Σαν σήμερα, στις 4 Ιανουαρίου 1965 έφυγε για τους ουρανούς ο σπουδαίος Άγγλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Τόμας Έλιοτ. Θα θυμηθούμε ένα απόσπασμα από το έργο του "Η έρημη χώρα". "Το κήρυγμα της φωτιάς"!
Το κήρυγμα της φωτιάς (Η έρημη χώρα)-ΤΟΜΑΣ ΕΛΙΟΤ
...Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ 'το γραφείο, που η μηχανή του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο, μπορώ να ιδώ
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού. μαζεύει τ' απομεινάρια
του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από κονσέρβες.
Έξω από το παράθυρο απλωμένα ριψοκίνδυνα
Στεγνώνουνε τα σώρουχά της στου ήλιου τις τελευταίες αχτίνες,
Στοιβαγμένα στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι της)
Κάλτσες, παντούφλες, μεσοφόρια, κορσέδες.
Εγώ ο Τειρεσίας, γέροντας με ρυτιδωμένα βυζιά
Διάκρινα τη σκηνή, και προφήτεψα τα επίλοιπα-
Κι εγώ περίμενα τον αναμενόμενο ξένο.
Εκείνος, νέος όλο σπυριά, καταφτάνει,
Υπάλληλος πρακτορείου μικροεταιρίας,
Με βλέμμα θαρραλέο κάποιος απ'τους μικρούς
Όπου η αυτοπεποίθηση είναι καθισμένη
Σαν το ψηλό μπραντφορδιανού 'κατομμυριούχου.
Τώρα η στιγμή είναι πρόσφορη, καθώς εικάζει,
Απόφαγε ,βαριέται κι είναι κουρασμένη,
Κάνει μια απόπειρα να την μπλέξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί, μήτε αποδοκιμάζει.
Πυρός κι αποφασιστικός, ρίχνεται αμέσως .
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση.
Η ματαιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.
Κι εγώ ο Τειρεσίας υπόφερα απ' τα πριν όλα
Που εγίναν στο ίδιο τούτο ντιβάνι είτε κρεβάτι .
Εγώ που κάθισα στη Θήβα κάτω απ' τα τείχη
Και περπάτησα ανάμεσα στους χαμηλότερους νεκρούς.
Δίνει ένα στερνό προστατευτικό φιλί
Και βγαίνει ψάχνοντας τη σκάλα τη σβηστή...
Εκείνη ρίχνει στον καθρέφτη μια ματιά,
Πως ο εραστής της έφυγε το νιώθει μόλις .
Από το νου της μια άμορφη σκέψη περνά:
"Λοιπόν έγινε ό, τι έγινε: καλά που έχει τελειώσει".
Όταν στην τρέλα αφήνεται η ομορφονιά
Και πάλι, μόνη, βηματίζει απάνω κάτω,
Μ' αυτόματο χέρι διορθώνει τα μαλλιά
Κι έπειτα βάζει μια πλάκα στο φωνογράφο. [...]
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης
Πηγή: Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Μαρία Λαϊνά, Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα,2007