Φιλοξενούμενός μου στη στήλη "Στα βαθιά" είναι σήμερα ο ποιητής Γιώργος Σαράτσης, με καταγωγή από την Ελασσόνα. Ο καλεσμένος μου είναι γυμναστής, αφηγητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή. Ποιήματά και κείμενά του δημοσιεύονται συχνά στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, καθώς και στο προσωπικό του ιστολόγιο. Η ποίησή του είναι λυρική, υπαρξιακή, στοχαστική. Ο λόγος του είναι πολύχρωμος, φωτογραφικός, συγκινητικός. Τον απασχολεί η ερημιά του ανθρώπου, τα εσωτερικά ζητούμενα, οι πληγές της κοινωνίας. Θα δούμε δέκα εκπληκτικά ποιήματά του!
*********************************
Ακόμα και το βλέμμα
λειτουργεί με αφορισμούς.
Απομονώνω εικόνες:
εφτά τσιμεντένια σκαλοπάτια
γωνίες και ραγίσματα
μια τρύπα δυτικά στον ουρανό –
φθαρμένο γαλάζιο σαν σκοτωμένος άνεμος
κάθε τι
μου δείχνει τρόπους να πεθάνω
*********************************
Από το βλέμμα εισβάλλει το κακό.
Τα μάτια είναι όργανα μεταχειρισμένα.
Είτε ανοιχτά, είτε κλειστά
επιμένουν να κοιτούν
όσα δεν χρειάζονται.
*********************************
Οι εποχές μοιάζουν με χαμηλές
ασήμαντες πόρτες.
Σκύβεις να περάσεις
και τσακίζεις το κεφάλι.
Φερ’ ειπείν, την άνοιξη μαζί με το φως
ξημερώνει μια δροσιά
από κόσμους παράταιρους.
Πού να χωρέσουν τόσες μυρωδιές;
Και όλα σύντομα
και οδυνηρά.
*********************************
Είχε έναν ήλιο σκληρό
όταν φτάσαμε στην Πέρινθο
Θεσσαλός εγώ
μαζί με Μακεδόνες
στα στενά της Προποντίδας –
απροστάτευτος από εχθρικά πυρά
από τη μία στεριά
από την άλλη θάλασσα
ματωμένη
με κραυγές
και ναυάγια
κι ούτε γυναίκα φάνηκε
ούτε περαστικός
μόνο σκυλιά
και αργοκίνητα σκουλήκια
τίποτα μην περισσέψει
*********************************
Τα δάχτυλα μυρίζουν τσιγάρο.
Ο πλανήτης κατειλημμένος
από μικροσκοπικά έντομα.
Στο φως του απογεύματος
περιγράμματα βουνών
και δέντρων.
Φωνάζω τον σκύλο.
Δεν με βλέπει.
Επικοινωνούμε μόνο με την ακοή.
Οι άνθρωποι επιτείνουν τη μοναξιά μου.
Τίποτα δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Εξαντλώ την ύπαρξη
πριν εκείνη μ’ εξαντλήσει.
*********************************
Πρόσφορο χώμα
Θέλησα να βαδίσω με τα χέρια
και βρέθηκα να σέρνομαι
με το κεφάλι.
Ούτε ρούχα φορούσα
ούτε δέρμα.
Όσα είχα να πω για την Ελλάδα
τα είπα.
Μένει τώρα να συντάξω
επικήδειο
και να βρω πρόσφορο χώμα
να την κηδέψω.
Προσκαλώ φαντάσματα
κι έρχονται οσμές από χρόνια
που δεν έζησα.
Χρειαζόμουν τροφή, νερό
και στέγη
κι ας μην είχα κάτι να στεγάσω.
Τώρα, μπορώ να καταλάβω
γιατί πονούσα
κάθε που άκουγα την βροχή να πλησιάζει.
Υπήρξα έτοιμος για δάκρυ
κι αναχώρηση.
Ποτέ όμως δεν έκλαψα
ποτέ δεν αναχώρησα ―
Και ’δω που τα λέμε,
να πάω πού;
Κι ας είχα λόγους πολλούς
να κλάψω
*********************************
Αρχή της Ινδίκτου
Άνδρας χάνεται στα νερά
όπως τα νερά χάνονται μέσα του
~
Θυμάμαι την αφέλεια του τοπίου:
το μικρό κοιμητήρι στον Άη Γιώργη
δροσερό αγίασμα απ’ το βουνό
σκάλες που δεν βγάζαν πουθενά
λιόκλαδα καθώς βουτούσαν στον Παγασητικό
~
Μην έχοντας τίποτα να πω
παρά μόνο το όνομα της μάνας του πατέρα
των δυο μου αδερφών κι ενός σκύλου
που ’γινε άγγελος να μας αδειάσει τη γωνιά
~
Κάποτε αγαπάς
όπως το ανήλικο το νερό
όπως ο ψαράς τις πετονιές του
όπως ο ήλιος τ’ ασπρισμένα βότσαλα
~
Θα πνιγούμε κάποτε
όπως πνίγουν τ’ αγριόχορτα
τα ερειπωμένα σπίτια
*********************************
Να σου μιλήσω για τη μυρωδιά των σκουπιδιών, τους ανεμιστήρες της αρχαίας αγοράς, τις κουρούνες πάνω απ’ την πλατεία, τον θόρυβο των φρένων. Να σου μιλήσω για τα συνεργεία του δήμου, τα καλοκαίρια της πρώτης εφηβείας, τον έρημο δρόμο 40 βαθμούς υπό σκιά από Ντεπώ-Καλαμαριά.
Το αναπόφευκτο προσφέρει στιγμές ανεκτίμητες. Σιωπές σαν κρυμμένες ανάσες κάτω απ’ το δέρμα. Μάχεται ο άνθρωπος για όσα ποτέ δεν θα αποκτήσει. Στη φυλακή η ελευθερία βλασταίνει χωρίς λίπασμα. Αφ’ εαυτού της. Ενσαρκώνεται τη φύση της. Νικάει πάντα.
*********************************
Απ’ το ξεδίπλωμα του εαυτού ένα τίποτα καραδοκεί και μου φιλάει τα χέρια. Ποτέ μισή η δική μου ντροπή. Ή ολόκληρη ή καθόλου. Κι όλα συμβαίνουν απρόσμενα. Αυτοτραυματίζομαι. Δεν υπερβάλλω. Βλέπω από το βάθος του ύψους, διακατέχομαι από οράματα εντόμων που επιβιώνουν τρομαγμένα σε γωνίες.
Το παράδοξο με ό,τι συμβαίνει είναι ότι έχει συμβεί ξανά. Και πάντα τα ίδια μάτια, τα ίδια αυτιά ν’ αφουγκράζονται το τέλμα. Δεν θα τολμήσει κανείς να επιστρέψει. Ώσπου κάποιος επιστρέφει και μοιάζει η επιστροφή με φτώχεια.
*********************************
Είναι κάποια στόματα που υποψιάζονται και δεν μιλούν. Κάποια μάτια βαθύτερα απ’ το σκοτάδι. Κάποιες ανάσες που γίνονται φωνές και τρέχει αέρας η γλώσσα να σωθεί. Είναι κάποιοι άντρες φορτωμένοι τη θλίψη όλου του κόσμου. Κανείς ν’ απλώσει χέρι. Θηρίο αρσενικοθήλυκο μας κατατρώει. Άνθρωποι έντομα πετούν, ανοίγουν φτερά για τον μεγάλο γυρισμό. Οι τόποι αυτοί ανθίσαν μια φορά. Και ίσως μόνο ένα παιδί αντιληφθεί κάποτε το ανώφελο. Βαθαίνουμε. Γι’ αυτό φλυαρούν τα χρώματα το σούρουπο. Γι’ αυτό ηχηρές οι κραυγές των πουλιών. Μέχρι ο άνθρωπος να πνίξει τα πάντα. Μέχρι το παν να πνίξει τον άνθρωπο. Βαθαίνουμε κι ούτε μια φωνή απ’ τη στεριά. Το πράσινο να δεις, το χρώμα που παίρνει το δέρμα καθώς ξημερώνει. Καμιά βεβαιότητα, σύντροφοι. Μέσα απ’ τους στίχους ψηλαφάται η φθορά.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1986 και κατάγεται από την πόλη της Ελασσόνας. Είναι γυμναστής, αφηγητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Κείμενά του δημοσιεύονται τακτικά σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα. Το 2012 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις “Φαρφουλάς” η πρώτη εκδοτική του απόπειρα. Διατηρεί το προσωπικό ιστολόγιο https://apotypoma.blogspot.com/