Ο Χορός-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΩΖΟΥ-ΚΥΡΚΟΥ

Ο Χορός-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΩΖΟΥ-ΚΥΡΚΟΥ

Ένα συγκλονιστικό διήγημα θα δούμε σήμερα! Περιγράφει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον συναισθηματικό χάρτη μιας γυναίκας που μετρά στο νοσοκομείο τις πιο δύσκολες στιγμές της...   Λέγεται "Ο Χορός" και δημιουργός του είναι η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου! Το 2018 έλαβε Γ' Έπαινο στον λογοτεχνικό διαγωνισμό "Ασημένια σελίδα",  που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Μωραΐτης και αργότερα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή διηγημάτων  "Καρπούζι με Φέτα". 

Ο Χορός -ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΩΖΟΥ-ΚΥΡΚΟΥ

        Με ξυπνάει η Μάρθα, η νοσοκόμα, πρωί πρωί. Με βοηθάει να πάω στο μπάνιο. Αυτή κρατάει τον ορό κι εγώ σέρνω τα δυο μπαστούνια τυριού που έχω για πόδια. Νοιώθω ότι κάθε βήμα θα είναι και το τελευταίο μου. Τα κόκαλά μου ανύπαρκτα, άνευρα, άχρηστα.
    Δυο κατσαρίδες βολτάρουν γύρω απ’ την τουαλέτα. Μ’ ενοχλεί που θεωρούν το μπάνιο μας δικό τους αμπέλι και κάνουν ό,τι θέλουν. Μ’ ενοχλεί που ενώνουν τις κεραίες τους και ψιθυρίζουν κάτι κρυφό που δεν μπορώ ν’ ακούσω.
       Η Μάρθα μ’ αφήνει μόνη για να πάει στο θάλαμο. Να δεις που θα λύσει τους κόμπους πάλι. Τους το λέω συνέχεια ότι το κρεβάτι αυτό γέρνει. Ότι γλιστράω, τα πόδια μου πέφτουν, περισσεύουν κάθε μέρα και περισσότερο. Γι’ αυτό δένω τα σεντόνια μου στο κεφαλάρι. Να κρατηθώ με κάποιο τρόπο. Δεν είμαι τρελή. Κανείς δε με πιστεύει. «Κρίμα, νέα κοπέλα», είπε χθες η καινούρια στο απέναντι κρεβάτι, όταν με είδε να κάνω τους κόμπους. Κρίμα στα μούτρα σου, ήθελα να της πω, αλλά μετά έβηξε τόσο δυνατά, σα ζωντανό ηφαίστειο ένα πράμα που τρόμαξα. Σκεπάστηκα και δεν είπα τίποτα.
        «Σήμερα δε θα ‘χουμε επισκέψεις», μου λέει η νοσοκόμα.
        «Γιατί;» ρωτάω.

 «Δουλειά, σχολείο, φροντιστήρια, ξέρεις», μου λέει. Δεν ξέρω, αλλά κουνάω το κεφάλι μου. Είναι πολύ βαρετό να είσαι μόνιμα ξαπλωμένη σ’ αυτό το θεόστραβο κρεβάτι και να προσπαθείς να κρατηθείς πάνω του, να μη γλιστρήσεις.
   Σήμερα μου φέρνουν πουρέ και ζελέ. Τα μόνα που κατεβαίνουν πια. Το ζελέ θα το κρύψω στο συρτάρι μου για να το δώσω στα παιδιά μου αύριο. Κοριτσάκια. Εδώ τα γνώρισα. Χαριτωμένα. Με τις ροζ κορδελίτσες στα μακριά, σγουρά μαλλάκια τους και τα απαλά χεράκια τους, σαν προζυμάκια. Τα μόνα που με βοηθάνε να δέσω τους κόμπους μου. Τα μόνα που με καταλαβαίνουν.
       Σήμερα το κεφάλι μου γυρίζει. Η Μαίρη, η άλλη νοσοκόμα, με σηκώνει με το ζόρι να πάμε στο μπάνιο. Δεν ξέρω τι μου βάζουν σ’ αυτό τον αναθεματισμένο ορό, αλλά κάθε μέρα θέλω να ξεράσω ό,τι έφαγα και δεν έφαγα.
      Οι κατσαρίδες με γράφουν πάλι. Είναι συγκεντρωμένες σε μια γωνιά και σιγοψιθυρίζουν για να μην τις ακούσω, οι σκρόφες! Οι κεραίες τους ενώνονται και φτιάχνουν γυναικείους φιόγκους, γιρλάντες για γαμήλιο πάρτι, κορδέλες δώρων. Θέλω να τις πατήσω, να τις λιώσω. Έχουν μπει σε ξένα χωράφια. Πώς τολμάνε;
        Το μεσημέρι έρχεται ο Γιάννης, ο άντρας μου. Εδώ τον γνώρισα. Ήρθε ένα απόγευμα που έτρωγα τον πουρέ μου, μου έπιασε το χέρι και μου είπε: «Πώς είσαι, Κάτια»; Ποια είναι η Κάτια, αναρωτήθηκα, και ποιος είσαι εσύ; Αλλά δεν είπα τίποτα. Τον άφησα να μου χαϊδεύει το χέρι και να μου σκουπίζει το σαγόνι. Με κοιτάει πάντα μ’ αυτά τα όμορφα, πονεμένα μάτια και μου λέει ιστορίες απ’ τη ζωή μας στο σπίτι, τα παιδιά, τις εκδρομές μας, τα πάρτι μας. Ωραίες ιστορίες. Πρέπει να έχω ευτυχισμένη οικογένεια τελικά, σκέφτομαι και του χαμογελάω. Όταν φεύγει ξανακάνω τους κόμπους μου.
        Σε λίγο έρχεται και η Μαρία, η αδερφή μου, με τα κοριτσάκια μου. Καλή κοπέλα η Μαρία. Εδώ τη γνώρισα. Τα κοριτσάκια μου μαλώνουνε ποια θα φάει το ζελέ μου. Η Μαρία τους το μοιράζει. Μια κουταλιά στο ένα, μια στο άλλο.
        «Άντε να γίνεις καλά, βρε Κάτια», μου λέει. «Να έρθεις επιτέλους στο σπίτι, να τις κάνεις καλά. Μου βγάζουνε την πίστη κάθε μέρα». Τους ρίχνει ψεύτικες μπουνίτσες στο στομάχι και αυτές της βγάζουνε τη γλώσσα. Γελάνε όλες και εγώ προσπαθώ να γελάσω, αλλά μάλλον βήχω. Μια χαρά φαίνεται να τα καταφέρνεις κι εσύ, θέλω να της πω, αλλά όταν τις πιάνει απ’ το χέρι και φεύγουν όλες μαζί, έτσι, σαν κορίτσια έτοιμα για χορό, αρπάζω το σεντόνι μου και δένω τους κόμπους μου όσο πιο σφιχτά μπορώ.
        Σήμερα αρνούμαι να σηκωθώ. Το κορμί μου θα τριφτεί σα γραβιέρα αν σηκωθώ, είμαι σίγουρη. Κάτι βρομάει σαν ψοφίμι μέσα απ’ τα σεντόνια μου. Η Μάρθα σηκώνει το σεντόνι, πιάνει τη μύτη της, φεύγει και έρχεται με μια άλλη νοσοκόμα. Προσπαθούν να με καθαρίσουν. Δεν καταλαβαίνω πως έγινε αυτό.
        «Να βάλουν αποκλειστική», λέει η Μάρθα στην κοπέλα. «Δεν είν’ η δουλειά μας αυτή». Αποκλειστικά για τι, σκέφτηκα αλλά δεν έχω τη δύναμη ούτε να χασμουρηθώ πια. «Στρίψ’ την από εδώ, σήκωσέ την από εκεί, βάλ’ της την πάνα. Πουφ, δεν αντέχεται! Κούτσουρο σκέτο»! Με κουράζουν. Κοιμάμαι. Δεν παίρνω χαμπάρι πότε φεύγουν. Ονειρεύομαι πως οι κατσαρίδες στήσανε χορό στο μπάνιο. Κι αυτός ο ρυθμός, είμαι σίγουρη ότι τον έχω ξανακούσει κάπου.
        Το απόγευμα έρχονται όλοι μαζί, ο Γιάννης, η Μαρία, τα κοριτσάκια μου. Θέλω να τους δω τόσο πολύ, αλλά με το ζόρι ανοίγω τα μάτια μου. Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Τελευταία όλο κοιμάμαι. Και γλιστράω, όλο και πιο κάτω.
        «Πονάς»; Με ρωτάει ο Γιάννης.
        «Όχι, καθόλου». Του λέω. Καλύτερα να πόναγα. Δε νιώθω τίποτα πια. Δεν μπορώ ούτε τη μύτη μου να ξύσω. Κοιτάζω τα κοριτσάκια μου.
        «Δεν έχει ζελέ σήμερα», τους λέω.
        «Δεν πειράζει, μαμά». Μου χαϊδεύουν το κεφάλι. Η νοσοκόμα, δεν ξέρω ποια απ’ όλες είναι, φωνάζει το Γιάννη και τη Μαρία έξω να τους μιλήσει. Τα κοριτσάκια μου κάνουν νόημα η μια στην άλλη και πιάνουν τις άκρες απ’ το σεντόνι μου και το δένουν κόμπο στο κεφαλάρι.
        «Εντάξει»; Μου λένε και οι δύο με μια φωνή και εγώ ζορίζω το χείλη μου για να χαμογελάσω. Βλέπω το Γιάννη στο διάδρομο, ακουμπισμένο στον τοίχο. Σκουπίζει τα μάτια του. Η Μαρία σκύβει πάνω του, του χαϊδεύει τα μάγουλα, του σβήνει τα δάκρυα με φιλιά.
        «Πρέπει να φανείς δυνατός, μωρό μου. Για τα παιδιά».
        Κοιτάζω τα κοριτσάκια μου. Η μια κρατάει το χέρι της άλλης, έτοιμα για χορό.
        «Λύστε τον», τους λέω. Με κοιτάνε με απορία. «Τον κόμπο». Τον λύνουν και στέκονται από πάνω μου σα χερουβείμ που μου κρατάνε το κρεβάτι απ’ το κεφαλάρι, σαν τσουλήθρα, έτοιμα να με σπρώξουν, να κυλήσω, να γλιστρήσω, να φύγω απ’ το χορό.

Γ΄ Έπαινος στον λογοτεχνικό διαγωνισμό "Ασημένια σελίδα", Εκδόσεις Μωραΐτης,2018 -Συλλογή διηγημάτων 'Καρπούζι με Φέτα'

Βιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στο Θύρρειο Αιτωλοακαρνανίας αλλά ζω στην Αθήνα. Έχω σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και έχω κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή. Γράφω διηγήματα και κάποια ποιήματα. Έχω εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων, μια στην Αγγλική και μια στην Ελληνική. Το να εκφράζομαι μέσω κάθε μορφής τέχνης, είτε είναι ζωγραφική, είτε φωτογραφία, θέατρο ή δημιουργική γραφή, είναι μέγιστη ανάγκη αλλά και ευτυχία για μένα. Το να ξυπνάω συναισθήματα και σκέψεις σε συνανθρώπους μου, όταν αυτό γίνεται, είναι μεγάλη ικανοποίηση. Έτσι βρίσκουμε κοινά σημεία στο χάρτη ζωής, στην πορεία εμπειριών, συναισθημάτων και σκέψεων που χαράσσει ο καθένας μας, ακούει ο ένας την καρδιά του άλλου, παίρνουμε κοινές ανάσες. Γιατί ο άνθρωπος τότε μόνο υπάρχει, όταν συνυπάρχει.

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;