Στις 10 Αυγούστου 1953, γεννήθηκε ο βραβευμένος Αμερικανός ποιητής Μαρκ Ντότι. Θα γνωρίσουμε ένα ποίημά του,αφιερωμένο στον ποιητή Καβάφη.
Στον Καβάφη (1987)-ΜΑΡΚ ΝΤΟΤΙ
Το θέμα της κουβέντας ήτανε ο πόθος,
το πώς κάποιες φορές μια εικόνα,
μια επιφάνεια, κατορθώνει κι επιβάλλεται:
εκείνο το αγόρι για παράδειγμα που απ’ την ακτή
κοιτάζαμε, με την πλάτη μισό-γυρισμένη
προς το μέρος μας, να στέκεται στην πλωτή εξέδρα
της λίμνης 10. Πέντε κολυμβητές –
πρωταγωνιστές σε μια ιστορία
που κατασκευάζω εξίσου όσο και θυμάμαι –
έκαναν στάση για λίγο πάνω στην εξέδρα,
ενώ μια αραιή ομίχλη πύκνωνε
το φως του απογεύματος, τέλος
Αυγούστου. Παρόλο που βρίσκονται σ’ έναν
πολύ περιορισμένο χώρο, κρατούν προσεκτικά
τις αποστάσεις μεταξύ τους.
Οι δύο εξετάζουν το νερό,
ο ένας κοιτάζει πέρα, προς το
αχνό όριο της ακτής. Αριστερά
στέκονται οι ψηλότεροι, αγόρια του Λυκείου.
Ο ένας κοιτάζει προς το μέρος μας με τα χέρια
διπλωμένα στο στήθος, μαζεμένος,
στη σκιά, όμως το φως αρπάζει
του υπέροχου φίλου του
τους υγρούς ώμους και τους μετατρέπει
σε μια λευκή ακτίνα που αιωρείται στο, θαμπωμένο απ’ την ομίχλη,
απόγευμα. Η ώρα είναι περασμένη για κολύμπι.
Αυτός που λάμπει στέκεται με τόση σιγουριά,
σε τέλεια ισορροπία, πόδια σταθερά,
ίσως απ’ την εξέδρα να ταλαντεύεται λιγάκι μπρος και πίσω.
Στη μνήμη έχει καταγραφεί μια απλή επιφάνεια –
το φως στους ώμους ενός αγοριού –
που όμως όσο την ανακαλώ,
αποκτά βάθος, γίνεται τρισδιάστατη σχεδόν.
Νοιώθω – κι ας μη φαίνεται –
το νερό της λίμνης να κυλάει
από τους ώμους του. Είναι σολιψισμός
το ν’ αγαπάς όχι ό,τι υπάρχει
αλλά ό,τι εσύ κατασκευάζεις απ’ αυτό;
Ή μήπως όταν λέμε πως κάτι μας «χαράζεται
στη μνήμη» εννοούμε ότι, από
την επιφάνεια των πραγμάτων, κάτι παίρνουμε
και το κάνουμε δικό μας; Μπορώ να τον τοποθετήσω
σε ένα οποιοδήποτε παρόν, σε μια οποιαδήποτε ιστορία, όμως βλέπω
πως φοράει ένα πράσινο μαγιό – λίγο μεγάλο του –
μάλλον δικό του εδώ και χρόνια,
το φοράει τόσο ανέμελα.
Το πράσινο νερό κάνει το δέρμα του να φαίνεται πιο άσπρο.
Νομίζω τώρα πως το στήθος και τα μπράτσα του
αρχίζουν να κρυώνουν.
Αυτός κι ο φίλος του μιλούν
και δε μιλούν, μια σιγανή, λακωνική και μάλλον
άσκοπη συζήτηση. Όπως είναι τώρα
στην πραγματικότητα – μια ανάμνηση που χτίζεται είναι –
κι επειδή συνήθως έτσι γίνεται στις ιστορίες
που φτιάχνουμε μόνοι μας από ό,τι μας αγγίζει,
από ό,τι μας κάνει να επιζητούμε μια ιστορία,
κάτι θα πρέπει τώρα να συμβεί. Τίποτα δε συνέβη.
Πως τον κοιτάζαμε, ούτε το κατάλαβε.
Εγώ έφτασα κολυμπώντας στην εξέδρα, βγήκα, κούνησα το χέρι μου
σ΄ εσένα στην ακτή και ξαναμπήκα στο νερό.
Και βέβαια τον ποθούσαμε,
όμως – πιο σημαντικό – έχουμε
ο ένας το σώμα του άλλου,
γνώριμο και γι’ αυτό καλύτερο.
Ποθούσαμε τον τρόπο
που έτσι απλά βούτηξε στο νερό
απ’ την μικρή εξέδρα,
σίγουρος, ο δύτης μεταμορφωμένος
σε απόλυτο σχήμα, στην τέλεια σιλουέτα
για είσοδο στο νερό. Νομίζω πως αν έστω και μία απορία
υπήρχε στο μυαλό του,
αυτός κι η εντύπωσή του θα είχαν εξαφανιστεί,
ή αυτός θα είχε γίνει κάποιος άλλος,
κι όσο τον φαντάζομαι, σκέφτομαι
τον Καβάφη. Τις συναντήσεις σε δωμάτια στον όροφο, επάνω
που τις ανακαλούσε σε δωμάτια στον όροφο, επάνω.
Η ζωή του πρέπει να ήταν μια ζωή στον όροφο, επάνω,
να θυμάται τι έγινε σ’ ετούτο το σημείο,
δίπλα στο νιπτήρα, όπου το παντζούρι
έσβηνε το μισό κρεβάτι
με τη σκούρα χιαστί σκιά του.
Κάποιος που γνώρισε στο τραμ,
ή αγοράζοντας μαντήλια,
κάποιος που άξιζε να διατηρηθεί στη μνήμη.
Για λίγο μόνο τα καλύμματα της κεφαλής τους
θα κρεμόντουσαν στο γάντζο δίπλα από την πόρτα,
οι άντρες αυτοί, με τα σώματα που γρήγορα χανόνταν –
να προλάβουνε το τρένο, ένα ραντεβού –
γινόντουσαν όλο πιο βουβοί κι ιδανικοί,
και πιο παντοτινοί στην αναθεώρησή τους.
Ακόμα κι αν το χέρι του είχε απλά περάσει μέσα απ’ τα σώματά τους σαν φαντάσματος –
η ιριδίζουσα μπλε φλέβα σ’ ένα χέρι γερασμένο,
ένας παχύς καρπός, σκουρόχρωμος – δε νομίζω
πως θα είχε διαφορά. Δεν ξέρω
αν ήθελε ποτέ πραγματικά ν’ αγγίξει κάποιον.
Εντάξει, σίγουρα ήθελε –
όμως δεν ήτανε αυτό το πιο σημαντικό.
Μετάφραση: Ιωσήφ Βαρδάκης
Πηγές: https://popaganda.gr
& https://en.wikipedia.org