Στις 30 Αυγούστου 2013 φεύγει ο Νομπελίστας Ιρλανδός ποιητής Σέιμους Χίνι. Μια πολύ ζωντανή σκηνή συνομιλίας με τη φύση είναι το ποίημά του "Μαζεύοντας βατόμουρα"!
Μαζεύοντας βατόμουρα -ΣΕΪΜΟΥΣ ΧΙΝΙ
για τον Philip Hobsbaum
Όψιμος Αύγουστος, με δυνατές βροχές και ήλιο,
σε μια βδομάδα μέσα τα βατόμουρα ωριμάσαν.
Μονάχα ένα, στην αρχή, θρόμβος στιλπνός, μαβής,
μέσα σε κόκκινα και πράσινα σκληρά κομπάκια.
Αυτό το πρώτο έφαγες κι η σάρκα του γλυκιά,
σαν το πηχτό κρασί∙ μέσα του αίμα καλοκαιριού
που λέκιαζε τη γλώσσα, γέννησε τη λαχτάρα
να δρέψεις τον καρπό. Ύστερα και τα κόκκινα σκουρήναν∙ κι η πείνα
μάς έστειλε με κάδους, άδεια κονσερβοκούτια και βαζάκια του γλυκού,
εκεί που αγκύλωναν τα βάτα και το νωπό γρασίδι ξάσπριζε τις μπότες μας.
Στα σταροχώραφα, ανάμεσα στ' αραποσίτια και τις πατατιές
τρέχαμε και σοδιάζαμε, ώσπου οι κουβάδες ξεχειλίσαν,
πάτοι καμπανιστοί σκεπάστηκαν απ' τους χλωρούς καρπούς
και στην κορφή αστράφτανε σκούροι, μεγάλοι σβόλοι
σαν μια πιατέλα μάτια. Τα δάχτυλά μας έκαιγαν
από των βάτων τις ακίδες, κολλούσαν οι παλάμες μας, σαν του Κυανοπώγωνα.
Καταχωνιάσαμε τα ολόφρεσκα βατόμουρα στο στάβλο
μα όταν τα καλάθια μας είχανε πια γεμίσει, βρήκαμε ένα χνούδι
Μύκητες γκρίζοι, στο χρώμα του αρουραίου, είχανε τη σοδειά μας κατακλύσει
ώς κι ο χυμός τους έζεχνε. Κομμένα από το θάμνο,
τα φρούτα είχαν ξινίσει∙ η σάρκα, από γλυκιά, στυφή είχε γίνει.
Πάντα μού ερχότανε να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο
τα ωραία μας κοφίνια να μυρίζουν σήψη.
Kάθε χρονιά έλπιζα να κρατήσουν, και το' ξερα – ματαίως.
Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά
Πηγές: https://bookpress.gr
& https://el.wikipedia.org