Σήμερα,στη στήλη "Καλοτάξιδο" θα σας παρουσιάσω τον λογοτέχνη Κωνσταντίνο Βορβή. Ο φιλοξενούμενός μου γεννήθηκε στη Λάρισα και διαμένει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει επτά βιβλία ποίησης και πεζών. Διηγήματα,ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στον λογοτεχνικό τύπο. Η ποίησή του είναι αφηγηματική,λυρική,προσωποκεντρική. Ο λόγος του είναι πολύχρωμος,ατμοσφαιρικός,βαθύς. Η εναλλαγή των εικόνων γίνεται με ρυθμό κινηματογραφικό,κρατώντας σ'εγρήγορση τον αναγνώστη. Η πένα του ζωγραφίζει με διεισδυτικότητα κι ενσυναίσθηση τις στιγμές και τα παθήματα των ηρώων του. Εμείς θα έρθουμε σ'επαφή με τέσσερα πολύ ξεχωριστά ποιήματα από την πρόσφατη ποιητική του εργασία "Ο ήρωας του φθινοπώρου" που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Πανός. Θα ευχηθώ να είναι ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΗ!
Από την ποιητική συλλογή «Ο ήρωας του φθινοπώρου», εκδόσεις Οδός Πανός, 2022
Ο ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Ο χρόνος είχε σταματήσει
άνθρωποι αδιάφοροι
διέσχιζαν τα πεζοδρόμια
πετούσαν καμένα τσιγάρα
στον δρόμο ενοχικά
και βιαστικά επέστρεφαν
στην ατέρμονη πορεία τους.
Ξεχασμένοι
κάπου στο απρόσωπο φόντο
χαμένοι ναυαγοί της εποχής μας
μέσα στο αδίστακτο στροβίλισμα
απόκληροι των αστερισμών
ακίνητοι
να δίνουμε μορφή
και να κινούμαστε αυτοκτόνοι
προς την άβυσσο.
Σε ξέρω
ήρωα του φθινοπώρου
σε γνώρισα
προτού φύγεις
για τα απάτητα οροπέδια
ακολουθώντας το δειλινό.
Τώρα που σμίγει
το φως με το σκοτάδι
και η ζωή με τον θάνατο
άκουσε τη φωνή μου
για τελευταία φορά
ανάμεσα στα φύλλα
καθώς βραδιάζει
και στις τζαμαρίες
των μικρών καταστημάτων
παγώνει το χιονόνερο.
Μείνε λοιπόν αυτή τη νύχτα
στον θάνατο των άστρων
μόνοι και γύρω μας ο κόσμος
μέχρι να μας χτυπήσει το φως
και μετά χάσου
σε μια ορφανή μέρα του Σεπτέμβρη
χάσου
για να σε ξαναδώ μονάχα
αιχμάλωτο του πλήθους
στην επέτειο ενός πόνου
που αποκαθήλωσε τον ήλιο
όταν κάθε πίστη μου ξεψυχήσει
εκτεθειμένη δημόσια
στα βέβηλα βλέμματα των ανθρώπων.
ΑΠΟΨΕ
Απόψε
οι δρόμοι έχουν αδειάσει
τα σινεμά της Ομόνοιας
είναι κλειστά από νωρίς
και τα ταξί στις πιάτσες
περιμένουν καθηλωμένα
τους τελευταίους χαμένους
από τις παράνομες λέσχες.
Περπατώντας την
3ης Σεπτεμβρίου
όταν περάσεις νευρικά
από τα στέκια των ναρκομανών
και τα στενά των οίκων ανοχής
όταν πετάξεις το αποτσίγαρο
στην βρεγμένη άσφαλτο
όταν φύγεις στον παράδρομο
τίποτα δεν θα έχει αλλάξει.
Η πόλη εξαφανίζεται
πίσω τρέχουν μεθυσμένοι
το ατέλειωτο σκούρο
της παλαιάς Εθνικής
η άπλα των λωρίδων
κάποια μακρινά φώτα
σημαίνουν τον προορισμό.
Τα φρένα σκληρίζουν
και το μέταλλο καυτό
τα καθίσματα άδεια
ο συνοδηγός μακριά
μόνος απέναντι
στην αλήθεια.
Αυτό το βράδυ θα περάσει
νύχτα, νύχτα του καιρού
τα παράθυρα κλειστά
ο νιπτήρας στάζει
λεπτές σταγόνες
τα σφυριά χτυπούν
στις άκρες των κροτάφων
η σιωπή
όταν παύουν οι φωνές•
με θλίψη και αξιοπρέπεια
θα περάσει
κι αυτό το βράδυ.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Μοναχικός
κάτω από την γκροτέσκα γέφυρα
του αυτοκινητοδρόμου
κοιτούσε το φλόγισμα των άστρων
στον ουρανό
που δεν αντίκρισε ποτέ.
Προσπαθούσε να καλύψει
το πληγωμένο μωσαϊκό
να ξεθάψει από τις στάχτες
μια ξεραμένη επιθυμία για ζωή
ενώ έβλεπε το κομμένο του πρόσωπο
στην όψη ενός γυαλιού
σε ένα θραύσμα από θαμπό καθρέπτη
ραγισμένου και πεταμένου
δίπλα σε κάδους σκουπιδιών.
Όμως ο κόσμος του είχε πεθάνει
προτού ακόμα γεννηθεί.
Στα χέρια του κρατούσε
τα καρφιά των αναμνήσεων
και ένα χλωμό γαρύφαλλο.
Χάραξε αργά
το δέρμα του προσώπου του
και το χώμα ξεδίψασε
από το αιθέριο αίμα
στα σύννεφα.
Ο κόσμος του πέθανε
προτού ακόμα γεννηθεί.
ΕΫΝΑΡΔΟΥ 54
Κοίταξε το ρολόι ξανά –
η τελευταία δόση των ηρεμιστικών
έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί.
Εκείνη η μέρα ήταν διαφορετική
η ξεραμένη ώχρα του ήλιου
τα χρώματα στο απέναντι μπαλκόνι
ένα πρωινό χωρίς θορύβους
που επέτεινε την ένταση.
Έκατσε στην πολυθρόνα του
με την πλάτη σε έναν πίνακα
που ζωγράφισε
πριν ακριβώς δυο μήνες
στην προηγούμενη απόπειρα
να γνωρίσει την γαλήνη.
Η ζωή του υπήρξε ένα έκστιλβο τίποτα.
Ξεκίνησε ξένος και προχωρούσε
χωρίς νόημα χωρίς σκοπό
προσευχόταν για την τρικυμία
να νιώσει σε περαστικές στιγμές
το αίσθημα ανάγκης για ό,τι
πιο πολύτιμο του πρόσφεραν.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
Κοίταξε προς τον δρόμο.
Μετά κοίταξε προς τον ουρανό.
Στην πίσω όψη ενός περιοδικού
δίπλα στις διαφημίσεις και τις αγγελίες
σημείωσε με ξέθωρο μπλε μελάνι:
«Μέσα στην έρημο αναζητώντας το νερό
στον ξερό ήλιο και την ανομβρία
και τώρα διψασμένος στην θάλασσα
γύρω η αφθονία του θησαυρού μου
κι εγώ ανήμπορος να ξεδιψάσω
για αυτό και δεν σε πίστεψα ποτέ!».
Το ήξερε πλέον –
οι υποκριτικές αμφιβολίες
είχαν στερέψει
οι αυταπάτες είχαν διαλυθεί
και συνομιλούσε με την πραγματικότητα
για πρώτη φορά
σε σαράντα πέντε χρόνια.
Το ήξερε πλέον –
μόνος είχε έρθει και μόνος θα έφευγε
το χέρι της μάνας δεν τον παρηγορούσε
τα δάκρυα δεν ήταν αρκετά να καλύψουν
την ασχήμια μιας ζωής που δεν επέλεξε
και την κοινή κατάληξη που καραδοκούσε
και θρεφόταν με τον δικό του θάνατο.
Καθώς ο ήλιος βασίλευε ράθυμα
και τα φώτα άναβαν στους δρόμους
έπιασε το στυλό με το λιγοστό μελάνι
και έγραψε, το ξέρω πως έγραψε, βιαστικά:
«Γαλήνη αδερφή του θανάτου
σιώπησα για μια στιγμή και άκουσα
το χιόνι να ακουμπά τα φύλλα
τους κόκκους άμμου των ερήμων
τη δύσπνοια του λαβωμένου ηλίου».
Ένα ηλιοβασίλεμα στην Αθήνα.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Κωνσταντίνος Βορβής γεννήθηκε το 2000 στην Λάρισα. Ζει και γράφει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει επτά βιβλία ποίησης και πεζών. Ποιήματα, διηγήματα και άλλα κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Βρείτε το βιβλίο "Ο ήρωας του φθινοπώρου" του Κωνσταντίνου Βορβή στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.politeianet.gr