Τα πλοία των ερώτων μας-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΔΗ

Τα πλοία των ερώτων μας-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΔΗ

Υπάρχουν κάποιες αγάπες που τις χωρίζει μόνο ο θάνατος. Μ' ένα τέτοιο ζευγάρι θα συναντηθούμε στο συγκλονιστικό διήγημα "Τα πλοία των ερώτων μας" της Μαριάνθης Παπάδη. Το έργο απέσπασε το 1ο βραβείο διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ΕΠΟΚ του 2017. Ας το απολαύσουμε!

Τα πλοία των ερώτων μας-ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΑΠΑΔΗ

      Ίσα που ρόδιζε η ανατολή σαν φάνηκε το λιμάνι της Νεάπολης στη Σπάρτη, που ήταν το τέρμα της στεριανής διαδρομής του Πλάτωνα. Ταξίδι στα Κύθηρα, έπειτα από μια εικοσαετία, για προσκύνημα στις ξέγνοιαστες μέρες που είχε περάσει με τον μισό εαυτό του, την Κερασία τη γυναίκα του. Ιούλιο του 1994 σάλπαραν για την Αγία Πελαγία το τότε αγκυροβόλιο του νησιού, να υμνήσουν νιόπαντροι στο νησί της Ουράνιας Αφροδίτης, την αγάπη που στεφανώθηκε μαζί τους. Σήμερα θα ταξίδευε με την Πορφυρούσα για το Διακόφτι, το νέο αραξοβόλι των καραβιών, που μετέφερε παραθεριστές στη μαργαριταρένια γη νότια της Πελοποννήσου, μα είχε φθάσει πολύ πιο νωρίς από την αναχώρηση του καραβιού, για να ανασύρει δίχως βιάση τις πρώτες μνήμες που βούρκωναν μέσα του.
     Κάθισε σε ένα καφενεδάκι, μέχρι να έρθει η ώρα του απόπλου. Παρήγγειλε μέτριο ελληνικό διπλό, για να χαθεί στις ρουφηξιές ξεφεύγοντας προς στιγμή από το φόβο που μάγκωνε την ψυχή του, απ’ όταν αποφάσισε να ξοδέψει κάποιες μέρες στον τόπο, που όλα είχαν το άρωμα της μία και μοναδικής του αγάπης. Στα γκρίζα του μάτια τρεμόπαιζαν σκιές βουτηγμένες στον πόνο και την οδύνη κάνοντάς τα να φαίνονται ακόμη πιο μυστηριώδη. Έσερναν το χθες στο σήμερα και γύρευαν απαντήσεις, για ανατροπές που δε σχεδιάστηκαν, για τη ρότα της ζωής που άλλαξε.
     Η ματιά στο ρολόι μιάμιση ώρα αργότερα, του μήνυσε πώς έπρεπε να βιαστεί, αν ήθελε να προλάβει το πλεούμενο. Οδήγησε μέχρι την μπουκαπόρτα βάζοντας το αυτοκίνητο στη θέση που του υπέδειξαν. Ανέβηκε στο κατάστρωμα και κάθισε κοντά στην πλώρη σε μια θέση που εξασφάλιζε ανωνυμία στη μοναξιά του. Το καράβι βάδιζε πάνω στη γαλήνια θάλασσα καμαρωτό κι έτρεχε να ανταμώσει την Κυθηραϊκή γη, να αράξει στα ατζουρένια της νερά. Έκλεισε τα μάτια και ένιωσε τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της γυναίκας του να χαϊδεύουν το πρόσωπό του. Άπλωσε τα χέρια να την πάρει στην αγκαλιά του, μα εκείνη γρήγορα τού ξέφυγε. Μόνο το άρωμά της έμεινε, ανέγγιχτο λάφυρο, να το έχει συντροφιά τις μέρες που θα τριγυρνά μόνος στο νησί δίχως αυτήν.
    Το καράβι γλίστραγε στην αλμυρένια θάλασσα ανυπόμονα, να ανταμώσει το Τσιρίγο. Ούτε καν κατάλαβε την αραξιά της άγκυρας που του μήνυσε, ότι η γη της αγάπης και του έρωτα ήταν ήδη στα πόδια του. Έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε για τον Ποταμό. Εκεί θα έμενε πάλι, όπως τότε μαζί της, για να τη συναντήσει στις γωνιές του χωριού, να την ψάξει στην πλατεία και στο παζάρι της Κυριακής. Μπήκε στο δωμάτιο κι έτρεξε αμέσως να αλλάξει, να ρίξει δροσερό νερό πάνω του, να ετοιμαστεί για την αναζήτηση, αυτή τη βασανιστική, που την απέφευγε πέντε χρόνια τώρα, απ’ όταν εκείνη έκλεισε την πόρτα της κοινής τους ζωής. Κατευθύνθηκε στον Καραβά, στις πηγές του Αμήρ Αλή, να φωτιστούν τα μάτια του από το πράσινο, τα τρεχούμενα νερά, την παραδεισένια ομορφιά. Κάθισε στο υπαίθριο καφενεδάκι, παρήγγειλε τσίπουρο και νάτη η Κερασία, βρέθηκε σιμά του, να πίνει μια γουλιά από το ποτήρι του και να κλέβει τσαχπίνικα την τραγανή πατάτα από το πιατελάκι του μεζέ. Πόσο της πάει το ψάθινο καπέλο σκέφτηκε, που δεν αποχωριζόταν σχεδόν ποτέ προσέχοντας τον ήλιο που τον τραβούσαν σαν μαγνήτης οι φακιδούλες που σκορπίζονταν στο πρόσωπό της. Άπλωσε τα χέρια να την αγγίξει μα αυτή το έσκασε χαμογελώντας, πετούμενο ξέγνοιαστο, να πάει στις πάπιες που εμφανίστηκαν στις άκρες της ρεματιάς.
    Παρασύρθηκε στο βυθό του μυαλού νιώθοντας το απόγευμα να σουλατσάρει. Δεν αποφάσιζε προς τα πού να κινήσει. Να βουτήξει στα αγαπημένα νερά ήθελε, να βαφτιστεί στην αγάπη της γυναίκας του, θυμούμενος, πώς σε αυτό τον τόπο, σε αυτές τις θάλασσες, έδωσαν όρκο παντοτινό, ότι θα γυρίσουν εκεί, αν τυχόν ξημερώσει μέρα που δεν θα είναι πια μαζί. Αποφάσισε να τραβήξει βόρεια προς την Αγία Πελαγία, στην παραλία του Αγίου Νικολάου, να απομονωθεί, να αφήσει την ψυχή, να βγει από τα σωθικά του, να θρηνήσει την αγάπη που δε βαδίζει πλάι του. Πόσος πόνος υπάρχει στον κόσμο; Πόση αδικία; Πόσα αναπάντητα γιατί; Ποιος ζήλεψε το σμίξιμό αυτό και τους χώρισε;
     Το τοπίο που αναδυόταν μπροστά του, σμίλεψε προσωρινά την ένταση, το θόρυβο της καρδιάς. Ξάπλωσε στο ψιλό βοτσαλάκι και με το νου ανάσυρε την πρώτη φορά που εκείνο το αέρινο πλάσμα περνούσε την πόρτα του Πολυτεχνείου. Έμεινε να την κοιτάζει άλαλος, χωρίς να μπορεί να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Μια οπτασία με ζαφειρένια μάτια, ξανθοκόκκινα μαλλιά και βεργόλιγνο κορμί βάδιζε αργά ανεβαίνοντας τη σκάλα με τον ίδιο τρόπο που κινούνται οι γαζέλες. Τελειόφοιτος φοιτητής της Αρχιτεκτονικής παίνευε την τύχη του για εκείνη τη συνάντηση, γιατί αυτό το κορίτσι έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του, πώς θα γινόταν δικό του. Του χαμογέλασε και αφού τον καλημέρισε, ρώτησε για τη γραμματεία της Σχολής. Χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, τη συνόδεψε, συστήθηκαν και έκλεισαν το πρώτο ραντεβού για έναν καφέ, να της εξηγήσει τα κατατόπια μια και η Κερασία ήταν πρωτοετής στην ίδια σχολή.
Το πρώτο εκείνο ραντεβού έμελλε να γίνει το ξεκίνημα ενός βελούδινου έρωτα. Ζούσαν, ανέπνεαν, ξοδεύονταν μόνο ο ένας για τον άλλο. Όλοι γύρω τους είχαν να λένε γι’ αυτό το γόη έρωτα, που τους κλειδαμπάρωσε σφιχταγκαλιασμένους στα κάστρα του και περίμεναν την επισημοποίησή του. Τελειώνοντας τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Γαλλία, ο Πλάτωνας της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Όρμησε στην αγκαλιά του, τον έδεσε στο σώμα της και κλαίγοντας φώναζε δυνατά, ναι.
    Παντρεύτηκαν τρία χρόνια αργότερα τότε που η Κερασία γινόταν και επίσημα αρχιτεκτόνισσα, αφού το είχε θέσει όρο, η κοινή τους πορεία πως θα ξεκινούσε μετά τη λήψη του πτυχίου της και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Άνοιξαν και με τους κουμπάρους τους, τη Σέβη και το Γιώργο, που ήταν μηχανολόγοι μηχανικοί ένα αρχιτεκτονικό γραφείο και όλα συνωμοτούσαν για ένα ακύμαντο μέλλον. Η δαιμόνια ματιά δε της γυναίκας του σε θέματα διακόσμησης εκτίναξε την πελατεία στα ύψη. Ζούσε το παραμύθι του, εκείνο που του διηγούνταν η μητέρα του για τον πρίγκιπα που αντάμωσε την ηλιογέννητη πριγκίπισσα και μαζί βασίλεψαν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι στην παραμυθένια πολιτεία τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
    Ο ήλιος άφηνε τα ύστερα απομεινάρια του στο νησί ζωγραφίζοντας συννεφένια κύματα ντυμένα σε κοραλοκόκκινες αποχρώσεις. Μάζεψε την πετσέτα του και βάδισε μέχρι το αυτοκίνητο κατηφής και ανεμοδαρμένος. Πνιγόταν, μαράζωνε μέρα με τη μέρα και οι πρώτες ώρες στο νησί του μηνούσαν πώς είχε κάνει λάθος εκτίμηση. Δεν έπρεπε να έρθει, δεν ήταν έτοιμος ακόμη. Το χωρισμό από την Κερασία του δεν μπορούσε να τον παλέψει. Είχε νικηθεί και αρνούνταν να πολεμήσει, να σταθεί στα πόδια του κοντά στο μονάκριβο γιο τους. Μάζευε τις σάρκες του τις σκορπισμένες στα πέρατα του ορίζοντα. Έπιασε το στομάχι του να κουμπώνει από την αφαγία, να λυσσομανά. Με το αλμυρό νερό τυλιγμένο πάνω του κατηφόρισε για τη Σκάνδεια. Τι άλλο είχε να χάσει; Θα πήγαινε και από κει. Στην ταβέρνα που λάτρευε η αγάπη του. Μόνος του δίχως αυτή.
    Ένα παλιό αμπέλι μεταμορφώθηκε σε γουστόζικο ταβερνάκι που το έκανε μοναδικό η αύρα των ιδιοκτητών του. Άνθρωποι χαμογελαστοί, πραγματικά παιδιά του Ξένιου Δία καλοδεχόντουσαν στο χώρο τους, ντόπιους και παραθεριστές. Προϊόντα και σπεσιαλιτέ του νησιού χορεύουν όλο χάρη στους πεινασμένους ουρανίσκους, ενώ κάτω από τις λεύκες το φαγητό γίνεται γιορτή, ύμνος στη φύση για τα καλούδια της. Έπιασε το απόμερο τραπεζάκι στη δεξιά πλευρά αυτό που συνήθιζαν να κάθονται. Τα μάτια του υγράνθηκαν στη θύμησή της. Η αλμύρα την έκανε ακόμη πιο όμορφη, ο ήλιος πιο γοητευτική, ο έρωτας πιο μεταξένια. Την αναζήτησε βουβά στα φύλλα των δένδρων μα εκείνη δεν του έκανε το χατίρι να φανερωθεί.
    Η χαμογελαστή κόρη του καταστηματάρχη τον κοιτούσε αμήχανα, τη στιγμή της παραγγελίας. Ίσως να μην ταίριαζε στα εφηβικά μάτια της η γοητεία τούτου του ξένου με την πένθιμη μορφή. Παρήγγειλε μελιτζάνες με ξινόχοντρο και μια τηγανιά αφρόψαρα. Θυμήθηκε τη νοστιμιά τους και την ευχαρίστηση της Κερασίας, όταν έπεφτε πεινασμένη στα καλοσερβιρισμένα πιάτα. Πρόσθεσε και λίγο κρασί, να συντροφέψει την ώρα του. Τα φαγητά που ήρθαν σχεδόν μείναν άθικτα. Μόνο ο οίνος έρρεε στο ποτήρι και το δάκρυ στα αξύριστα μάγουλα. Τράβηξε μια πινελιά από το βλέμμα του να ζωγραφίσει την Παλαιόπολη και σαν από θαύμα αναδύθηκε ξαφνικά στα νερά της η αιώνια σύντροφός του, το δαμασκηνό ρόδο, που στα πέταλά του κρυβόταν ο κόσμος ολάκερος.
   Πλήρωσε βιαστικά κι έφυγε σαν κυνηγημένος. Άρχισε να κατηφορίζει στη θάλασσα εκεί που πρόβαλε κατά το μύθο η πλανεύτρα θεά της ομορφάδας και του έρωτα. Τα πόδια του βούλιαζαν στην ακτή και λαχανιασμένος λίγα λεπτά μετά σωριάστηκε πάνω σε αυτή. Η ματιά του χάθηκε στο φλογισμένο ορίζοντα. Ξάφνου στα αλμυρένια νερά άρχισε να μετεωρίζεται η άυλη μορφή της τυλιγμένη σε ασπροκέντητο βουάλ . Του χαμογέλασε και με τη γλυκιά της φωνή την άκουσε να του μιλά:
-Αγάπη μου ήρθες; Πόσο μου έχεις λείψει; Ο άρπαγας των ζωών θέλησε να μας χωρίσει και τα κατάφερε. Μα εσύ ξέρεις πως θα είμαι πάντα κοντά σου, δίπλα σου, ανάσα στην ανάσα σου, χαρά στη χαρά σου. Η ψυχή μου στα χέρια και στο κορμί σου θα διαβαίνει. Θα ζω και θα αναπνέω μέσα απ’ το παιδί μας. Γιατί δεν με αγροικάς; Πάντα θα βρίσκομαι εκεί, για να σε συντροφεύω. Γιατί αφήνεις το χρόνο να περνά και απομακρύνεις το γιο μας; Γύρνα πίσω, σε χρειάζεται. Μην παιδεύεσαι άλλο. Το παλικάρι μας σε έχει ανάγκη.
   Ο Πλάτωνας δεν την άκουγε, δεν ήθελε να την ακούσει. Δεν χωρούσε ο νους την αδικία, το ξεστράτημα της τύχης από τη ζωή τους, όταν ο γιατρός τους ανακοίνωνε πως ο καρκίνος την διάλεξε στα θύματά του. Όσο και να πάλεψαν, όπου και να έτρεξαν παντού η ίδια απάντηση, το ίδιο βλέμμα. Δεν έπαιρνε τίποτα. Μελάνωμα, που δεν έγινε αντιληπτό. Μια μικρή ελιά στη φτέρνα άλλαξε σχήμα και αποφάσισε να τους παρασύρει στο χορό του πένθους. Όλοι τον κοιτούσαν με μάτια που έκρυβαν το τέλος, δίνοντάς της από έξι μήνες μέχρι έναν χρόνο ζωής. Δεν τους πίστευε. Δεν μπορούσε να τους πιστέψει. Την πήρε και έφυγαν στην Αμερική, στο Μπάφαλο να χειρουργηθεί από ένα διάσημο Έλληνα γιατρό ειδικό στα μελανώματα, που άνοιξε μια τόσο δα μικρούλα χαραμάδα ελπίδας καθαρίζοντας τους λεμφαδένες της. Μα ο εθελόκακος πορθητής την ήθελε μαζί του και δεν την άφησε σε ησυχία. Γυρίζοντας πίσω, έπειτα από ένα μήνα νοσηλείας, τον Ιούνιο του 2007, οι μεταστάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σε τέτοιο γρήγορο χρόνο που ήταν ανεξήγητο. Η Κερασία άρχισε να λιώνει, να γίνεται ένα κουβαράκι κόκαλα, να μην βλέπει, ώσπου ένα ξημέρωμα του Οκτωβρίου, λίγους μήνες αφότου επέστρεψαν, ξεψύχησε.
    Άρχισε να περπατά προς τη θάλασσα, ακροβάτης στου πόνου το σχοινί, να τη συναντήσει, να φύγει μαζί της. Δεν άντεχε άλλο χωρίς την Κερασία του. Ξαφνικά ένα τρελό ανεμόχολο σηκώθηκε και η φωνή μέσα από τον ορίζοντα ούρλιαξε:
-Το παιδί μας, Πλάτωνα, πού αφήνεις το παιδί μας; Με σκοτώνεις άλλη μια φορά αγάπη μου. Μην το εγκαταλείψεις. Μη! Σ’ έχει ανάγκη.
    Ο Πλάτωνας σαστισμένος από τις κραυγές άρχισε να βγάζει το σώμα του από το νερό. Μέσα στη δυστυχία, στα γιατί, απώθησε το βλαστάρι του. Πόσο εγωπαθές ήταν όλο αυτό; Πώς μπόρεσε να το κάνει στην αγαπημένη του και στο Γιάννη τους; Σήκωσε το βαρύ του σώμα και βγήκε στη στεριά. Κίνησε για το αυτοκίνητο. Τα χείλη του συντρόφευε ένα αναμαλλιασμένο χαμόγελο, που βολόδερνε μαζί του. Πόσα χρόνια άφησε να στρέξουν, να τον κουμαντάρει ο πόνος από την απώλειά της και ξέχασε το θησαυρό που του δώρισε; Άρχισε να τρέχει. Δεν τον χώραγε πια τούτη η γη που χόρτασε από την αγάπη τους. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο παιδί τους. Πώς δεν έβλεπε το σημάδι της στο μονάκριβό τους; Τον κάλεσε στο τηλέφωνο και ακούγοντας τη φωνή του να πάλλεται ανάμεσα στο παιδί και στο αντράκι που μέρα με τη μέρα άνθιζε ξέσπασε μιλώντας του με πνιχτούς λυγμούς.
-Έρχομαι αγόρι μου, του φώναξε. Αύριο θα είμαι κοντά σου, πλάι σου για όλη μου τη ζωή.
    Η Πορφυρούσα στο ταξίδι του γυρισμού χόρευε ξάλαφρη πάνω στα γαλαζένια νερά σαν την ψυχή του Πλάτωνα που λεύτερη αρμένιζε πίσω στο γιο του. Ο θυμός, η πίκρα, ο πόνος άφηναν μερίδιο στην έγνοια για το σπλάχνο τους. Το παιδί του από δω και πέρα θα ήταν προτεραιότητα γι’ αυτόν. Παρέα θα βάδιζαν στη ζωή συναντώντας μέσα από αυτό τη μονάκριβή του Κερασία, τη γυναίκα που έκλεψε την αγάπη του για πάντα. Το αχνό χαμόγελο χάιδεψε τις τρυφερές του σκέψεις. Ο δρόμος ανοίγει σιγά και τον καρτερεί, να προχωρήσει στο αύριο.
– Έρχομαι παλληκάρι μου, μονολόγησε. Έρχομαι…

1ο βραβείο διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ΕΠΟΚ του 2017

Βιογραφικό σημείωμα


Μαριάνθη Παπάδη

Γεννήθηκα στο λευκό σύννεφο ενός χαμόγελου παίρνοντας την αγάπη και τη χρυσόσκονη που βρισκόταν ολόγυρα και μου χαρίστηκε απλόχερα. Αυτούς τους πολύτιμους θησαυρούς τους δωρίζω κι εγώ με τη σειρά μου εδώ και πολλά χρόνια σε μικρούς μαθητές στο Δημοτικό Σχολείο, τα τελευταία έντεκα σε εκείνους με μαθησιακές δυσκολίες, μα και στο μολύβι μου που χορεύει σε πάλλευκες σελίδες σκαρώνοντας παραμύθια και διηγήματα.

Μερικά από αυτά τρέχουν λεύτερα σε ιστοσελίδες:

https://tovivlio.net/,
http://enakeimenomiaeikona.blogspot.gr/2015/05/blog-post_8.html,
http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=Blog&file=page&blogger=yokor&month=04&year=2015
post_18.hthttp://www.chiourea.gr/2015/04/blog-post_3.htmlml
https://homouniversalisgr.blogspot.gr/2018/04/23_25.html
https://issuu.com/kefalos.periodiko/docs/__________________-________4?fbclid=IwAR3-d62YaeYKTmi3R9RvKgnW3qJzFRYFdAykT9p_ng748XN1Wa_GRC8Nw1s
άλλα φιλοξενήθηκαν σε διαγωνισμούς και έλαβαν διακρίσεις:
«Η Φτερουγένια της Κοιλάδας Ζεστασιάς» Γ΄ Βραβείο Παραμυθιού 2015 από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου
«Μπουγάτσα αλά κυρα-Λάμπραινα» Πήρε το βραβείο άρθρου στο διαδικτυακό διαγωνισμό 2015 του freeminds. gr (http://www.freeminds.gr/mpougatsa/)
«Λαβωμένος ανθός» Έπαινος διηγήματος 2016 στο διαγωνισμό του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός
«Της ψυχής το λευτέρωμα» Α΄ Έπαινος διηγήματος 2016 στο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών
«Τα πλοία των ερώτων μας» πήρε το Α΄ βραβείο στον 8ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΕΠΟΚ 2017
«Του Βροχάρη ο στεναγμός» έπαινος στον Α΄ Ομηρικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό
«Αιέν αριστεύειν». 2019
 «Το χαμόγελο της αγάπης» Β΄ βραβείο παραμυθιού, 1ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αγίας Παρασκευής, 2020

Εκδόσεις:

«Σου μιλάω για γράμματα», 2009 εκδόσεις Νίκα.
«2Μ στους ίσκιους της αγάπης», 2019 εκδόσεις 24 γράμματα.
• «Πανδημία» ιστορίες εγκλεισμού, συμμετοχή σε συλλογικό έργο, 2020, εκδόσεις 24 γράμματα.
• Απαντήσεις στην Τράπεζα Θεμάτων του ΕΟΠΠΕΠ-Ειδικότητα Βρεφονηπιοκόμων, (απαντήσεις στα Θέματα της Ειδικής Αγωγής), 2020, εκδόσεις 24 γράμματα.
«Η Φτερουγένια της κοιλάδας Ζεστασιάς» παραμύθι, 2020, εκδόσεις 24 γράμματα.
«Περνά, περνά ο χρόνος», συλλογή λίμερικ (ποιήματα με χιούμορ και φαντασία), 2020, εκδόσεις 24 γράμματα.
Καλλοικάντζαροι, το «ι» με όμικρον γιώτα-Το καλενδάρι της Λευκομελωτής, 2021, εκδόσεις 24 γράμματα.

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;