η λογοτεχνική γραφή.
Αγαπητή μου Αγγελική, ευχαριστώ για το κάλεσμα αυτό, με τιμά ιδιαίτερα. Ξεκίνησα να γράφω από την ηλικία των δεκαπέντε ετών, είχα ξεκινήσει με μικρά ποιήματα και διηγήματα των δυο τριών σελίδων. Έγραφα μόνος και κρυφά για χρόνια, μετά τα είκοσι-πέντε μου άρχισα να εξωτερικεύω τη γραφή μου και να δημοσιεύω.
- Ποιων λογοτεχνών το χάρισμα έχεις θαυμάσει με όλη σου την ψυχή;
Έχω θαυμάσει τον Τζορτζ Όργουελ, τον Καβάφη, τον Μαρκέζ, την Κάθριν Νέβιλ, τον Καζαντζάκη, τον Ντοστογιέφσκι, τον Μπέκετ, τη Σάρα Κέιν, την Ιζαμπέλ Αλιέντε, τον Δε Λα Βέγα, τον Τζέιμς Τζόυς, τον Ούλλιαμ Φόκνερ, την Άγκαθα Κρίστι, τον Τόλκιεν και τόσους πολλούς άλλους που θα μπορούσα να σου γέμιζα μια σελίδα μόνο με ονόματα. Όλοι εξαιρετικοί, ο καθένας στον τομέα του.
- Μέχρι στιγμής σε έχουμε δει να ασχολείσαι με την ποίηση, το διήγημα, το θέατρο και το μυθιστόρημα. Προτιμάς κάποιο από αυτά τα είδη ως μέσο έκφρασης;
Δεν έχω κάποια προτίμηση, Αγγελική μου, κάθε δημιουργία μου είναι ξεχωριστή κι αγαπημένη. Είναι περίοδοι ησυχίας που προτιμώ να αφοσιωθώ σε ένα μυθιστόρημα για πολλούς μήνες, κάποτε πάνω από ένα έτος, είναι όμως και περίοδοι έντονων διεργασιών που μου επιβάλλουν εγρήγορση, τότε προτιμώ να γράφω ποίηση ή διηγήματα, ή να αφοσιωθώ για μερικές εβδομάδες σε ένα θεατρικό.
- Γράφεις καθημερινά ή έχεις περιόδους πιο παραγωγικές και περιόδους ύφεσης;
Γράφω καθημερινά, έχουν τύχει όμως μερικές περίοδοι που έπρεπε να παραδώσω στο πανεπιστήμιο εργασίες, επομένως εκεί δεν έγραφα δημιουργικά, αλλά ακαδημαϊκά. Πάλι όμως έγραφα.
- Υπάρχουν αγαπημένες ώρες της μέρας ή της νύχτας που ασχολείσαι με το γράψιμο;
Προτιμώ τα ξημερώματα, κάποτε ξυπνάω γύρω στις 3 ή 4 τα ξημερώματα, γράφω για μερικές ώρες και μετά κοιμάμαι ξανά ως τις 11 το πρωί. Καθώς διδάσκω απογεύματα έχω αυτή την ευκολία.
- Το ταξίδι της συγγραφής είναι επίπονο, απολαυστικό ή και τα δύο; Τι συμβαίνει σε σένα;
Ενώ το ερώτημά σου περιλαμβάνει δύο χαρακτηρισμούς που θα μπορούσαν να «κολλήσουν» ως αισθήματα που κάποτε νιώθω όταν βυθίζομαι στη γραφή, εντούτοις θα έλεγα ότι το γράψιμο μού δίνει ξαλάφρωμα, εξιλέωση, κάθαρση. Νομίζω ότι έντονα επίπονη είναι η ζωή, ο φρενήρης ρυθμός στον οποίο μας ωθεί -- με τη γραφή ηρεμώ, έχω τον έλεγχο και καθαρίζω το υποσυνείδητό μου πιο αποτελεσματικά κι από τους εφιάλτες και τα όνειρα. Δεν είναι περίεργο, νομίζω, που κοιμάμαι πάντα βαθιά και σε απόλυτη ηρεμία. Η γραφή είναι το φάρμακό μου.
-Είναι γενικώς αποδεκτό πως η ποίηση και το διήγημα απευθύνονται σε λιγότερους αναγνώστες σε σχέση με το μυθιστόρημα. Γιατί πιστεύεις πως συμβαίνει αυτό;
Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή το διήγημα και το ποίημα συμπυκνώνουν το νόημα και τυγχάνουν επεξεργασίας με στόχο την αφαίρεση, τη διαστρωμάτωση των συμβολισμών και τον υπαινιγμό, κάτι που δυσκολεύει τον μέσο αναγνώστη. Αντίθετα, το μυθιστόρημα απλώνει το νόημα και είναι κατάτι πιο επεξηγηματικό. Αν και, σε πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα θα δούμε τακτικές υπαινιγμού, τεχνικές αποδόμησης και δημιουργία δομών που προκαλούν σύγχυση στον ανυποψίαστο αναγνώστη. Επομένως θεωρώ ότι ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει την ποίηση και το διήγημα ως προπύργιο εκπαίδευσης πριν επιχειρήσει να διαβάσει Τζέιμς Τζόυς ή Γουίλιαμ Φώκνερ. Το ίδιο συμβαίνει και με το μεταδραματικό θέατρο.
- Θα μπορούσες να σκεφτείς κάποιες προτάσεις-βήματα για ν’ αλλάξει αυτή η πραγματικότητα προς το καλύτερο;
Θεωρώ ότι οι λογοτεχνικές λέσχες θα έπρεπε να προωθούν και την ανάγνωση ποιητικών συλλογών ή συλλογών διηγημάτων, ή νουβέλας με σύγχρονη γραφή, όχι πως δεν γίνεται αυτό, αλλά πρέπει να ανοίξουν και προς τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές και διηγηματογράφους και να μην προωθούν μόνο κλασική ποίηση ή κλασικό μυθιστόρημα.
- Αν ήθελες να δώσεις μια περιγραφή στην ποίησή σου ,πού θα την κατέτασσες;
Είναι υπερρεαλιστική, μεταμοντερνική, όχι όμως με έντονα στοιχεία αποδόμησης, περισσότερο θα την χαρακτήριζα ελεύθερη πτήση-πτώση. Στην ποίησή μου προσπαθώ να κρατώ και να δίνω με δόσεις: παραδοσιακές τεχνικές, μοντέρνο λόγο αναμεμειγμένο με ισχυρές γλωσσικές στιγμές, επιστημονική φαντασία, τεχνολογία, ψυχολογία, πολιτική, φιλοσοφία. Θα ήθελα κάθε ποίημά μου να διαβάζεται τουλάχιστον τρεις φορές με ελαφρά διαφοροποιημένη και ενισχυμένη ερμηνεία κάθε φορά.
- Πάμε τώρα στην κυκλοφορία του πιο πρόσφατου βιβλίου σου, της ποιητικής συλλογής «Ούγκα,Οστικοί Ιστορισμοί», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη. Πόσο καιρό σου πήρε να την ολοκληρώσεις;
Το εν λόγω ποιητικό εγχείρημα στην ουσία δεν αποτελεί ποιητική συλλογή αλλά ένα μονοποίημα με σπονδυλωτή στοίχιση και μια ιδιαίτερη αρίθμηση, ως ένας τακτικά διασκορπισμένος σκελετός ενός ενιαίου σώματος. Το ποίημα αυτό ξεκίνησε να γράφεται πριν από πολλά χρόνια, όταν το εμπνεύστηκα στο μουσείο φυσικής ιστορίας του Παρισιού, στην αίθουσα με τα παλαιοντολογικά εκθέματα, ενώ παρατηρούσα τους σκελετούς των δεινοσαύρων. Συνέχισα για σειρά ετών να επανέρχομαι στο ποίημα καταγράφοντας τις σύγχρονες προκλήσεις που με «ιντρίκαραν», αφού πρώτα τις πρόβαλλα στο απώτερο παρελθόν ή στο απώτερο μέλλον μέσα από έναν λοξό φακό που επινόησα μόνο για αυτό το βιβλίο.
- Πες μας δυο λόγια γι’ αυτή τη δουλειά. Τι πραγματεύεται;
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο. Οι πρώτες λέξεις που άρθρωσαν τα ανθρωποειδή, εκείνες τις πρώτες χιλιάδες χρόνια που περιπλανήθηκαν και κυνήγησαν στη γη, είτε ήταν homo erectus είτε homo sapiens, είτε Neanderthal, είναι ένα σύνθετο ζήτημα που απασχολεί όχι μόνο την γλωσσολογία, αλλά και την ανθρωπολογία, την ψυχολογία, τη γενετική και άλλες επιστήμες. Η προέλευση του ανθρώπινου λόγου είναι ένα ζήτημα με πολυπλοκότητα και έχει τύχει προσέγγισης και ανάλυσης από πολλές διαφορετικές σχολές σκέψης. Το εν λόγω θέμα ενδιέφερε τους ανθρώπους από τα αρχαία χρόνια.
Είναι, εντούτοις, γεγονός ότι από την πρωτογλώσσα, τους πρώτους ήχους των πρωτόγονων, δεν υπάρχουν ανακτήσιμα κατάλοιπα στα υπολείμματα του αρχαίου υλικού πολιτισμού, δηλαδή τα οστά και τα κρανία των πρωτόγονων ανθρώπων, που μπορούν οι αρχαιολόγοι και οι παλαιοντολόγοι να εξετάσουν. Αυτές οι πρώτες λέξεις της επικοινωνίας των πρωτόγονων είναι άγνωστες. Επομένως κάθε εξήγηση και χαρτογράφηση του τρόπου ομιλίας των ανθρώπων πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια λειτουργεί μόνο στο θεωρητικό επίπεδο. Ακόμη και οι γλώσσες που έχουν εντοπιστεί και αναλυθεί σε απομονωμένες φυλές στον Αμαζόνιο και στην Πάπουα Νέα Γουινέα, είναι πλέον σε πολύ αναπτυγμένο επίπεδο πολυπλοκότητας για να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα.
Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι προσπάθησαν να δώσουν μια επιστημονική εξήγηση. Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος υπερασπιζόταν τη «φύσει» προέλευση της γλώσσας και, κατά συνέπεια, τη φυσική, βιολογική προϋπόθεση της εμφάνισης και της δομής της, αφού οι πρώτοι ήχοι αντανακλούσαν τα πράγματα στα οποία αντιστοιχούν τα ονόματα. Η ούτω καλούμενη «ονοματοποιία», κατά την οποία οι λέξεις είναι μιμητικές προς του ήχους της φύσης ακόμη και προς τα σχήματα και τις φωτοσκιάσεις των αντικειμένων, υιοθετήθηκε και από τους Γερμανούς επιστήμονες Γκριμ και Ρουσσώ, οι οποίοι ανέπτυξαν τη θεωρία της «επιφώνησης», σύμφωνα με την οποία οι πρωτόγονοι άνθρωποι μιμούντο τις κραυγές ζώων την ώρα της επικοινωνίας τους. Έπειτα ήρθε η θεωρία των Ορθολογιστών, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα είναι αποτέλεσμα «κοινωνικού συμβολαίου», καθώς οι πρώτοι άνθρωποι, αναπτύσσοντας κοινωνικούς δεσμούς και ένα επίπεδο νοημοσύνης ανώτερο των υπολοίπων ειδών, δημιούργησαν λέξεις επικοινωνίας όχι μόνο για τα αντικείμενα που τους αφορούσαν αλλά και για τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, για έννοιες πιο αφηρημένες. Αυτή η θεωρία βασίζεται στα συμπεράσματα του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Δημόκριτου από την Άβγη, ο οποίος θεωρούσε ότι η πρώτη γλώσσα δημιουργήθηκε «θέσει», με συνειδητό μηχανισμό δημιουργίας από τους πρώτους ανθρώπους, με τεχνητή επινόηση λέξεων που αναπτύχθηκε – αρχικά σε απλοϊκό επίπεδο – λόγω της ανάγκης μεταφοράς μηνύματος σε τρίτα πρόσωπα. Άλλη θεωρία, αυτή των Γερμανών Νουαρέ και Βρούσιερ, προτείνει τη δημιουργία των πρώτων επικοινωνιακών ήχων από τις «εργατικές κραυγές», τους ήχους που προέκυπταν κατά τη διάρκεια των συλλογικών εργασιών που έκαναν οι πρώτοι άνθρωποι, όπως το κυνήγι, το μαγείρεμα στη φωτιά, αλλά και άλλες στιγμές απόλαυσης ή πόνου. Όλες αυτές οι θεωρίες, πολλές φορές αντίθετες μεταξύ τους, καταλήγουν στο γεγονός ότι δεν υπάρχει δοσμένη γλώσσα αλλά αναπτύχθηκε σταδιακά, και ότι ο λάρυγγας των πρώτων ανθρώπων ήταν στις πρώτες χιλιάδες χρόνια ένα αδύναμο εργαλείο που μπορούσε να δημιουργήσει περιορισμένο αριθμό ήχων και συλλαβών με συνδυασμούς συμφώνων και φωνηέντων.
Γιατί έδωσα όλη αυτή την εκτενή ανάλυση; Ο ήχος «ούγκα» που επέλεξα για τον τίτλο της συλλογής μου είναι ένας από αυτούς τους ήχους, ίσως προφέρετο ως «ουγκ» ή «όυγκ», και μοιάζει πολύ με τους ήχους που εκφέρουν κάποια πιθηκοειδή. Δυστυχώς στις μέρες μας ο ήχος αυτός χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά από κάποιους κύκλους και στα social media ή σε τραγούδια, για να δείξουν υποτίμηση σε ανθρώπους ή πληθυσμούς, για δήθεν χαμηλή νοημοσύνη. Θεωρώ χυδαία αυτή την αντιμετώπιση, και ακόμη πιο ανήθικη τη χρήση ενός τόσο σημαντικού ήχου (αφού εξάσκησε τον λάρυγγα και τις φωνητικές χορδές των ανθρώπων για να παράξουν και άλλους ήχους, πιο πολύπλοκους) με τόσο αρνητικό φορτίο. Γι’ αυτό τον επέλεξα, ίσως κρατώντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θέλω να αποκαταστήσω τη σημασία του, να τον δικαιώσω, να τον εδραιώσω ως κάτι σημαντικό, χρησιμοποιώντας τον ως τίτλο ενός βιβλίου που ασχολείται με το αποτύπωμα του ανθρώπου στον πλανήτη.
- Θα ήθελες να μοιραστείς με τους αναγνώστες του ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ κάποια ποιήματα;
Θα ήθελα να δημοσιευτούν για πρώτη φορά δυο ανέκδοτά μου ποίηματα που αφορούν στο θέατρο:
ΤΑΥΤΙΣΗ
(ανέκδοτο ποίημα, του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη)
Με τίποτα δεν άγγιζε την ψυχή μας η παράσταση
στα πίσω καθίσματα δεν έφταναν πολλά
παρά την προσπάθεια όλων στη σκηνή και πίσω
στα κλεφτά αρχίσαμε ν' αλλάζουμε σειρά
κρυφά απ’ τους ταξιθέτες
κρυφά από τους άλλους θεατές
με ΧΙ σημαδεμένες θέσεις κενές
που οι μακρύθωροι συστηματικά απέφευγαν
όσο κοντεύαμε στη σκηνή εμείς οι πίσω,
δεξιά κι αριστερά σφύριζαν στ’ αυτιά μας
οι γκλίτσες που με ορμή εκσφενδόνιζαν οι βοσκοί
απουσίᾳ σκύλων
"όπι όπι" φώναζαν – ακούγαμε, ορκίζομαι -
κι οι τελευταίοι πλησιάζαμε να σχηματίσουμε γραμμή δική μας
κι ολοένα το έργο αποκτούσε νόημα.
Πρώτη σειρά:
ο Βλαδίμηρος
ο θείος Βάνιας
η Νόρα
η Κλυταιμνήστρα
η Φαίδρα
η Σάρα Κέιν
κι εγώ
περιμέναμε τη σειρά μας
ν' ανέβουμε επί σκηνής να ενώσουμε τις φωνές μας για ένα νέο νόημα
Έπρεπε να γίνει αλλαγή βάρδιας
το νέο έργο απαιτούσε απώλειες επί σκηνής
κάπου μακριά
τσακώνονταν οι σκηνοθέτες
για τον καταλύτη.
Ανέβηκα.
Πρωτόγνωρος κόσμος
αλλιώτικα φώτα
απειλητικά για τα γούστα μου.
Δεν ξέρω τον ρόλο μου
μα θα τον βρω
εύκολα
σε τέτοιο πάλκο φιλόξενο.
Δίπλα δυο γυναίκες γνωστές
ξεκίνησαν ήδη τη σφαγή
σε ένα σκοτεινό σημείο.
Με ένα εργαλείο ξυρίσματος
μού αφαιρεί το μαλλί από παντού
ο Αριστοφάνης.
Στο κέντρο της σκηνής ένα λουλούδι μαραμένο
σε αργή κίνηση γίνεται πιο φρέσκο
αποκτά το χρώμα του – κόκκινο
ανακτά τη μυρωδιά του – νομίζω γαρύφαλλο
νομίζω πρέπει να το προσφέρω κάπου
που ακόμη δεν γνωρίζω, δεν ξέρω αν θα το μάθω ποτέ,
αφού μετά από εμένα ανεβαίνουν στη σκηνή κατά δεκάδες οι θεατές
μετά κατά χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκ...
...καθώς απαγγέλω Άμλετ αποσπασματικά
θρυμματίζω τον μικροσκοπικό στήμονα του λουλουδιού
και σκορπίζω τους σπόρους
σ' ένα αφώτιστο παρτέρι στα παρασκήνια
δεν ξέρω αν ειν' αληθινό
μα το ελπίζω.
Η ΑΠΟΤΟΜΗ ΠΑΥΣΗ
(ανέκδοτο ποίημα, του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη)
Έχω μόνο ένα λεπτό
για να καταγράψω αυτό
που συμβαίνει ετούτη τη στιγμή
./
απότομα παύση στα πάντα
νόμισα το διάβασα
ως σκηνική οδηγία
εδώ στο χαρτί
σε παρένθεση στην 35η σελίδα
του νέου έργου που ανεβάζουμε,
σ' ένα σημείο του ρόλου
που ο διάλογος πήρε φωτιά.
Κοιτάζω γύρω
μα παγωμένοι κι οι άλλοι χαρακτήρες
διαπερνώ με έντονο βλέμμα (υποθέτω)
τον τέταρτο τοίχο:
παγωμένοι κι οι θεατές·
αμήχανοι οι φωτισμοί·
κοντά στον ιερό δάχτυλο
τα cues
σε αναμονή
Αφουγκράζομαι:
παγωμένη η πόλη
ενοχλητικός θόρυβος; ΚΑΝΕΝΑΣ
οι φωνές σταμάτησαν· το βουητό σίγασε
Προβάλλω τη νόησή μου εκτός στρατόσφαιρας:
η Γη δεν γυρίζει· δεν μοιάζει από ψηλά σαν ζωγραφιά·
το σύμπαν δεν διαστέλλεται·
καμία έκρηξη υπερκαινοφανούς·
οι μαύρες τρύπες ήρεμες,
δεν απορροφούν λαίμαργα
(πόσο περίεργο το αίσθημα να μην νιώθει κανείς την παραμικρή έλξη, έστω κι από την ιδέα της έλξης προς τα εμπρός)
Εικόνες στα αστρονομικά τηλεσκόπια από ένα μακρινό παρελθόν: ακινητοποιημένες
ο χρόνος ακίνητος· ο χώρος ακίνητος·
ο ήχος ακίνητος (δεν μπορώ να εξηγήσω την παράξενη επίδραση του ήχου που δεν ολοκληρώνεται και δεν αυξομειώνεται)
Σημαντική παύση
σαν πλαστικοποιημένη τρικυμία
βαθιά στο άγιο δισκοπότηρο
εκεί που κανείς δεν μπορεί διακρίνει:
ακίνητο το φως· ακίνητος ο Θεός
είμαι ιδιαίτερα ανέτοιμος
να απωλέσω την παραμικρή ουσία από το σώμα μου
κι είναι πια βέβαιο -- ακίνητο και το μέλλον
κανείς δεν γνωρίζει πόση ορμή
μπορεί να μαζέψει μια στιγμή
ολικής ακινησίας
μια παύση λόγω σκηνικής οδηγίας.
Φοβάμαι βαθύτερα από ποτέ
κοιτάω σε αργή κίνηση
τη λέξη μετά την παρένθεση
δεν μπορώ να την ψιθυρίσω
δεν μπορώ καν να την αρθρώσω
για να αρθεί η παύση
προσπαθώ, απεγνωσμένα,
μα είναι αδύνατον:
τ
Τ τ
τε
τε τε λ
τελ
τ
Ξάφνου(!) η παύση διακόπτεται
όλα συνεχίζουν κανονικά παντού
εκεί που είχαν μείνει
σαν να μην προέκυψε ποτέ μια τέτοια παύσις.
Ποιος ξέρει τι άλλαξε
εν τω μεταξύ
(αυτό το άδηλο μεταξύ)
και πού, κυρίως πού να άλλαξε κάτι
από την ανεξήγητη αυθαιρεσία του σκηνοθέτη
άλλης μιας αποτυχημένης μεταδραματικής παράστασης
σε ζωτικό χώρο
κι εγώ κάθομαι χάμω
στο νωπό κόκκινο χώμα
εξαντλημένος στον απόηχο
του μεγαλειώδους οράματος
να αναρωτιέμαι για τη δύναμη
της συμπαγούς οδηγίας
ενός γραπτού αφηγήματος
(Επόμενη Σκηνική Οδηγία: Μεγάλη Παύση)
και κλείνω το χειρόγραφο τρομοκρατημένος.
- Ας κλείσουμε με κάποιες ευχές σου για τη νέα χρονιά!
Εύχομαι σε όλους τους Έλληνες παντού στη γη να πλησιάσουν περισσότερο τη λογοτεχνία για να είναι πιο ευτυχισμένοι, λιγότερο ευάλωτοι στις προκλήσεις, περισσότερο ανεκτικοί στις θετικές αλλαγές, λίγο πιο αντιδραστικοί στις αρνητικές αλλαγές, λιγότερο κομματικοποιημένοι, περισσότερο αυτάρκεις και οικονόμοι και λιγότερο μεμψίμοιροι. Κι ας ευχηθούμε οι συγκυρίες της εποχής μας να συνεργήσουν, γιατί από μόνοι μας θα δυσκολευτούμε πολύ. Αλλά επιμένω, η λογοτεχνία μπορεί να μας βοηθήσει.
Χρίστο μου, σ’ ευχαριστώ για την παρουσία σου στο ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ. Σου εύχομαι τα καλύτερα!
Βρείτε το βιβλίο του Χρίστου Ρ. Τσιαήλη που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γκοβόστη στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.politeianet.gr