Η καλεσμένη μου, ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου, με καταγωγή από την Κύπρο, έχει σπουδάσει φιλοσοφία και νεοελληνική φιλολογία. Ασχολείται με μεταφράσεις Άγγλων κυρίως ποιητών, διδάσκει δημιουργική γραφή κι είναι επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές,ενώ ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες. Η ποίησή της κινούμενη στα μονοπάτια του υπερρεαλισμού, είναι πλούσια συνειρμική, τολμηρή, καινοτόμα, τρυφερή. Θα τη γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δώδεκα ποιήματά της και μια απαγγελία της!
Από το βιβλίο Χορευτές (Κέδρος 2014)
Η ετυμηγορία του ύπνου
Ο συριγμός μακρόσυρτος, θα τον ακούς,
από το φάρυγγα του διαδρόμου.
Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα•
τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν.
Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα,
τις νευρικές σελίδες που γυρνούν,
τον παφλασμό των λερωμένων
υφασμάτων.
Κι αν κυματίζεις σε μάγων ραψωδίες,
στου ιδρωμένου σεντονιού τις κούρσες,
πάλι άσωστος βρέθηκες• ο τόπος σ’ εμποδίζει,
και σε κυκλώνουν
ξένα αίματα• αρχαία παλτά
οι συγγενείς, λες και σε ξέρουν.
Στέκουν με χέρια καθαρά
πλάι στο μικρό σου φέρετρο.
Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,
η επιταγή αλλάζει χέρια,
κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά.
Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο
κάτι σκαμμένα πρόσωπα
τις σόλες σέρνουν
προς τη χαράδρα.
Ονόματα οχληρά ηχούν,
και τα κιτάπια,
με σύντομες –των άβουλων– κραυγές,
σφαλίζουν.
Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα.
Τα ρούχα του φονιά θα ’χουν πλυθεί.
Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους.
Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν
ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,
σηκώθηκε να σφουγγαρίσει.
Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.
Και το πτώμα σου
– που σαλτάρισε, είπανε.
Γύρισε ξανά πλευρό.
https://www.youtube.com/watch?v=AOoEcT9f_3c&ab_channel=EftychiaPanayiotou
Ο ρήτορας
Ήσουν ωραίος• σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ώς το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
σαν μέγκενη ή σαν κρασί.
Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
χορός τα χωρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.
Ήσουν ωραίος• σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.
Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη
την παλάμη,
να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
– και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις
για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωριού.
Βυζαντινός θίασος
Η αμαρτία είναι βυζαντινή
κι ο έρωτας αρχαίος
― Μάνος Χατζιδάκις
Ονειρεύτηκα ένα ’ξωτικό πουλί,
τα ξέφρενα φτερά του.
Και με παγόνια επ’ ώμου,
οι φτέρνες μου φέγγρισαν ― πυγολαμπίδες.
Χαλινάρι δεν πάτησα
στο γέλιο τους.
Η ζωή είναι βέρα πολύτιμη
που σου περνούν στο σκοτάδι
με μισόκλειστα μάτια.
Κι είπα, Έτσι θα πεθάνω.
Όταν θα επι-
ταχύνουμε φουλ.
Σκάνδαλό τους το φρένο.
Μ’ ανοιγμένο φουστάνι,
παραζάλη θα γίνω.
Και στη νάρκη σκανδάλη.
Με μουγκρίσαν τα ντούκια, πώς τ’ αλάνια σφυρίξαν,
τα βέλη, που-στρίψαν-βουίξαν-Τραβέρσα,
μαδούσαν την πίστη.
Και για ντάμα μού χαρίζουν το σκουπόξυλο,
να χορεύω ήσυχα το νυφικό μου.
Προσοχή Οικογένηα, Προσοχή Οικογένηα
Αρχαίος τηλεπλανήτης.
Οι υφάντρες
Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.
Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές,
ήχοι είναι, θα πούνε• δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.
Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.
Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.
Η απόπειρα της ελευθερίας
Με τρύπιο το σώμα, το φιτίλι να τρέμει,
το ποίημα πυροτεχνουργός.
Μαύρες τολύπες το ξετίναξαν. Οι Μοίρες
παίζανε
γεμάτο ζάρι
–Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο–
την τύφλα τους λευκό κουτσό.
Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.
Mα μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.
Τα παιδικά σου μάτια θυμούνται
μια έκρηξη. Τον πυρετό
που ανέβαινε
των πεθαμένων.
Ακούς από κάτω
το γδαρμένο γυαλί―
Ο σαλταδόρος
Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές – τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.
Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.
Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ώς το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
–αλλιώς του κάκου–
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.
Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθούνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
Ας χορέψουμε
Γκρεμίζοντας τον ύπνο
― Ηλίας Λάγιος
Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.
Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.
Το χώμα να φοβάται το σώμα.
Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
― Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.
Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
― Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;
Σε κύμα μεταμορφωμένοι,
αφρισμένοι αφήνουν
να διαλυθούν.
Να γίνουν αλάτι.
Με το σφουγγάρι του τούς πλένει ο Άδης
–συχνά πώς κλαίει ο κακότυχος–
και φυτρώνουν
απειλητικά
τα δουλικά
φτερά.
Μα, όπως τ’ όνομα αρθρώνουμε του βασιλιά,
λέμε, δεν μπορεί, λίγο θ’ αγαπήσαμε
τον Κάτω Κόσμο.
Τόσα κορμιά χαϊδέψαμε,
χαμίνια του πατρικού κλήρου.
Τα μυρωμένα μας μέλη ακόμα γλιστρούν
το ’να μες στ’ άλλο μουδιασμένα
και το κέντημα της ηδονής μας, νωπό,
πλέκει ένα πρόσωπο,
που είναι η ζωή μας.
Νώτα στραμμένα
στους Ουρανούς, ανάκτορα φυλών για να σκοτώνουν.
Ύπουλη γεωμετρία• δεν σ’ επουλώνει.
Γι’ αυτό η σαγήνη.
Εξόριστα βλέφαρα ανοιγοκλείνουν
τινάζοντας δυνατά τη σκόνη.
Ξεδιπλώνουν τις σελίδες.
Ξεκλειδώνουν τη φυλακή.
Το χαρτί είναι η μόνη κόλαση
που αναδέχονται
―λέξεις περικυκλωμένες,
ανάσες τρομαγμένες στο τζάμι―
η κόλαση είναι
η πιο φλογερή καβαλιέρος
στους φυγόκεντρους εφιάλτες μας.
Πηδάνε έξω απ’ τα μεγάφωνα οι Χορευτές.
Παραφορά, εξαλλοσύνη, λογική.
Όπως ο φάρος που, τον βλέπεις, αιωρείται.
Ή τα επιδέξια χέρια σου που διευθύνουν τη σιωπή.
Από το βιβλίο Μαύρη Μωραλίνα(Κέδρος 2010)
το χάρισμα
δεν είχαμε δει την ουτοπία;
τα πέλματά μας πυροδοτούσαν έκσταση,
χάραζε και χάναμε το φως μας.
μα όσο η μουσική το πάτωμα έκαιγε και οι ήχοι
τα μέσα μας άναβαν,
τόσο τα πλήθη γύρω πάγωναν, ο ουρανός σκοτείνιαζε,
και τότε ένας αγκώνας ρίχτηκε να μας χωρίσει.
σε δάγκωνα να μείνεις, απ’ το μανίκι σ’ έσερνα.
σ’ έβλεπα όμως, μίκραινες, λες κι αναρροφιόσουν.
για να γίνεις στο τέλος μια τελεία,
ρούχο αδειανό
σ’ εμένα
κούφιο χέρι
(η καημένη η μαμά, πνίγει στην κοιλιά ένα λυγμό,
ο μπαμπάς ράβεται κοστούμι τη συγγνώμη
κι εγώ, κορίτσι στα δεκαπέντε, με τις πλάτες γυρισμένες,
κοιτώ απ’ το τζάμι τη βροχή)
κάτι είχε από καιρό συμβεί.
θυμάμαι μόνο
μπαλόνια
μαμά μπαμπά κοιτάξτε ένα μπαλόνι, τα μπαλόνια είναι
ωραία, οι άνθρωποι είναι ωραία μπαλόνια
φεύγουν οι άνθρωποι στον ουρανό
φεύγουν μπαλόνια
στα χέρια τους μπαλόνια –
το δικό μου χέρι,
έμμονο, γράφει για εκρηκτικά
(για την έξαρση στις φλέβες)
απασφαλίζει το κάτω μου κουμπί
ένας αυνανισμός αντιρρησίας•
την ενοχή που το φύλο της χάρισε με ηδονή θα ξηλώνει.
η μικρή σχιζοφρενής μου, μέλισσα ανάμεσα σε δύο χρόνους
όλα λοιπόν είναι έρωτας, ή τίποτα δεν υπάρχει.
μια βεβαιότητα είναι, που τεντώνεται στον εαυτό της
–τον ακραίο εαυτό της–
και τυλίγεται τον εαυτό της.
(έχει ήδη γράψει τη λέξη τρεις φορές)
διαλεκτική εδώ πουθενά.
θέση / αντίθεση / σύνθεση κτλ.
πουθενά οι γνωστές προκείμενες
1. όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί
2. ο Α. είναι θνητός
3. ο Α. είναι άνθρωπος
κατά τ’ άλλα η γλώσσα· μια μπαμπέσα
πλάνη.
θα τη βρεις καταπρόσωπο ή δεν τη βρίσκεις ποτέ
οι λέξεις υπάρχουν, υποφέρονται
αν με τ’ όνειρο πας να εξημερώσεις την τίγρη.
το θυμό της, παρακαλώ, κάποιος ας σταυρώσει.
(ας υπήρχε κάποιος που στ’ αλήθεια να σταυρώνει)
τότε θ’ αφάνιζε τον εαυτό της, τις λέξεις
η μορφή σαν δείκτης περιεχομένου
κάποιο σπασμένο μπουκάλι ή γυάλα ασφυκτική
είναι ποίηση•
διάλεξε ανάμεσα σε πράγματα γεμάτα από
εγώ.
κάποτε βέβαια είχε αγαπήσει·
τόση η ντροπή μες στην αγάπη
αυτό το δεύτερο πρόσωπο
(που λέω προκείμενη)
μάλλον απουσιάζει. τώρα επιτρέπεται
να επινοώ ό,τι απέμεινε
δικό της.
σε δύο μέρη και ολόκληρη.
ας πούμε διαλεκτική:
μέρος πρώτο Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ
μέρος δεύτερο ΕΓΩ
το συμπέρασμα ΔΙΚΟ ΜΟΥ
γιατί στη γλώσσα η αλήθεια καίει
ας πούμε ένα πρόσωπο που υπήρχε πια δεν είναι:
όλοι οι άνθρωποι ήταν θνητοί 3.
ο Α. ήταν θνητός 2.
ο Α. ήταν άνθρωπος 1.
τον πήρε το αρχαίο ποτάμι.
στην αλήθεια είναι η γλώσσα καίει
σας δίνει το ελεύθερο
σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.
και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.
εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
–κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλαμπλα–
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.
εγώ όμως ζω
–χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.
σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.
κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;
μέσα στον κόσμο χάνεις
μόνο νύχτες.
όταν το ποίημα ανοίγεται σε προσωπικά δεδομένα
στη ζωή δεν έγινες τίποτα. εδώ γίνεσαι κάτι.
μπορεί να μην τ’ ονειρεύτηκες.
τέτοιος θάνατος δεν σε ικανοποιεί.
κι όμως θυμάμαι· λάτρευες λέξεις.
για κείνες τις άψυχες θα πέθαινες
σε βλέπω στο ποίημα να υπογραμμίζεις·
με λευκό την αλήθεια, με κόκκινο το ψέμα.
για μια έκρηξη της φαντασίας
θα ’ταν απρεπές να τη μαλώσεις
ποντάρω στ’ ότι θα χαμογελάσεις.
με κάποιον τρόπο πρέπει να σ’ ευχαριστήσω.
για τούτο δω το μελιστάλαχτο θηρίο,
γι’ αυτή μου τη γύμνια
που για μένα ήσουν μουσική.
θέλω να πω Μαέστρος, όποιος εναρμονίζει τη φυγή
μα στάσου λίγο. κανείς ειδήμων δεν θα καταλάβει.
σκοτώνω ένα ποίημα για να ψυχώσω εσένα
φιλοπερίεργοι δεξιά κι αριστερά
ζητούν να μάθουν τι είχαμε να μοιράσουμε.
η ουτοπία δυο σωμάτων να γίνονται ένα
εκείνος αθέτησε την αρμονία, το βασίλειο, τα φθογγόσημα
καθώς το σώμα της καιγόταν και, μόνο ακόμη,
έκανε να τραγουδήσει.
στο μεταξύ πληθαίναν οι εγγράμματοι κανίβαλοι.
έμπαινε στη μέση το ολόφρεσκο κρέας.
κάθε κοριτσιού η σάρκα ωραίο κρεσέντο ατονάλ
είμαι ένα φωνήεν ακαριαία σφαγμένο.
όταν «οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν,
οι όφεις ιύζουσιν»
πολλά εγκλήματα διαφεύγουν απ’ το λάρυγγα.
εγώ σκοτώνω ένα ποίημα, εμψυχώνω εσένα
Βιογραφικό σημείωμα
Η Ευτυχία Παναγιώτου (Λευκωσία, 1980) σπούδασε φιλοσοφία και νεοελληνική φιλολογία. Ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή στη νεοελληνική ποίηση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Εξέδωσε έως τώρα τα βιβλία ποίησης μέγας κηπουρός (2007), Μαύρη Μωραλίνα (2010) και Χορευτές (2014). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες. Είναι επιστημονική επιμελήτρια της έκδοσης Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται από μόνος του, που περιλαμβάνει κείμενα, ντοκουμέντα και συνεντεύξεις της Κατερίνας Γώγου, καθώς και αρχειακό υλικό συναφές με το έργο της. Εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων, διδάσκει δημιουργική γραφή και μεταφράζει ποίηση από τα αγγλικά (Anne Sexton, Ερωτικά ποιήματα, Μελάνι 2010∙ ποιήματα της Anne Carson και Άγγλων ρομαντικών, υπό έκδοση). Ζει στην Αθήνα.