O σημερινός μου καλεσμένος είναι ο λογοτέχνης και μεταφραστής Ζ.Δ.Αϊναλής. Ζει κι εργάζεται στη Μυτιλήνη. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, μια συλλογή με ποιητικά αφηγήματα και δύο ποιητικά μυθιστορήματα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες ξένες γλώσσες. Ασχολείται επίσης με το δοκίμιο και τη λογοτεχνική μετάφραση. Η ποίησή του είναι αντικομφορμιστική,τολμηρή και χειμαρρώδης. Συχνά αξιοποιεί γνώριμα ιστορικά και μυθολογικά περιβάλλοντα, που λειτουργούν όμως κυρίως ως υποβλητικό φόντο. Οι ήρωές του ,ακόμα και οι γνωστές βιβλικές ή ιστορικές φιγούρες, ενδύονται καινούργια ρούχα, αυτά της ξεχωριστής θέασης του δημιουργού. Τα πρόσωπα εξουσίας αμφισβητούνται , οι θρόνοι τους τρίζουν. Ο λόγος του ποιητή είναι πλούσιος,ζωντανός και παραστατικός. Θα τον γνωρίσουμε καλύτερα μέσα από δέκα ποιήματά του!
Κούσκο, Περού, 1572 μ.Χ.
ή Η Μελαγχολία της Αντίστασης
Είπε ένα απ’ τα παιδιά που συνοδεύανε τον Ηλία
στην τελευταία του κατοικία
θα βρέξει
επάνω ένας ουρανός ξεσκισμένος κατουρούσε αίμα
τριγύρω μια σιωπή τρυπημένη
μια μουσική πένθιμη τσαλαβουτούσε στις λάσπες
ένα ταμπούρλο σκισμένο από ενάντια πυρά κυλούσε αιμάσσον
οι μπάτσοι χτυπούσαν με τα γκλοπς
τ’ αδέσποτα που ασελγούσαν
στην απαλλοτριωμένη πλατεία
με υποκόπανους και δακρυγόνα.
Την ίδια ώρα
στο κοινοβούλιο προωθούνταν επιτυχώς
ο εκδημοκρατισμός των θεσμών.
Ένα εμπύρετο προαίσθημα με κατέβαλεν όλον.
Εν Βηθλεέμ
Τους βλέπεις; Είμ’ εγώ που μια νυχτιά
ξαπλώσανε στο αχούρι των αλόγων.
Γιάννης Βαρβέρης, Οι Μάγοι
Οι τρεις μάγοι τους βλέπεις είμαι εγώ
που πάνω του ξάπλωσαν ένα βράδυ περίκλειστα σκοτεινό
και με κοιμήθηκαν ξανά και ξανά
αξημέρωτες νύχτες διαδοχικά
επάνω στης φάτνης τα άχυρα
μουγκός βιασμός ακατόρθωτη άνοιξη
η φωνή στο φάρυγγα καθεύδουσα καφετιά
άωρη ωορρηξία ανάμεσα σε πόδια κλειδωμένα σφιχτά
στο στερέωμα τ’ αστέρια τριζοβολούσαν φωτιά μια θαλπωρή ζεστασιά
στο δροσερό αεράκι οσμές νυχτολούλουδο και θυμάρι
θερινή υποψία νοτισμένης ανάμνησης
και το χώμα ποτισμένο των κουρασμένων κορμιών τα υγρά
ανάκατη αποφορά ιδρώτες και σπέρματα
και δάκρυα
και σμύρναν είτα και λίβανον
η εξαγορά στάθηκε άμεσος
τα χρυσία πάντως όσο να ’ναι στραφτάλιζαν κάπως παράταιρα πεταμένα έτσι
στην κοπριά
όμως η αιμορραγία δεν έλεγε να κοπάσει
το μαύρο αίμα σκοτωμένο στο κίτρινο άχυρο
υπό το λύχνο του άστρου
άσπρο πιο άσπρο
ολοένα
δεόμενος οδυνώμενος
του τραύματος μήποτ’ ιώμενος
έξω
του Ηρώδη τα τάγματα
περιπολίες και φυλακές
προληπτικές συλλήψεις προσαγωγές φακελώματ’ απαγωγές
Ηλεκτρογραφία (Γαβριηλίδης 2006· επανέκδοση Θράκα 2018)
Ενύπνιο
Αν μια στιγμή σταματήσεις να κατουρήσεις στην άκρη του δρόμου πίσω από το κατσιασμένο δεντράκι σαν τον κλέφτη γύρω-γύρω κοιτάζοντας μέσα στη νύχτα του χειμώνα τότε πρόσεξε τον ήχο που έρχεται το διερχόμενο μηχανάκι πάνω τον άνθρωπο κόκκινη μάσκα στο πρόσωπο μίσχο στα χέρια φέρνει δώρο βίαιο θάνατο μεθυσμένη σιωπή τριγύρω ουρανός και το χιόνι που πέφτει πυκνό να σκεπάζει το πτώμα σου
Άγνωστος Παραλήπτης
Μες τις χιλιάδες επαναλαμβανόμενες διαδρομές μοναδικές και εφήμερες ηλεκτρικοί τροχιοδρόμοι ένα πρόσωπο όμορφο μπορεί ν’ αλλάξει τη μοίρα σου ξεχάστηκα με τις ώρες ν’ ατενίζω το είδωλό σου δειλός μέσα απ’ την αντανάκλαση στο φωτισμένο του τρένου τζάμι μέχρι που έχασα την αίσθηση της πραγματικότητας κι ο χώρος δεν ήταν αυτός που ατενίζαμε κι ο χρόνος έγινε πάλι κάτι τ’ αφηρημένο όπως τότε παιδιά τα καλοκαίρια ανέμελα που παίζαμε μέχρι τ’αστέρια τα μήλα στη γειτονιά όταν αργότερα με των οφθαλμών μου την άκρη κατάσκοπος αντιλήφθηκα να διορθώνει το μακιγιάζ της στα χείλη της το κραγιόν ένα χέρι δάχτυλα πεταλούδες στ’ απαλά της μαλλιά με αγωνία το είδωλό της κοιτάζοντας έτσι να αδημονεί για την άγνωστή μου συνάντηση έσπασ’ η καρδιά μου δεν άντεξε τόση απέραντη τρυφερότητα για τούτο το πλάσμα γνωστό μου μικρό α κατεβαίνεις άσε με να δω το πρόσωπό σου αυτό τελευταία φορά εγώ είμαι εδώ στέκομαι πάντα στην άκρη ένας άνθρωπος που δεν θα παρατηρούσες για κανέναν λόγο ποτέ το ξέρω πως δεν σκέφτομαι καθαρά είμαι τώρα ευάλωτος η εντύπωση της στιγμής φτωχή μου καρδιά που μουσκεύει τα χείλη μου όμως το ποίημα αυτό είναι για σένα αγάπη μου που δεν θα μάθω ποτέ τ’ όνομά σου για σένα που τ’ όνομά μου δεν είναι τίποτα περισσότερο από κραυγές άναρθρες μιας άγνωστης γλώσσας για σένα που δεν θα διαβάσεις ποτέ τις σελίδες αυτές που γραφτήκαν για σένα που κι αν ακόμα η τύχη το φέρει κάποτε και διαβάσεις τις σελίδες αυτές δεν θα ξέρεις πως γραφτήκαν για σένα καληνύχτα για πάντα αγάπη μου καληνύχτα
Αποσπάσματα (Γαβριηλίδης, 2008)
VI
Ρε συ πατέρα
ξέρεις κάτι
δεν καταλαβαίνω
γιατί αρνείσαι να πεθάνεις
Ακόμη αναρωτιέσαι
για τον Αβεσσαλώμ
θρηνείς
Αναρωτιέμαι αλήθεια
Ο Αδωνίας πήρε να σφάζει κιόλα αρνιά και πρόβατα και μόσχους
Τι περιμένεις δηλαδή;
Στο τέλος θα σφαχτούμε όλοι αναμεταξύ μας.
Θα τρέχουμε όλοι παραλοϊσμένοι επάνω σε μουλάρια του Άμνωνα το πτώμα
πελεκημένο θα σαπίζει
κι ούτεένας δεν θα βρεθεί
- ούτε ένας! μ’ ακούς; -
να κλάψει.
Βιτρίνες να σπάνε πέτρες χέρια
να εκτείνονται
μπουκάλια
θα λαμπαδιάζουν οι υποτακτικοί σου ένας-ένας
και θα ολοκαυτώνονται.
Θα εξεγείρετ’ η Χεβρώνα σύσσωμη στις φλόγες
και οδοφράγματα σφεντόνες.
Τι περιμένεις δηλαδή;
Κοιμήσου πατέρα.
Δώσε πια την ευλογία σου, πατέρα, και κοιμήσου.
Σ’ αφήνω τώρα. Αρκετά ασχολήθηκα μαζί σου.
Με καρτερεί ο γιος μου στη γωνία.
(πρέπει κι εγώ κάπου στο ενδιάμεσο να ζήσω)
IX
Τόσο καιρό προσμένω θάνατο απ’ το χέρι σου
να μ’ αποκαθηλώσεις.
Έφυγες πριν να γεννηθείς
και τώρα έχεις πετάξει.
Μην περιμένεις, γιε μου, πια στο νάρθηκα
μπες στο ιερό και σφάξε.
Μην περιμένεις συμβουλές
ο νους έχει γεράσει.
Εγώ δεν είμαι ο Δαυίδ βδέλλα ν’ αγκιστρωθώ στο σκήπτρο.
Άνοιξε τις παλάμες σου και πάρε αυτά που σου ’χουν τάξει.
Άρπαξε λίθους τίμιους κι αρώματα και μύρα και μετάξι.
Μονάχα, γιε μου, να χαρείς,
μην αναμένεις ευσεβής
τα γηρατειά να κάνουνε το χρέος τους
να με ξεκάνουνε αργά στον πνιγηρό ιστό τους.
Τα γηρατειά δεν πράττουν, σήπουν.
Και τώρα πρέπει πράξη.
Η σιωπή της Σίβας (Βακχικόν, 2011)
****************************************************
Ότι επαναστέλλοντας έσω ασύμμετρος
την ερήμωση του διαστήματος
τον έρημο χώρο πίσω απ’ τον έρημο χώρο
τα κίτρινα δόντια πίσω απ’ το πέτρινο στόμα
αίμα τόσο γεμάτος μίσος
να μην μπορέσω να συγχωρήσω
τόσο κίτρινος τι θα πει
θήραμα που όντας να προπορεύεσαι
την κούρσα να οδηγείς
χνώτα κουρασμένα βαριά
πίσω κλαγγή
ίπποι ιππείς βαριεστημένοι ευγενείς
στο χώρο τα χέρια ξάφνου εκτείνομ’ ευθυτενής
επιμήκης διαστέλλομαι
άγριο που αυτό το γέλιο να διαμελίζοντάς μου τις σάρκες
ελεύθερος μόνος
να σκίζοντάς μου τα χείλη
ασύμμετρος
****************************************************
Έξω βρέχει. Μέρες τώρα. Θέλω να χτυπήσω κείνο τον τύπο που
στέκεται μόνος του στο δωμάτιο μου και κλαίει. Σηκώνομαι.
Όλα ανακατώνονται στο κεφάλι μου ένα καζάνι που βράζει.
Σπάω έναν έναν τους καθρέφτες μου στο δωμάτιο. Οι γροθιές
μου ματώνουν. Γλείφω το αίμα λύκος ουρλιάζω. Γκρεμίζω τα
συρτάρια μου αναποδογυρίζω τα ρούχα μου. Κλωτσώ τη
ντουλάπα. Πετάω τα σκεύη μου. Σπάω τα πιάτα μου ουρλιάζω.
Ξεσκίζω τα σεντόνια. Ξεσκίζω το στρώμα. Το σηκώνω και το
πετάω. Περνάνε οι μέρες. Ουρλιάζω. Σκαρφαλώνω γυμνός στο
παράθυρο. Διπλώνω τα γόνατα. Ανοίγω τα χέρια. Στις στέγες
πουλί μεγάλο μαυροφτέρουγο. Κοιτάζω έναν κόσμο κεραίες τον
κόσμο μου. Προσπαθώ να γυρίσω το βλέμμα μου να κλείσω τη
μεγάλη οθόνη της πόλης. Έχει στο ηλιοβασίλεμα κόκκινο
κολλήσει το ίδιο κανάλι. Εξανεμίζεται νιώθω τη ζωή μου να
χάνεται. Θέλω να βουτήξω. Μόνος στο μεγάλο κενό να ανοίξω
αρπακτικό τις αρχέγονές μου φτερούγες του δαίμονα ν’ ανοίγουν
ολόμαυρες στη σελήνη οι ήχοι του δάσους που στέκεται η ανάσα
μου οι ψίθυροι ο τρόμος και η σιωπή ξεχύνονται οι φόβοι μες τη
σκιά διπλώνω τα χέρια μου βουτιά στο κενό. Να χυθώ στους
δρόμους φόβος να γίνω να πίνω το αίμα τους να ορμώ από ψηλά
να ξεσκίζω τις σάρκες τους να ορμώ από ψηλά να ξεσκίζω τις
σάρκες μου να μην έχω να φάω παρά μόνο τον εαυτό μου να
βγω να χτυπάω τον εαυτό μου να παίρνω τους δρόμους να
σπάζω στο ξύλο κρετίνους περαστικούς να σφάζω όποιον θα
βγαίνει μπροστά μου στο σκοτάδι να τους μαχαιρώνω στις
γωνίες να ουρλιάζουν οι μάρτυρες να μην με βλέπουν αόρατο
ανεβοκατεβαίνοντας ένα στιλέτο να επανορθώνει τα κρίματά
τους πληγή μου δικαιοσύνη μου. Να γίνω ο άνεμος να φυσάω
ανάμεσα απ’ τις σκέπες τους να σπάω στα παράθυρά τους τα
τζάμια τους στο παράθυρό τους να τους αγκαλιάζω στην αόρατη
αγκαλιά μου και να τους πνίγω που κλαίγοντας. Να γίνω η
καταιγίδα τυφώνας να γίνω η θάλασσα να γκρεμίσω τα κτίριά
τους τα λιμάνια την πίκρα τους να γίνω οργή να γκρεμίσω τα
έργα τους να τους γυρίσω στην αιμάτινη μήτρα τους αγκαλιά να
τους σπείρω στη μήτρα μου. Να σπάσω όλα τα τζάμια να σπάσω
τα έργα τους να σπάσω το γυαλί τους να σπάσω τ’ ατσάλια τους
να με δουν να τους δω να μιλήσω τη γλώσσα τους τη μοναξιά
μου να κάνουν τον έρωτα τη μοναξιά τους να κάνω την ευτυχία
τους να με δούνε ν’ ακούσουνε τη φωνή μου να μου μιλήσουν.
Να κλάψω στο στήθος τους. Να γίνουν η ευτυχία μου.
Να γίνω η κρίση τους.
Μυθολογία (Πανοπτικόν, 2013)
***********************************************************
Δεν γινόμουνα ήμουν και όντας γινόμουν εγώ η μοναξιά που οδηγούσε στη μοναξιά, η θλίψη που οδηγούσε στη θλίψη,η παράνοια που οδηγούσε στην παράνοια, ο φόβος που οδηγούσε στον φόβο. Η μοναξιά που οδηγούσε στη θλίψη, η θλίψη που οδηγούσε στην παράνοια, η παράνοια που οδηγούσε στο φόβο, ο φόβος που οδηγούσε στη θλίψη, η θλίψη που οδηγούσε στη μοναξιά. Παίρναν φωτιά τα δόντια μου κι ανάβαν ένα-ένα σαν τους πυρσούς στις κατακόμβες. Κατάπινα πτώματα κρέατα νεκρά κι έφτυνα κόκαλα στην άμμο. Κατάπινα σάρκες αμάσητες κι έχεζα αχώνευτη τροφή ζεστή στην άμμο έτοιμη ζωή λίπασμα για τα δέντρα. Φυτρώναν οάσεις άσπιλες νερά καθάρια ποταμοί κι έπινα με τα κτήνη. Ξάπλωνα κάθετα στους ίσκιους των δεντρών γινόμουν ένα με τα φύλλα. Τη σήψη ανασταινόμουνα γινόμουνα λουλούδι, ασβέστης άβυσσος κληματαριά κρασί και μέθαγα το σύμπαν. Ήμουν εγώ ο άγιος και ο προσκυνητής, ο ασκητής κι ο λιόντας, ο μοναχός κι ο πειρασμός, η άμμος και ο χρόνος. Ήμουν εγώ η έρημος κι η θάλασσα, το σύννεφο και η βροχή, το χώμα και το άνθος. Μεγάλωνε η έρημος κι απλώνονταν αγκάλιαζε τα πάντα, χανόντουσαν τα κτήνη τα πουλιά νερά το φως απ’ τον αιθέρα τα δέντρα γκρεμιζόντουσαν που βάσταγαν τον ήλιο. Γινόμουν άγιος κι ασκητής και μοναχός και ήμουν.
Τα παραμύθια της έρημος (Κέδρος, 2017)
*************************************************************
Ίσως και να δεις τότε την πόλη που για σένα ονειρεύτηκα να
παίρνει σάρκα κι οστά, να υψώνεται σιωπηλά λιθαράκι-λιθαράκι
στην ερημιά, μακριά απ’ το σκοτάδι τα τσακάλια τον φόβο την
παγωνιά. Ίσως και να δεις τότε την πόλη που για σένα
ονειρεύτηκα να συνθλίβει την αθλιότητα, τους μισθοφόρους
νομάδες που εφορμούσανε κατά κύματα πάνω μας έφιπποι για
χίλιες χιλιάδες χρόνια πολλά, τα όρνια τις ύαινες και τ’ άλλα
πτωματοφάγα κτηνά. Ίσως και να δεις τότε σύσσωμο το σώμα
της πόλης να ορθώνεται και να προτάσσει τα δόντια στους
δράκοντες γυμνά – έρκος πυρίκαυστο η αξιοπρέπεια στη
σκοτεινιά. Ο φόβος είναι μια αρρώστια που τρωγαλίζει την
καρδιά. Μην πάρεις τούτο τον δρόμο – φέρνει σε μέρη
απάνθρωπα, σκληρά. Φώναξε, ούρλιαξε, με νύχια γυμνά χύμα
και χτύπα, δάγκωσε το χτήνος στ’ αχαμνά.
Η μονωδία της έρημος (Κέδρος, 2019)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Ζ. Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Ηλεκτρογραφία (εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006· 2η έκδοση, Θράκα, Αθήνα, 2018),Η σιωπή της Σίβας (Εκδόσεις Vakxikon.gr, Αθήνα, 2011· 2016),Τα παραμύθια της έρημος (Κέδρος, 2017) και Η μονωδία της έρημος (Κέδρος, 2019)· τη συλλογή ποιητικών αφηγημάτων Αποσπάσματα (εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2008) καθώς και τα ποιητικά μυθιστορήματα Μιχάλης Τάτσης - Με το καδρόνι στα χέρια (εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2011) και Μυθολογία (εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2013). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Πορτογαλικά και στα Ιταλικά. Έχει μεταφράσει αγγλόφωνη και γαλλόφωνη ποίηση, πεζογραφία και δοκίμια και έχει δημοσιεύσει σειρά λογοτεχνικών δοκιμίων για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα και τη νεότερη ποίηση. Είναι μέλος της Συντακτικής Ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια-Βορειοανατολικά.Ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.
* Το υπέροχο πορτρέτο του ποιητή φιλοτέχνησε ο σκιτσογράφος Αλέξανδρος Καραβάς.