"Το έβδομο θύμα"- ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ- Ένα σπονδυλωτό αφήγημα (Εκδόσεις ενύπνιο, Φεβρουάριος 2023)-γράφει η Αθηνά Παπανικολάου

"Το έβδομο θύμα"- ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ- Ένα σπονδυλωτό αφήγημα (Εκδόσεις ενύπνιο, Φεβρουάριος 2023)-γράφει η Αθηνά Παπανικολάου

Τον Φεβρουάριο του 2023 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ενύπνιο το σπονδυλωτό αφήγημα του Στάθη Ιντζέ "Το έβδομο θύμα". Θα δούμε τη βιβλιοκριτική της συγγραφέως - φιλόλογου Αθηνάς Παπανικολάου!

Στάθης Ιντζές

ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΘΥΜΑ

Σπονδυλωτό αφήγημα

Εκδόσεις ενύπνιο, Αθήνα 2023

γράφει η Αθηνά Παπανικολάου

  Ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορούμε να το προσεγγίσουμε και να το σχολιάσουμε από πολλές πλευρές. Από την εννοιολογική κατάταξή του, από την πλευρά της γλώσσας και των σημαινόμενών της, από την πλευρά της ιστορίας που αφορμάται και μεταπλάθει, από την πλευρά των συναισθημάτων που εκλύει αλλά και των ιδεών που διαχέει στο σώμα του.

Απ’ όλες τις πλευρές το βιβλίο του Στάθη Ιντζέ είναι ένα πρωτότυπο λογοτεχνικό σώμα, ένα έργο  που ο ίδιος ονομάζει σπονδυλωτό αφήγημα και γραμματολογικά  θα το κατατάσσαμε στο είδος του εκτεταμένου διηγήματος ή της μικρής νουβέλας. Η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι κάθε σπόνδυλος, κάθε μικρό αφήγημα δηλαδή από τα δεκαεφτά που αρθρώνουν το βιβλίο, σε αντίθεση με το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να σταθεί με πλήρη αυτονομία, να διαβαστεί σαν ανεξάρτητη ιστορία με ολοκληρωμένη ανάπτυξη.  Όλοι όμως οι σπόνδυλοι ενώνονται υπόγεια με το νήμα της διαδρομής του κεντρικού προσώπου. Ευφυής ιδέα που αναπτύσσεται με τον συνδυασμό της ρεαλιστικής αφήγησης και του μαγικού ρεαλισμού. Ένα πραγματικό γεγονός πλέκεται με τη μυθοπλασία σε σφιχτές βελονιές χαρίζοντας ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Για την τεκμηρίωση της αναγνωστικής μου ματιάς θα δανειστώ την άποψη ενός σημαντικού εκπροσώπου του μαγικού ρεαλισμού, του Αργεντίνου Χούλιο Κορτάσαρ.

Ορίζοντας το διήγημα, ο σπουδαίος Λατινοαμερικάνος συγγραφέας, κι όπως αποδεικνύεται στην πρόσφατη έκδοση (2023) των δοκιμίων και ομιλιών του για το διήγημα, το μυθιστόρημα και τις σχέσεις τους με τη ζωή «Ποιητική και πολιτική της αφήγησης»  από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (μετάφραση Κώστας Βραχνός) και σπουδαίος θεωρητικός της λογοτεχνίας, γράφει: «ένα διήγημα κινείται σε εκείνο το ανθρώπινο επίπεδο όπου η ζωή και η γραπτή έκφρασή της βρίσκονται σε εμφύλια σύρραξη, αν μου επιτρέπεται ο όρος. Και το αποτέλεσμα της σύρραξης  είναι το ίδιο το διήγημα, μια ζώσα σύνθεση και ταυτόχρονα μια συνοπτική ζωή, κάτι σαν τρεμούλιασμα του νερού μέσα σε γυαλί, σαν παροδικότητα μέσα σε μονιμότητα. Μόνο με εικόνες μπορούμε να αποδώσουμε εκείνη τη μυστική αλχημεία που εξηγεί τη βαθιά απήχηση που έχει μέσα μας ένα σπουδαίο διήγημα, καθώς επίσης και γιατί υπάρχουν λίγα διηγήματα σπουδαία».

Από την άποψη του Κορτάσαρ, το αφήγημα ή διήγημα του Στάθη Ιντζέ είναι σπουδαίο γιατί αφήνει αποτύπωμα στον αναγνώστη του, γιατί προκαλεί αυτό το τρεμούλιασμα του νερού στη φαινομενικά ακίνητη επιφάνεια της μονιμότητας, ακριβώς σαν και το δυστύχημα που ενέπνευσε τη γραφή του και διέκοψε τη γραμμή της κανονικότητας. Σε άλλο σημείο του δοκιμίου του ο Κορτάσαρ παρομοιάζοντας το διήγημα με την τέχνη της φωτογραφίας, σε αντιδιαστολή με το μυθιστόρημα που το παραλληλίζει με τον κινηματογράφο, σημειώνει πως το διήγημα όπως κι ο φωτογραφικός φακός αποκόβει «ένα τμήμα της πραγματικότητας βάζοντάς του συγκεκριμένα όρια, αλλά με τρόπο ώστε αυτό το απόκομμα να επενεργεί σαν έκρηξη που ανοίγει διάπλατα μια πραγματικότητα πολύ ευρύτερη, σαν μια δυναμική θέαση η οποία υπερβαίνει πνευματικώς το πεδίο που καλύπτει ο φακός».

Κρατώ τις λέξεις «απόσπασμα» και «έκρηξη» για τη συνέχεια του σχολιασμού.

Πράγματι, έτσι λειτουργεί ένα σπουδαίο διήγημα. Το «ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΘΥΜΑ» αποκόπτει μια είδηση από τον επαρχιακό τύπο του 1964 και χτίζει πάνω στα θεμέλιά της με αποσπάσματα, μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα του Μουτζούρη στη χαράδρα του Χαλορέματος στο Πήλιο, τον Ιανουάριο του 1964, κι ο θάνατος του 15χρονου μαθητευόμενου ναυτικού Γεωργίου Φάλκη δίνουν το δημοσιογραφικό υλικό στον συγγραφέα για να το παραδώσει στη μυθοπλαστική του πένα. Ο Σ. Ιντζές μεταπλάθει σε επεισόδια ένα ολοκληρωμένο σενάριο ζωής και θανάτου. Αποκόβει το σύντομο πέρασμα ενός παιδιού από τον επίγειο βίο και το διαπλατύνει με την έκρηξη που πυροδοτεί η  αναγωγή του στον πυρήνα της ύπαρξής μας, στην τραγωδία της ανύποπτης και ξαφνικής απώλειας. Ο Γεώργιος Φάλκης, το πραγματικό θύμα, μετονομάζεται στις μικροϊστορίες του σε Ισίδωρος Ταγιάνης και παίρνει τη θέση του στο βαγόνι του θανάτου. Διαβάζοντας το βιβλίο μια ανατριχίλα διαπερνά τον /την αναγνώστη/τρια καθώς αναλογεί το συμβάν στο σύγχρονό μας δυστύχημα.             

Δε θα μπορούσε να φανταστεί και ο ίδιος ο συγγραφέας πως η γραφή του θα αποδεικνυόταν προφητική και τραγικά επίκαιρη, ένα μόλις μήνα μάλιστα μετά την έκδοσή της. Την πρώτη Μαρτίου του 2023, το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη που συντάραξε το πανελλήνιο θα ακούστηκε σαν τραγική ειρωνεία στον ίδιο. Οι εικόνες που ακολούθησαν από τον τόπο του φρικτού συμβάντος και όσα ακολούθησαν από την ταφή των θυμάτων συμπυκνώνονται στην τελευταία αφήγηση του βιβλίου και στην καταληκτική είδησή της « Πάνδημος εγένετο χθες εις Χαλοκηπίαν η κηδεία του δεκαπενταετούς Ισιδώρου Ταγιάννη, ο οποίος ηύρε οικτρόν θάνατον κατά το σιδηροδρομικόν δυστύχημα της παρελθούσης Πέμπτης 30 Απριλίου 1964» .

Διόλου τυχαία, ο συγγραφέας δανείζεται και στον τίτλο και στην παρουσίαση του μύθου, την τεχνική της κινηματογραφικής γλώσσας. Ας μου επιτραπεί να πω, πως το καλό διήγημα δεν αναλογεί μόνο στη στιγμιαία σύλληψη της φωτογραφικής τέχνης, όπως υποστηρίζει ο Κορτάσαρ. Μπορεί να ακολουθεί και την τέχνη του κινηματογράφου. Κι αυτό ισχύει στο « ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΘΥΜΑ». Αρχικά συνηγορεί σ’ αυτήν τη γνώμη ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου που έρχεται από την ομότιτλη αμερικανική ταινία νουάρ και μυστηρίου του 1943, με σκηνοθέτη τον Μαρκ Ρόμπσον και πρωταγωνιστές την Κιμ Χάντερ, τον Τομ Κόνγουεϊ και την Τζην Μπρουκς. Μια ταινία σκοτεινή, ένα θρίλερ για τον φόβο του θανάτου, τον τρόμο που αυτός γεννά στις ψυχές των ανθρώπων. Στη συνέχεια, κάθε αφήγημα έχει τα χαρακτηριστικά μιας ταινίας μικρού μήκους με διακριτό πυρήνα, αυτοτελές σενάριο και δυνατές εικόνες. 

Με flash back αφήγηση,  ο συγγραφέας καταργεί και τη γραμμικότητα του χρόνου, πατώντας στιβαρά στα χνάρια του μαγικού ρεαλισμού της Λατινοαμερικάνικης σχολής και δημιουργεί μια ασάφεια στα πρόσωπα των αφηγητών, τα οποία σε άλλες ιστορίες ταυτίζονται με τον ίδιο και σε άλλες με τον μυθολογούμενο ήρωά του, εντείνοντας έτσι το μυστηριακό κλίμα. Εκεί όμως που δεν αφήνει καμία ασάφεια να εμφιλοχωρήσει είναι ο τίτλος και το εισαγωγικό σημείωμα που μας πληροφορεί πως όσα θα διαβάσουμε αφορούν ένα θύμα. Γνωρίζουμε το τέλος  της ζωής του αλλά δε γνωρίζουμε τι προηγήθηκε αυτού. Ποιες σελίδες γέμισαν το τετράδιο του σύντομου βίου του; Θα ανασυνθέσουμε αυτόν τον βραχύ βίο καθώς ο ίδιος θα μας ξεναγεί στο χωριό του με λίγες γραμμές από τις μαθητικές του εκθέσεις που λειτουργούν ως πρόλογοι στην κυρίως αφήγηση.  Η μεταγραφή των αποσπασμάτων του τετραδίου στην καθαρεύουσα, συνιστά άλλη μια έξοχη επιλογή του λογοτέχνη για την ανάπλαση της εποχής που συνέβη το δυστύχημα. Με τον ρυθμό μιας ταινίας που ανοίγει τα πλάνα της στο παρελθόν, αλλά και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα τσέπης του προηγούμενου αιώνα, καλούμαστε να ακολουθήσουμε σε αναδρομική πορεία τον βίο του ναυτόπαιδα Ισίδωρου Ταγιάννη, μέχρι τη μέρα του βίαιου κι αδόκητου θανάτου του που προαναγγέλει η είδηση των «Παγασητικών Χρονικών» στην αρχή του βιβλίου. Άλλωστε η εναρκτήρια σκηνή, το λάκτισμα για την αφήγηση, είναι η έξοδος του Ισίδωρου από τη σκοτεινή αίθουσα όπου προβαλλόταν η ταινία «Το έβδομο θύμα» για να προλάβει το τρένο που θα τον οδηγούσε στην πρωτεύουσα. Ενδιάμεσα, σαν ιντερμέδια ή σαν χορικά αρχαίου δράματος που καθυστερούν την πλοκή και συνάμα εντείνουν με το μεταφυσικό τους κλίμα την αγωνία του τέλους, εντίθενται αφηγήσεις από τη μυθολογία του ορεινού χωριού του, δεμένες με βιώματα και αναμνήσεις του ίδιου του συγγραφέα, όπως μαρτυρούν και οι αφιερώσεις των ιστοριών. Θρύλοι που παραδόθηκαν προφορικά στη συλλογική λαϊκή μνήμη, ενώνονται με στιγμιότυπα της επαρχιώτικης ζωής και προοικονομούν το θλιβερό τέλος.  Η ένωση της κινηματογραφικής μυθοπλασίας με τη ζωή του ήρωά του και η εμπλοκή του τυχαίου γεγονότος ( εδώ μια ανεμοθύελλα), ως απρόβλεπτος αλλά καθοριστικός παράγοντας του συμβάντος, θυμίζουν την προηγούμενη νουβέλα του συγγραφέα «ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΜΑΝΟΥΕΛ ΒΑΡΑΣ» αλλά και την έξοχη σκηνοθεσία του Γούντυ Άλεν με τον τρόπο που εκθέτει τα διάφορα στάδια της ζωής του στο «Μέρες ραδιοφώνου», δίνοντας έτσι την αρχή του μίτου ώστε να ξετυλιχθεί με στιγμιότυπα το κουβάρι της ιστορίας. Κάθε μικρή αφήγηση τιτλοφορείται ώστε να διαφυλάξει την αυτονομία του περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα επεισόδιο, ένα πλάνο αυτής της ζωής. Το μικρό απόσπασμα γεωγραφικής παρουσίασης του τόπου από τις μαθητικές εκθέσεις του Ισίδωρου ή η σύντομη είδηση από τα ψιλά των εφημερίδων, γεωργεί το έδαφος όπου θα σπαρθεί το κεντρικό θέμα που ακολουθεί. Σε κάθε ιστορία, αυτό το μότο αποσπασμάτων λειτουργεί ως αναγκαίο φόντο, ως το βάθος στο πλάνο της σκηνής που θα εμφανιστεί στην οθόνη. « Εάν θέλετε να μεταβείτε πεζοπορούντες εις Χαλοκηπίαν (απόστασις μιάς και ημισείας ώρας) θα πρέπει να ανέλθετε εις το πρανές του λόφου που δεσπόζει όπισθεν του σιδηροδρομικού σταθμού …»  Χωρίς την τοπογραφία δεν υφίσταται σενάριο. Χωρίς γη, γενέθλιο χώμα, δεν υπάρχει έμβια παρουσία για να θρηνήσουμε μετά τον χαμό της. Όπως στο δημοτικό τραγούδι, ο θνήσκων πρωταγωνιστής θρηνεί πρώτα τη φύση και τον τόπο που χάνει, έτσι κι εδώ η περιγραφή του τόπου που προηγείται, μεγεθύνει τον πόνο της απώλειας. Όλα ωραία καμωμένα μα και μοιραία συνάμα. Είναι σαν να μας κλείνει το μάτι ο συγγραφέας λέγοντάς μας «κοιτάξτε, όσα θα διαβάσετε, έλαβαν χώρα πραγματικά, σε αληθινό τόπο και χρόνο, δεν είναι προϊόν της φαντασίας μου». Καθώς διάβαζα το βιβλίο δεν απέφυγα ταυτίσεις και ερωτήματα για τη ζωή πολλών από τα θύματα του πρόσφατου δυστυχήματος. Κατά τραγική σύμπτωση τα περισσότερα ήταν παιδιά που σπούδαζαν, που σίγουρα έβλεπαν κινηματογράφο, που το καθένα τους κουβαλούσε, εκτός από τη βαλίτσα και το ατομικό οικογενειακό του κάδρο, έναν γενέθλιο τόπο, και τη μνήμη μια σύντομης ζωής, ακριβώς όπως κι ο Ισίδωρος Ταγιάννης, ένα φτωχόπαιδο από χωριό του Πηλίου, που έφυγε για το μεγαλύτερο κι ανεπίστρεπτο ταξίδι, πριν προλάβει να μπαρκάρει στις μεγάλες θάλασσες και ωκεανούς της γης. Ποια όνειρα άραγε έκανε αυτό το παιδί, τι σχεδίαζε για τη ζωή του, τι επιθυμούσε περισσότερο, θα γινόταν καλός ναύτης, θα του άρεσε τελικά η θάλασσα, σε ποια λιμάνια θα αγκυροβολούσε, τι θα έφερνε πίσω στο χωριό του απ’ όλα τα ταξίδια; Ποια όνειρα αντίστοιχα είχαν τα παιδιά στα Τέμπη, πώς σχεδίαζαν το μέλλον τους, τι έγραφαν στις δικές τους μαθητικές εκθέσεις; Ίσως στο μέλλον ένας άλλος λογοτέχνης να δανειστεί τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής μας και να μεταπλάσει τη φωνή τους. Είναι πολύ νωρίς να ξέρουμε, κι ας μου επιτραπεί, είναι και ιερόσυλη πράξη κάθε μεταγραφή, όσο το πένθος είναι νωπό. Χρειάζεται η μεσολάβηση του πανδαμάτορα χρόνου ώστε να πάρει τη σκυτάλη η λογοτεχνία, να μετατρέψει το γεγονός σε δική της ιστορία και να μαλακώσει ή να οξύνει τον τρόμο του βίαιου θανάτου.

Ας μείνουμε λοιπόν στον Ισίδωρο Ταγιάννη, αυτό το μικρό ναυτάκι που αγαπάει στις γραφές του την ορεινή, φτωχή πατρίδα του και δε θα επιστρέψει ποτέ ζωντανός κοντά της, αφού στο δεύτερο ταξίδι με τρένο, αυτό της επιστροφής, άλλαξε όχημα όπως μας πληροφορεί και πάλι ο τύπος, για να αγοράσει μία εφημερίδα. Και αφού δεν μπορεί να μας περιγράψει εξωτικά τοπία από ταξίδια που δεν πρόλαβε να κάνει, ας ξεναγηθούμε στη γραφική Χαλοκηπιά του που στέκει σαν μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα κι ας αντικρίσουμε τους δρόμους της, την πηλιορείτικη πλατεία με τα χαρακτηριστικά πλατάνια της, τους αγρούς και τους κατοίκους με τις ασχολίες τους, μα πρώτα απ’ όλα κι όλους, ας γνωρίσουμε τη μάνα και τον πατέρα του, γονείς  που δεν μπόρεσαν ποτέ να του δώσουν ένα χάδι. Ζωή σκληρή που κάνει ακόμα πιο σκληρό το ξαφνικό κόψιμό της. Ας μάθουμε τις παράδοξες ιστορίες του χωριού που η μία γενιά παρέδιδε σε άλλη. Έτσι η γεωγραφία γίνεται ανθρωπογεωγραφία κι αυτή με τη σειρά της μυθολογία. Μπορεί ο έφηβος Ισίδωρος να μην πρόλαβε να δει το τέλος της αμερικάνικης ταινίας και ούτε να φανταστεί πόσο κοντά ήταν το δικό του, εμείς όμως μαθαίνουμε όσα χρειάζονται για να ζωντανέψουμε το πρόσωπό του.

Ο συγγραφέας έγραψε το « ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΘΥΜΑ» ενώνοντας τον ρεαλισμό με το μεταφυσικό στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού που κυριαρχεί στο προηγούμενο βιβλίο του « Η Μήνα και άλλες ιστορίες», σε μικρότερη όμως έκταση. Εκεί που η αφήγηση καταγράφει τα τοπόσημα  και τη βίαιη ιστορία τους, εκεί ακριβώς εισβάλλει το παράδοξο είτε για να απομειώσει τη φρίκη, όπως ακριβώς στις παραβολές, είτε για να προδικάσει τη δύναμη των άλογων και παράλογων στοιχείων που σέρνουν μαζί τους το κακό. Μήπως κι αυτός ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος τη Μεγάλη Πέμπτη (Ο συγγραφέας μεταθέτει το συμβάν στην Εβδομάδα των Παθών, στην ημέρα της Σταύρωσης) που έριξε τον Μουντζούρη στη χαράδρα δεν ήταν ένα τέτοιο ανεξέλεγκτο στοιχείο που υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική;  Το αδόκητο, το αιφνίδιο, το απρόβλεπτο του βίαιου θανάτου, ιδιαίτερα των παιδιών, διακόπτει τη γραμμή της κανονικότητας και ανοίγει μέγα χάσμα. Προκαλεί τον πιο βαθύ και αξεπέραστο πόνο.

Ο τρόπος όμως που τον αφηγείται ο Σ.Ιντζές δεν έχει στόχο να προκαλέσει την ανείπωτη θλίψη για το θύμα. Αντίθετα, κατευνάζει τη συναισθηματική έκρηξη που εύλογα προκαλεί ένα τέτοιο τραγικό συμβάν και προσκαλεί να στοχαστούμε πάνω στο γεγονός πως συχνά δεν υφίσταται κανονικότητα στη ροή της ζωής, να συμφιλιωθούμε με την παραδοχή πως ο θάνατος καραδοκεί με χίλιες μορφές, ακολουθώντας τα βήματά μας. Αυτό τον παραμυθητικό ρόλο αναλαμβάνουν οι εμβόλιμες ιστορίες των χωρικών, αφού οι συχνές ανατροπές στην επαναλαμβανόμενη ρουτίνα τους και ο τρόμος της βίαιης διακοπής της ζωής, ήταν ο κανόνας στις κοινωνίες των αρχών του προηγούμενου αιώνα αλλά και όσων προηγήθηκαν αυτού. Ο πλούτος των λαϊκών μεταφυσικών αφηγήσεων εγκιβωτίζεται δημιουργικά στο βιβλίο.

Αξίζει βέβαια να αναφερθώ και στη γλώσσα του βιβλίου. Τα προλογικά σημειώματα από τις εφημερίδες και το τετράδιο του Ισίδωρου είναι γραμμένα φυσικά στην καθαρεύουσα της εποχής, ενώ τα διηγήματα στη δημοτική, σαν διάστικτες ψηφίδες με λίγες λέξεις της ντοπιολιαλιάς ή του επαγγελματικού ναυτικού γλωσσαρίου. Με αυτόν τον τρόπο ενώνονται οι εποχές και τα στάδια της εξέλιξης της γλώσσας μας, ο δημόσιος επίσημος λόγος του τύπου και της εκπαίδευσης με τον προφορικό του λαού, στα καλοδουλεμένα ελληνικά του συγγραφέα. Ο γλωσσικός δυισμός της ελληνικής κοινωνίας, μέχρι σχεδόν τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, δε συνιστά στο βιβλίο ανακολουθία ή πηγή διχασμού αλλά καταγραφή και αποδοχή όλων των γλωσσικών τύπων, των παλαιότερων με το ύφος ενός Παπαδιαμάντη ή της Νεωτερικής Γεωγραφίας, των εκ Πηλίου διαφωτιστών, Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά, ενώ των νεότερων με τη δημοτική της νεοελληνικής πεζογραφίας στα καθαυτά αφηγηματικά μέρη. Είναι λογοτεχνικό και ιστορικό ευτύχημα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η συνύπαρξη της διαχρονίας και των δύο τύπων στο ίδιο έργο.

Επιλογικά, θα δανειστώ πάλι τις παρατηρήσεις του Χ. Κορτάσαρ από την «Ποιητική και Πολιτική της αφήγησης» στο σημείο που αναρωτιέται «ποια είναι η αρετή ορισμένων αξέχαστων διηγημάτων»: 

Η απάντηση που δίνει αφορά και το «ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΘΥΜΑ»:

 « Γιατί επιζούν στη μνήμη; Σκεφτείτε ποια διηγήματα δεν μπορείτε να ξεχάσετε και θα δείτε ότι έχουν όλα το ίδιο χαρακτηριστικό: περικλείουν μια πραγματικότητα απείρως πιο εκτεταμένη από εκείνη της απλής τους ιστορίας και γι’ αυτό επιδρούν μέσα μας με μια δύναμη που δεν παραπέμπει στην ταπεινότητα του φανερού περιεχομένου τους, στη βραχύτητα του κειμένου τους. Και ο άνθρωπος που κάποια στιγμή επιλέγει ένα θέμα και φτιάχνει με αυτό ένα διήγημα θα γίνει μεγάλος διηγηματογράφος , αν η επιλογή του περιλαμβάνει –ενίοτε χωρίς να το συνειδητοποιεί- εκείνο το υπέροχο άνοιγμα από το μικρό στο μεγάλο, από το ατομικό και περιορισμένο προς την ίδια την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε διαχρονικό διήγημα είναι σαν τον σπόρο μες στον οποίο κοιμάται το γιγάντιο δέντρο. Το δέντρο αυτό θα μεγαλώσει εντός μας, και η σκιά των κλαδιών του θα απλωθεί στη μνήμη μας».

Το σπονδυλωτό αφήγημα του Στάθη Ιντζέ, μικρό το δέμας πόνημα, αλλά μεγάλο στο βάθος, καταγράφει στη μνήμη, σαν δέντρο που άπλωσε τις ρίζες του εντός μας, τη ζωή και τον θάνατο του άτυχου ναυτόπουλου Ισίδωρου Ταγιάννη και τη μεταγράφει σαν ιστορία όλων των αδόκητων θανάτων, όλων των δικών μας απωλειών. Με αυτήν την έννοια αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Αθηνά Παπανικολάου, Φιλόλογος –συγγραφέας

 

               

 

      

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr