θα δούμε ένα παραμύθι που τον Νοέμβριο του 2021 έλαβε έπαινο στον Ζ' Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό "Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη". Λέγεται "Ο μύθος του Αέρα" και δημιουργός του είναι η Θωμαή Τσιμερίκα!
Ο μύθος του Αέρα- ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό μέσα στο δάσος , σε ένα μικρό φτωχικό σπιτάκι , μαζί με τους γονείς του ζούσε ένα μικρό αγόρι . Το όνομά του ήταν Αγέρας . Ο Αγέρας ήταν πολύ ζωηρό παιδί . Οι γονείς του , όταν μεγάλωσε αποφάσισαν να τον στείλουν σχολείο , να μάθει καλούς τρόπους , αλλά ο Αγέρας και στο σχολείο ενοχλούσε όλα τα παιδιά ακόμα και τη δασκάλα . Όταν βαριόταν το μάθημα αναστέναζε , ο αναστεναγμός του , ήταν σαν φύσημα . Έπεφταν τετράδια , βιβλία , μολύβια . Ο έξυπνος Αγέρας κατάλαβε ότι είχε δύναμη αν και μικρό παιδί ακόμα . Στη γυμναστική ήταν αριστούχος , είχε πολλή ευλυγισία και πρώτος στο τρέξιμο , αλλά πάντα ήταν χλωμός σαν άρρωστος . Όταν γυρνούσε στο σπίτι άφηνε τα βιβλία του και έτρεχε στο πράσινο λιβάδι για να παίξει με τα ζωάκια , που και αυτά μόλις τον έβλεπαν έτρεχαν να κρυφτούν .
Δεν τον ήθελαν στα παιχνίδια τους , γιατί όταν φύλαγε στο κρυφτό , άνοιγε κρυφά τα μάτια του και όταν θύμωνε στο παιχνίδι ξεφυσούσε τόσο δυνατά , που τα δέντρα έχαναν τα φυλλαράκια τους και τα ζώα ένιωθαν ρίγος . Ο Αγέρας πολύ καλός στην κίνηση , σκαρφάλωνε γρήγορα στα δέντρα και αργούσε να γυρίσει σπίτι . Οι γονείς του άρχισαν να ανησυχούν .Ένα βράδυ , την ώρα που ο Αγέρας έτρωγε τη ζεστή σούπα του , η μητέρα του , του είπε « αύριο θα πάμε στην πόλη , στον παιδίατρο» . Ο Αγέρας θύμωσε πολύ και ρώτησε « για ποιο λόγο μητέρα ; εγώ νιώθω υγιής» . Η μητέρα του έβγαλε το λευκό μαντηλάκι της και σκούπιζε τα δάκρυά της . Τότε του απάντησε « να παιδάκι μου , είσαι τόσο χλωμό , τα μαγουλάκια σου δεν είναι πια κόκκινα όπως την ημέρα που γεννήθηκες .Οι κινήσεις σου είναι τόσο γρήγορες που σε χάνουμε ξαφνικά , έχεις χάσει την μυρωδιά των πρώτων χρόνων σου» .
Ο Αγέρας τότε κάνει μια « φουουου» . Ήταν τόσο δυνατό που ο πατέρας έχασε το καπέλο του , δεν το βρήκε ούτε την επόμενη . Η μητέρα του έχασε την αγαπημένη πλεκτή μπέρτα , δώρο της μητέρας της . Άνοιγαν πόρτες και παράθυρα , χωρίς λόγο , παρά μόνο από το θυμό του μικρού παιδιού .Την επόμενη μέρα , ο Αγέρας έφυγε κρυφά . Πήγε στο πράσινο λιβάδι . Ανέβηκε στα γρήγορα στο ψηλότερο δέντρο και παρατηρούσε τα πουλιά που πετούσαν τόσο ψηλά . Οι γονείς του , όταν κατάλαβαν ότι το παιδάκι τους λείπει ανησύχησαν . Βγήκαν στο δάσος και φώναζαν « Αγέρα , παιδάκι μου πού είσαι ;» . Τότε παρατήρησαν τις κορυφές των δέντρων να πηγαινοέρχονται . Τα φύλλα έπεφταν . Τα κλαδάκια έκλαιγαν , κρύωναν που έμειναν γυμνά .
Οι γονείς του κοίταξαν ψηλά και είδαν τον Αγέρα να τους χαιρετά . Η μητέρα του κόντεψε να λιποθυμήσει . Φοβήθηκε τόσο πολύ να μην πέσει από τόσο ύψος και χτυπήσει .Με πολλά παρακάλια των γονιών του , κατέβηκε με ένα σάλτο . Η μητέρα του , τον αγκάλιασε τρυφερά . Γύρισαν οι τρεις τους στο σπίτι και έφαγαν πίτα με χόρτα . Ο Αγέρας μετά το φαγητό κάθισε δίπλα στο τζάκι . Τότε ο πατέρας του , του είπε « αποφασίσαμε με την μητέρα σου να σε στείλουμε λίγες μέρες , στην θεία Κεραυνούλα» . Ο Αγέρας δεν χάρηκε καθόλου, αλλά παρά τις αντιρρήσεις του , οι γονείς του , δεν άλλαζαν γνώμη . Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν πρωί , πριν σουρουπώσει είχαν φτάσει στη μεγάλη χώρα . Πολύ κουρασμένοι οι δυο γονείς του , γιατί ο γιος τους μια κρυβόταν καθώς περπατούσε , την άλλη έτρεχε σαν σίφουνας και την άλλη σκαρφάλωνε .
Η θεία Κεραυνούλα χάρηκε πολύ που τους είδε και περισσότερο που θα είχε μαζί της , τον ανιψιό της . « Πόσο μεγάλωσε ;» αναρωτήθηκε . « Θα μπορούσε να γίνει και βασιλιάς» σκέφτηκε . Φαινόταν τόσο δυνατός , τόσο γενναίος , έκοβε το μάτι της . Χρόνια ζούσε μόνη , δουλεμένη γυναίκα , έξυπνη .Έφαγαν όλοι μαζί κίτρινα σαλιγκάρια με χόρτα . Τα μάζεψε η ίδια το πρωί . Ήταν πολύ καλή μαγείρισσα . Οι γονείς του , την επόμενη μέρα έφυγαν για το φτωχικό τους . Ήταν σίγουροι ότι η θεία Κεραυνούλα θα βοηθούσε τον μοναχογιό τους , στην εκπαίδευση των καλών του τρόπων . Ο Αγέρας αποκοιμήθηκε στην κουνιστή καρέκλα και είδε ένα παράξενο όνειρο . Είδε ότι ήταν βασιλιάς στον ουρανό και μέσα στην αγκαλιά του πετούσαν πουλιά και πεταλούδες . Όταν ξύπνησε , άρχισε να εξιστορεί στην θεία του , το όνειρό του .
Η θεία του , σκέφτηκε για λίγο και του πρότεινε να ανέβουν στο βουνό μια βόλτα να δουν τις κορυφές των βουνών και τα σύννεφα . Ο Αγέρας δέχτηκε , αν και δεν γνώριζε την θεία του καλά , άρχισε να την συμπαθεί . Περπάτησαν αρκετά , κουράστηκαν και κάθισαν λίγο κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστούν . Τότε ο ήλιος άπλωσε τις αχτίδες του και τους γαργαλούσε . Θύμωσε η Κεραυνούλα , γιατί την προηγούμενη μέρα είχε πάει εξαιτίας του , στον γιατρό . Ο ήλιος πριν μέρες της είχε κάνει εγκαύματα , όταν περιποιόταν στον κήπο της τα λαχανικά . Τότε από το θυμό της , τα μάτια της έλαμψαν . Έβγαλαν τόση δύναμη !Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και άρχισε να ρίχνει ψηλά και προς τον ήλιο φωτιές . Τις είχε από μικρή . Η νεραϊδονονά της , τις είχε αφήσει πάνω στην κούνια της , την ημέρα της βάφτισής της .
Ο Αγέρας χάρηκε με το θέαμα « επιτέλους , λίγο περιπέτεια» φώναξε . Έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε στον ουρανό . Στριφογύριζε και αγκάλιαζε τις βουνοκορφές . Πιανόταν από τα κλαδιά και έκανε κούνια . Ένιωθε ελευθερία . Ο ήλιος φοβήθηκε , μάζεψε τις αχτίδες και κρύφτηκε . Κατάλαβε ότι κινδύνευε , δεν μπορούσε να τα βάλει με δύο αντιπάλους . Έπρεπε να σώσει την λάμψη του . Όταν ο ήλιος κρύφτηκε, η θεία Κεραυνούλα μάζεψε τις φωτιές που έριξε και τις έβαλε σε ένα τσουβάλι . Σφύριξε και στον Αγέρα , του έκανε σινιάλο να κατέβει από ψηλά . Όταν πήγε κοντά της , τον έπιασε από το χέρι και του είπε « είσαι φτιαγμένος για ψηλά , άρχισε να έχεις στόχους , το χέρι σου είναι τόσο κρύο σαν των βασιλιάδων» . Γύρισαν σπίτι . Την επόμενη μέρα το μεσημεράκι ο Αγέρας κατέβηκε στο ποτάμι να ψαρέψει . Αφού βαρέθηκε το ψάρεμα κάθισε κάτω από ένα δέντρο και έπαιζε φλογέρα . Δώρο της θείας του .
Τότε κατάλαβε ότι ο ήλιος απειλούσε να του την πάρει , γιατί ο λαμπερός ήλιος άπλωσε τις αχτίδες του και την έπιασε . Την στιγμή που πήγε να του την πάρει από τα χέρια του , ο Αγέρας σηκώθηκε όρθιος . Σήκωσε ψηλά το βλέμμα και πέταξε σαν πουλί από θυμό . Κυνηγούσε τον ήλιο , ο οποίος πάνω στην πάλη , κατάφερε να κλέψει τη φλογέρα . Τότε ο Αγέρας θύμωσε ακόμα πιο πολύ . Έκανε ένα δυνατό « φουουου» και η φλογέρα έπεσε στην αυλή της θείας Κεραυνούλας . Ο ήλιος τρόμαξε και μπήκε στο βασίλειό του , τρέμοντας από φόβο . Ο Αγέρας στριφογύριζε . Του άρεσε τόσο το πέταγμα στον ουρανό , που αποφάσισε να μείνει ψηλά . Η θεία Κεραυνούλα είδε τη φλογέρα και κατάλαβε ότι κάτι συνέβη στον ανιψιό της .Πήγε στην κορυφή του βουνού και φώναξε « Αγέρααα , πού είσαι ;» . Τότε ο Αγέρας ξεπρόβαλε από τα βάθη του ουρανού . « Θέλω να ζήσω ψηλά θεία , νιώθω τόσο ελεύθερος , θα συναντιόμαστε εδώ στο βουνό» απάντησε το αγόρι , που τώρα πια φαινόταν άντρας .« Θα στεναχωρηθούν οι γονείς σου αν μείνεις ψηλά» του απάντησε. Όμως ο Αγέρας γνώμη δεν άλλαζε . Η θεία Κεραυνούλα γύρισε στεναχωρημένη αν και μέσα της ένιωθε ότι όλα θα πάνε καλά .
Οι γονείς του κάθονταν στα σκαλιά , η ζέστη ήταν αφόρητη . « Αχ , να ήταν ο γιος μας εδώ να μας αγγίξει την καρδιά με τις σκανδαλιές του , τον πεθύμησα» είπε ο πατέρας του .Ο Αγέρας ένιωσε κάτι στην καρδιά του , γιατί εκείνη την στιγμή έκανε βόλτες στον ουρανό . Προσπαθούσε να βρει μέρος να κοιμηθεί . Ένιωσε τα λόγια . Κατέβηκε χαμηλότερα . Έκανε ένα « φουουου». Τότε η μητέρα του είπε « νιώθω ένα ελαφρύ άγγιγμα , που μου θύμισε τον γλυκό Αγέρα μας» . Τότε ο Αγέρας κάθισε πάνω στο μικρό δεντράκι της αυλής . Η μητέρα του τον γνώρισε , έτρεξε να τον αγκαλιάσει . « Παιδάκι μου» φώναξε η μανούλα του και έτρεξε προς το μέρος του , κρατώντας το σάλι της . Ο Αγέρας τους αγκάλιασε τρυφερά . Τους είπε την απόφασή του .Οι γονείς του στεναχωρέθηκαν και ξέσπασαν σε λυγμούς . Ο Αγέρας τους έδωσε από ένα φιλάκι και φεύγοντας πήρε το σάλι της μητέρας του , να την θυμάται .
Κάθε φορά που συναντά τον ήλιο , θυμάται το γεγονός με τη φλογέρα και φυσάει τόσο δυνατά που όλοι τρέχουν να κρυφτούν . Μόνο οι γονείς του ανοίγουν τα παράθυρα και περιμένουν ένα άγγιγμά του . Γιατί ξέρουν ότι είναι το παιδάκι τους , που μεγάλωσε και κατέκτησε τους ουρανούς . Η θεία Κεραυνούλα όταν θέλει να τον δει ανεβαίνει στην κορυφή του βουνού και συζητάνε με τις ώρες . Όσο για τον ήλιο , κάθε φορά που βλέπει τον Αγέρα εξαφανίζεται . Φοβάται μην πουντιάσει και αρρωστήσει . Ο Αγέρας κυκλοφορεί ανάμεσά μας . Παίζει , τραγουδά και χορεύει , έτσι που μόνο αυτός ξέρει .
'Επαινος στον Ζ΄Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό "Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη",Νοέμβριος του 2021
Βιογραφικό σημείωμα
Ονομάζομαι Θωμαή Τσιμερίκα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό της Χαλκιδικής , στο Κελλί. Μένω Πολύγυρο Χαλκιδικής και εργάζομαι ως Νοσηλεύτρια. Αγαπώ την ποίηση και το παραμύθι. Συμμετείχα σε δύο φεστιβάλ παραμυθιού στη Θεσσαλονίκη , στο 1ο , το 2018 ( με δύο παραμύθια μου "Ο Φένιος το ψαράκι" και "ο ήλιος που άργησε να ξυπνήσει "). Έχει γίνει έκδοση του ανθολογίου με τίτλο “ Ο πολύχρωμος κήπος 50 παραμυθάδων “. Συμμετείχα και στο 2ο , το 2019 με δύο παραμύθια μου ( "Ο Κοκός το σαλιγκάρι" και "η καλόκαρδη Βέφα και το Σκιουράκι και το ουράνιο τόξο" , καθώς και με έξι ποιήματά μου : "τα πεφταστέρια που έγιναν λουλούδια" , "Ο αετός" , "Ο γεροπλάτανος" , "Όταν αρχίζει η μουσική , "Η Άνοιξη" , "Η μοναξιά και η χαρά" ). Έχει γίνει έκδοση ανθολογίου με τίτλο “ ....μικρά ημερολόγια λόγου “ . Παρακολουθώ μαθήματα εξ αποστάσεως στη σχολή tabula rasa ( Ρητορική , ποίηση – Στιχουργική – Συγγραφή παραμυθιού ).