Στη στήλη "Στα βαθιά" υποδέχομαι σήμερα τον ποιητή Γιώργο Λ.Οικονόμου. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη,όπου εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Έχει εκδώσει εννέα βιβλία με ποιήματα και πεζά.Η ποίησή του είναι ρεαλιστική, περιγραφική, βιωματική. Είναι από τους ποιητές που γράφουν με το χέρι στην καρδιά και μεταφέρουν αυτά που τους καίνε πραγματικά. Τα ποιήματά του κρύβουν νοσταλγία, επαφή με τη ρίζα, δέσιμο με οικεία πρόσωπα, πάλη για τη ζωή, αγάπη για τον συνάνθρωπο.Η γραφή του εμένα προσωπικά με συγκινεί βαθιά και χαράσσεται μέσα μου. Θα δούμε δέκα εξαιρετικά ποιήματά του από το τελευταίο του πόνημα,"Δεκαπέντε νέα ποιήματα"!
******************
Ακούω τη φωνή σου
χωρίς να μου μιλάς.
Βλέπω τα μάτια σου
σε πρόσωπα αγνώστων
κι όταν σε σκεπάζω με την κουβέρτα
από κάτω βρίσκεται
κάποιος άλλος.
Με κατακλύζει η αγάπη
κι ένα παράπονο –
που δεν μπόρεσαν
να το αναγνωρίσουν οι γιατροί.
******************
της Δώρας
Πέθανες
είπαν,
όσοι δεν σε γνώρισαν
κι εγώ μαζί τους
αυτό πίστεψα.
Μα ήρθες
και τρυφερά
μου ψιθύρισες.
ανόητε
κήπος έγινα
που τόσο πολύ λαχτάρισες
λεμονοκυπάρισσο
να φυτέψεις
και βασιλικά
ανόητε
που πίστεψες
πως πέθανα
εγώ που για το χατήρι σου
χώμα έγινα
τσιμέντο κι ασβέστης
να με πατάς
να με σβήνεις
κι ύστερα
ποιήματα να μου γράφεις.
******************
της Δώρας
Θα ξαναβρεθούμε
την ώρα που τα παιδιά
μαθαίνουν το άλφα.
Μ' ένα χαμόγελο και άδολη ματιά
ρούχα καθαρά, νύχια κομμένα
κανέναν δεν έχουμε να καταδώσουμε
ποιήματα παλιά μας νανουρίζουν.
Θα ξαναβρεθούμε
σε μια αιώνια άνοιξη
την ώρα της Ανάστασης.
Θα είμαι φαντάρος
και θα 'σαι απολυτήριο,
θα είμαι λάθος
και θα 'σαι συγγνώμη,
διψασμένος
κι εσύ νερό,
κυνηγημένος
κι εσύ κρυψώνα.
Θα ξαναβρεθούμε –
σπουργίτι εσύ
ψίχουλο εγώ.
******************
Ο κυρ Αντώνης
με τους ρόζους στα χέρια
έραβε και διόρθωνε ρούχα.
Μια μέρα που ήμουν λυπημένος
μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια
και έτσι επιδιόρθωσε
με το βελόνι την καρδιά μου
ο κυρ Αντώνης.
******************
Κουβαλούσε στα μάτια
μια απορία παιδική.
Κύρτωσε το κορμί του
στο βάρος της μέρας.
Λιγνά τα πόδια
διστακτικά τα βήματά του.
Μα όταν μ' αγκάλιαζε
ήταν ο πιο δυνατός
μπαμπάς στον κόσμο.
******************
Ξυρίζει το ξυράφι
Ξυρίζει
Κι όσο παλιώνει
Τόσο ομορφαίνουν
Οι ιστορίες του.
Όπως εκείνη
Με τον ηλικιωμένο κουρέα
Που ύστερα από δυο
Απανωτά κοψίματα
Κατάλαβε πως ήρθε η ώρα
Να κλείσει το κουρείο του
Το ίδιο ένοιωσε
Κι ένας άλλος κουρέας
Ένα Σάββατο
Που δεν πάτησε ψυχή στο μαγαζί
Κι ο πατέρας
Είχε γεμάτο
Ένα μικρό βαλιτσάκι με τα απαραίτητα
Ανάμεσά τους
Κόκκινα Astor ξυραφάκια
Κι άλλα χρυσαφί με μπλε
Wilkinson
Τόσο πολύ φοβόταν
Μην τον πιάσουν αξύριστο
Και καταλάβουν
Πως έχει χρόνια να δουλέψει.
******************
Ακόμα και τα πιο όμορφα κορίτσια
κρύβουν μια λύπη στα μάτια τους
κι είναι αυτό που με σταματάει
την πόρτα του σπιτιού τους να περάσω.
Ξέρω πως την κρίσιμη στιγμή
τη θλίψη τους θα προτιμήσω να γευτώ
παρά το στήθος τους.
******************
Θεία Κατσίνα,
αν ζούσες σήμερα θα πίναμε καφέ
κι ύστερα θα γυρίζαμε το φλυτζάνι
να δούμε τα μελλούμενα.
Αν ζούσες σήμερα
θα σου 'φερνα γλυκό του κουταλιού
και χαιρετίσματα από την αδελφή σου.
Ξέρω πέρασες δύσκολα χρόνια κατοχής
μικρό κορίτσι στα χέρια των Βουλγάρων
έφαγες ξύλο πολύ
και σου 'μεινε ένας φόβος
«παρακάλα να πεθάνω Γιώργο καλέ μου»
μα εγώ δε σ' άκουγα και σ' άφησα να ζήσεις
κι έρχονταν Απόκριες και γέμιζες χρώματα
και σ' άρεζε η ζωή όπως αρέσει σ' όλα τα παιδιά
που γεμάτα ρυτίδες καλπάζουν
πάνω στο ξύλινο αλογάκι.
******************
Οι παππούδες που δε γνώρισα
είκοσι χρόνια η μάνα στ' αζήτητα
όλο το βράδυ έψαχνε ένα λεμόνι και λεμόνι δε βρήκε,
τελευταία επιθυμία της γιαγιάς Ζαφείρως
το κατοστάρικο που μου ζήτησε δανεικό ο Θανάσης
κι έκανα πως δεν έχω,
ο πατέρας με το καμένο πόδι
το κορίτσι απ' το Καλοχώρι που το 'ριξα στο στόμα λύκων
το τρενάκι που πήρε φωτιά και ποτέ στα χέρια μου
δεν έφτασε,
μα εγώ ακόμα το περιμένω
κι άλλα πολλά έχω να πω
όταν θα 'ρθει η ώρα της εξομολόγησης.
******************
«Συμεών, του διά Χριστόν Σαλού.»
Κι εμάς Κύριε που τρελαθήκαμε στ' αλήθεια;
Ποιος θα μας μνημονεύσει εμάς;
Ούτε μία μέρα γι' αυτούς
που έχασαν τα λογικά τους
από έρωτα από φτώχεια
από ντροπή
ή από μια πίκρα που κληρονόμησαν.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε το 1960 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος. Το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Prova Generale» εκδόθηκε το 1984 και περιλάμβανε ποιήματα και πεζά.
Ποιητικές συλλογές:
«Prova Generale» (ποιήματα & πεζά), 1984
«Κόντρα» (ποιήματα – ημερολόγιο), 1988
«Γιος δασκάλας» (τραγούδια), 1988
«Prima Vista» (ποιήματα & πεζά), 1989
«Στρωμνίτσης 6», εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991
«Flash Back» (ποιήματα – επιλογή), το οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, αρ. 66, Παιανία Αττικής, 2010
«Ένα με τη σκόνη», εκδόσεις Τύρφη, Θεσσαλονίκη, 2017
«για το Άλφα της στέρησης», εκδ. κύμα, Αθήνα, 2019
"Δεκαπέντε νέα ποιήματα",Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 103,Μπιλιέτο,2020