Ο καλεσμένος μου στη στήλη "Στα βαθιά", είναι ο λογοτέχνης Ανδρέας Αντωνίου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη συμπρωτεύουσα και στην Κύπρο Φιλοσοφία κι είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Διαμένει στη Λευκωσία. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικά έργα κι έχει ασχοληθεί και με την ποιητική μετάφραση. Τιμήθηκε με το βραβείου Νέου Λογοτέχνη Κύπρου το 2016. Τα ποιήματά του ακολουθούν την παραδοσιακή φόρμα του ομοιοκατάληκτου στίχου. Είναι εμπνευσμένα, με κινηματογραφικό ρυθμό,πανέμορφες εικόνες και δυνατό συναίσθημα. Γράφει υπέροχα έργα όλων των ψυχικών αποχρώσεων και γκρίζα και κόκκινα και σκωπτικά. Ο λόγος του χωρίς να είναι απλός, είναι ξεκάθαρος κι ευθύβολος, ικανός να επικοινωνήσει με κάθε άνθρωπο. Αυτό είναι μεγάλη αρετή για έναν γραφιά. Το ποίημά του Viral, με άγγιξε ιδιαίτερα, αφού αποτυπώνει πολύ ηχηρά αυτό που ζούμε σήμερα,στον καιρό της πανδημίας. Θα συναντηθούμε με τον ποιητή μας μέσα από δέκα ποιήματά του!
Death
Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είναι αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Γεώργιος Δροσίνης – Τι λοιπόν;
Γεννιόμαστε. Αντίστροφα μετράει το ρολόι
Και προμηνύει το τέλος μας με κάθε χτύπημά του
Μας περιμένει η Άβυσσος κι η αγωνία μας τρώει
Και είναι κάθε σκέψη μας μελέτη του θανάτου
Μήτρα μας είναι το Μηδέν και η Ανυπαρξία
Σε ένα πέπλο σκοτεινό η Λήθη μας τυλίγει
Γράφει της Γνώσης ο Καρπός: Απαισιοδοξία
Τυχαία, μάταιη φυλή, εφήμερη και λίγη
Από το χώμα ερχόμαστε. Γυρίζουμε στο χώμα
Μία στιγμή! Και σβήνουνε με μιας όλα τα φώτα
Σαπίζοντας στην κρύα γη το άψυχό μας σώμα
Γίνεται σκόνη και καπνός – το ίδιο όπως και πρώτα
Υπάρχει μετά θάνατον ζωή; Ή είναι πλάνη
Κάτι μετά τον θάνατο που ζει και συνεχίζει;
Κι αν δεν κοιμούνται; Κι αν ξυπνούν, όσοι έχουν πεθάνει;
Κι αν μόνο μετά θάνατον όλη η ζωή αρχίζει;
Stargazers
Τὸ Ἄλφα τοῦ Κενταύρου μία νυχτιὰ
μὲ τὸ παλλινώριο πῆρα κάτου.
Μοῦ ῾πες μὲ φωνὴ ἑτοιμοθανάτου:
«Νὰ φοβᾶσαι τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ».
Νίκος Καββαδίας – Ο Σταυρός του Νότου
Θυμάσαι που κοιτάζαμε τα αστέρια του Νοτιά,
Μια νύχτα αυγουστιάτικη, ξάστερη μα και κρύα;
Είπες: «Σαν τ’ άστρα, οι άνθρωποι κρύβουνε μια φωτιά
Και τ’ άστρα όπως κι οι άνθρωποι κρύβουν μια ιστορία»
Θυμάσαι που κοιτάζαμε τα αστέρια του Νοτιά;
Οι αστερισμοί σχημάτιζαν Κένταυρους και Γοργόνες
Έσκυψα και σε φίλησα κάτω από μια ιτιά
Και έλαμπαν στα φύλλα της σαν άστρα οι σταγόνες
Θυμάσαι που κοιτάζαμε τα αστέρια του Νοτιά;
Κάποτε μου ‘πες «σ’ αγαπώ», μια νύχτα στην Τεργέστη
Και διάβαζα κι ερμήνευα στην κάθε σου ματιά
Τα μάγια που αιώνες πριν ‘γράψαν την Αλμαγέστη
Θυμάσαι που κοιτάζαμε τα αστέρια του Νοτιά;
Φορούσε – θα ορκιζόμουνα – η νύχτα τ’ άρωμά σου
Τα πάντα μου θα έδινα για ακόμη μια νυχτιά
Να έλεγα σαν προσευχή και πάλι τ’ όνομά σου
Θυμάσαι που κοιτάζαμε τα αστέρια του Νοτιά;
Μου είχες πει ψιθυριστά, τα αστέρια να φοβάμαι
Τα αστέρια που αγναντέψαμε δεν τα θυμάμαι πια
Μα ό,τι ζήσαμε μαζί για πάντα θα θυμάμαι
Lemuria
Are you not blinded by such expressionless sirens?
This is the silence of astounded souls.
Sylvia Plath – Crossing the Water
Γυμνή. Μωβ φως επάνω σου. Με ένα μαύρο βέλο
Στον βράχο σου ασάλευτη κι εγώ μες στον βυθό
Σαν έμπνευση οδυνηρή σε διώχνω και σε θέλω
Μα σ’ αγκαλιάζω τρυφερά και σε ακολουθώ
Σ’ ακολουθώ και μ’ οδηγείς, σαν δεύτερος Ορίων
Στη γη που ζούνε οι ποιητές και με τραβάς εκεί
Στη γη των αναρίθμητων πληγών και των δακρύων
Στη μαγική Λεμούρια, που η Τέχνη κατοικεί
Βυθίζομαι στα μάτια σου, στην σκοτεινή σου αύρα
Στην αγκαλιά σου ναυαγώ σαν τον Τιτανικό
Σβήνουν τα πάντα γύρω μου και όλα γίναν μαύρα
Και φτάνω από την Άβυσσο, σε κόσμο ιδανικό
Αφετηρία, προορισμός, όνειρο και πατρίδα
Γυμνή. Μωβ φως επάνω σου κι εγώ να σε κοιτώ
Σειρήνα μου, Λεμούρια, Χαμένη Ατλαντίδα
Για σένα άνοιξα πανιά και σε αναζητώ
Todos Os Santos
Cent mille infortunés que la terre dévore,
Qui, sanglants, déchirés, et palpitants encore,
Enterrés sous leurs toits, terminent sans secours
Dans l’horreur des tourments leurs lamentables jours
Voltaire – Poème sur le désastre de Lisbonne
Αγίων Πάντων σήμερα κι η μέρα ξημερώνει
Κι εμείς ετοιμαζόμαστε ξανά για την γιορτή
Μία στιγμή χρειάζεται. Κι η Μοίρα φανερώνει
Πως τις ζωές μας κτίσαμε σαν σπίτια από χαρτί
Η πόλη σκίστηκε στα δυο, λες κι ήρθε η συντέλεια
Τα σπίτια μας σωριάστηκαν συντρίμμια καταγής
Λες και ραγίσαν μονομιάς του κόσμου τα θεμέλια
Αγίων Πάντων σήμερα – η Μέρα της Οργής
Παντού μια νεκρική σιγή. Σβήσανε όλοι οι ήχοι
Τίποτα δεν ακούγεται, ούτε αναπνοή
Μόνο αχός, ερείπια και γκρεμισμένοι τοίχοι
Δρόμοι, βουβοί και αδειανοί, κενοί, χωρίς ζωή
Τσακίστηκαν τ’ αγάλματα, έπεσαν τα μπαλκόνια
Στις εκκλησιές ραγίσανε στα δύο οι σταυροί
Πώς έσβησαν όλα αυτά που πίστευα αιώνια;
Πώς χάθηκαν στο πέλαγος όλοι οι θησαυροί;
Μας χτύπησε ο εγκέλαδος κι έχει αφήσει τραύμα
Κι αιμορραγεί σαν μια πληγή που μένει ανοιχτή
Μάταια προσευχόμαστε να γίνει κάποιο θαύμα
Μάταια – Όλοι οι Άγιοι δεν είναι αρκετοί
Με τα συντρίμμια αγκαλιά κοιμούνται οι Πορτογάλοι
Βάφτηκε η πόλη κόκκινη με αιμάτινη βαφή
Θεέ μου δεν μας άξιζε τέτοια πληγή μεγάλη
Θεέ μου πως επέτρεψες τέτοια καταστροφή;
Φεύγω. Όμως μ’ ακολουθεί μία φριχτή εικόνα
Με πυρωμένο σίδερο χαράχτηκε στον νου
Στο βάθος να ψυχορραγεί όλη η Λισσαβώνα
Και να γυρνούν το βλέμμα αλλού, οι Άγιοι τ’ Ουρανού
Lützendimma
Für jene Mordschlacht auf der alten Feste,
Auf Lützens Ebnen! Darum warfen wir
Die nackte Brust der Partisan' entgegen,
Drum machten wir die eisbedeckten Erde,
Den harten Stein zu unserm Pfühl
Friedrich Schiller – Wallenstein’s Tod
Τριάντα χρόνια. Πόλεμοι. Συγκρούσεις. Πολιορκίες.
Τώρα σωπαίνει ο Θεός. Μιλάνε τα κανόνια.
Κάναμε τους σταυρούς σπαθιά. Λάβαρο τις θρησκείες.
Και μια ομίχλη που κρατά σχεδόν τριάντα χρόνια.
Εξολοθρεύονται στρατοί. Βυθίζονται οι στόλοι.
Μείναν κενοί οι θυρεοί και τα κοντάρια σκέτα
Αυτός που ζει με το σπαθί, πεθαίνει με πιστόλι
Και χάνεται μες στον καπνό που αφήνουν τα μουσκέτα
Με το κοντάρι μου ξυπνώ. Κοιμάμαι στο κοντάρι
Νυχτώνει πάντοτε νωρίς. Αργεί να ξημερώσει
Κι ακούω τα Μεσάνυχτα το Βόρειο Λιοντάρι
Που έρχεται με τον στρατό όλα να τα σαρώσει
Κι αν στήσουν για το θάρρος μας στο Lützen ανδριάντες
Δεν έχουμε παρηγοριά εμείς οι πεθαμένοι
Μα όλοι οι Καθολικοί δίπλα στους Προτεστάντες
Σαν αδερφοί στο θάνατο μαζί είμαστε θαμμένοι
Κι όλοι σε μια ασπρόμαυρη βρισκόμαστε σκακιέρα
Που η ομίχλη έκρυψε τους παίχτες και τα πιόνια
Και πάλι προσευχόμαστε να δούμε κι άλλη μέρα
Σ’ ένα θεό που ‘ναι νεκρός σχεδόν τριάντα χρόνια
Antumnos
The child grows in its mother's womb
Enshrouded and concealed
Eluveitie – From Darkness
Όπως στην αγκαλιά της γης κοιμάται κάθε σπόρος
Κι απ’ το σκοτάδι ξεπηδά η πρώτη πρώτη φύτρα
Όπως κοιμάται το παιδί στης μάνας του τη μήτρα
Και βλέπει φως σαν κόβεται ο ομφάλιός του λώρος
Έτσι κι η ανθρώπινη ψυχή. Απ’ τις σκιές ξυπνάει
Από ένα αδιαπέραστο σκοτάδι που την τρέφει
Βγαίνει στο φως για μια στιγμή και ύστερα επιστρέφει
Στο Τίποτα και στο Μηδέν απ’ όπου ξεκινάει
Viral
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
Κώστας Καρυωτάκης – Ωχρά Σπειροχαίτη
Απλώνεται ταχύτατα, σχεδόν σαν μια ασθένεια
Έχει, σε δευτερόλεπτα, σ’ όλον τον κόσμο φτάσει
Αγγίζει κάθε άνθρωπο και κάθε οικογένεια
Είναι κανονικός ιός η κάθε νέα τάση
Την τρέλα στο κεφάλι μας την έχουμε κολλήσει
Από την Κίνα στο Σουδάν και μέχρι την Αλάσκα
Βλέπω το ενδεχόμενο κι όμως δεν βλέπω λύση
Κι ας πλένομαι με οινόπνευμα, κι ας βάζω πάντα μάσκα
Κλεινόμαστε στα σπίτια μας. Κρατάμε αποστάσεις
Τηρούμε τους κανονισμούς, απαρεγκλίτως όλοι
Και πριν πεθάνουν οι παλιές, γεννιούνται νέες τάσεις
Σαν δεύτερη, χειρότερη, βουβωνική πανώλη
Γίναν τα σπίτια μας κλουβιά, κι εμείς σαν τα κουτάβια
Όλοι σκυφτοί. Ανάστημα κανένας δεν ορθώνει
Μόνο με μια θρησκευτική, κοιτάζουμε ευλάβεια
Έναν ιό που απλώνεται στην άδεια μας οθόνη
Μονμάρτη
Δώσε στον άγγελο νερό, στον έρωτα ασυλία –
είναι βιβλίο η ζωή κι εμείς άνω τελεία.
Πάνος Σταθόγιαννης - Μονμάρτη
Είναι ένα θέατρο η ζωή μ’ αινίγματα και γρίφους
Που κάθε πράγμα ψεύτικο μοιάζει πραγματικό
Όλα τα συναισθήματα μοιάζουν μ’ ασκήσεις ύφους
Σαν πρόζα σ’ ύφος έντεχνο κι υποδειγματικό
Είναι ένα θέατρο η ζωή κι εμείς είμαστε ρόλοι
Σαν ένας υπαρξιακός αυτοσχεδιασμός
Που ξέρουμε το τέλος μας εκ των προτέρων όλοι
Την Μοίρα που μας έδεσε σαν γόρδιος δεσμός
Είναι νουβέλα η ζωή κι εμείς σημεία στίξης
Ένα αρχαίο υφαντό με σταυρωτή ραφή
Ένας δισήμαντος χρησμός – σχεδόν ήξεις αφήξεις
Γραμμένος σε μια κρυπτική, καρκινική γραφή
Είναι η ζωή σαν ποίηση, κι εμείς είμαστε τόνοι
Σαν στίχοι που διαβάζονται μόνο βουστροφηδόν
Η τέχνη που μας έθρεψε στο τέλος μας σκοτώνει
Και πάντα καταλήγουμε φαντάσματα – σχεδόν
Είναι ένα θέατρο η ζωή κι εμείς στον προβολέα
Ανάβουμε και σβήνουμε τα φώτα της σκηνής
Κι όταν τελειώσει η μουσική, και πέσει η αυλαία
Μένουμε μες στα σκοτεινά, έρμοι και αφανείς
Μια βιβλιοθήκη είναι η ζωή κι οι άνθρωποι βιβλία
Μια ιστορία μιας βραδιάς, κάποτε στην Montmartre
Που αφήνει πάντα πίσω της και μια μελαγχολία
Ή μια ναυτία υπαρξιακή, που θα ‘λεγε ο Sartre
Bol Hu
Where are you now? Who lies beneath your spell tonight?
Whom else from rapture's road will you expel tonight?
Lord, cried out the idols, Don't let us be broken
Only we can convert the infidel tonight.
Agha Shahid Ali - Tonight
Ζωγράφισα τον ουρανό με τα δικά σου χρώματα
Το μαύρο απ’ τα μάτια σου και πορφυρό απ’ τα χείλη
Κι αγνάντευα τα αστέρια σου μέχρι τα ξημερώματα
Κι ο ήλιος, προσευχόμουνα, να μην ξανανατείλει
Να μύριζε η άνοιξη με το δικό σου άρωμα
Να πλάθαμε τον άνθρωπο με φως κι ευαισθησία
Δυο καρδερίνες που πετούν στο πρώτο τους ζευγάρωμα
Δίνουν στον κόσμο, μάτια μου, νόημα και ουσία
Όσες φορές σ’ αγάπησα, τόσες φορές σ’ αρνήθηκα
Είναι τα μάτια σου γυαλί και μ’ έκοψες στη μέση
Αλλάχ, στα μαύρα μάτια της απόψε προσευχήθηκα
Την κάθε αμαρτία μου για να την συγχωρέσει
Ο κόσμος δημιουργήθηκε, αγάπη μου, για χάρη σου
Για να ‘ρθει κάποιος ποιητής με λέξεις να σε ντύσει
Και όποτε μελαγχολώ, κοιτάζω το φεγγάρι σου
Στο κάθε μου ερώτημα για να μου απαντήσει
Ποιος είμαι; Τι γυρεύω πια; Σε ποια οδό πορεύομαι;
Κλαίω σαν το μικρό παιδί. Το στήθος μου χτυπάω
Και βρίσκω την απάντηση, όταν σε ονειρεύομαι
Υπάρχει ο κόσμος, μάτια μου, γιατί σε αγαπάω.
Προσωπογραφία (Mικρές Στιγμές)
Σ’ ένα χαμόγελο γλυκό πάνω στο φρέσκο χιόνι
Σ’ ένα τσουρέκι Τερκενλής που πήρα δανεικό
Στις φουρνιστές πατάτες σου με σκόρδο και λεμόνι
Σ’ έναν καφέ που ήπιαμε μαζί ελληνικό
Σ’ ένα τυχαίο διάλογο, σε μια τυχαία ατάκα
Στα φασολάκια που έκανες αντί για αρακά
Σε ό,τι sudoku λύσαμε μία βραδιά για πλάκα
Σε ό,τι κενό αφήσαμε στα Σκανδιναβικά
Στα μπορντοροδοκόκκινα καινούργια σου μποτίνια
Στον Ντύρερ και σε όλους τους αναγεννησιακούς
Στο γέλιο σου, στο δάκρυ σου, στο άγχος σου, στην γκρίνια
Στα σιδεράκια που φοράς. Στη μουσική που ακούς
Σε κάθε επιτυχία σου. Σε κάθε αποτυχία
Στα ποιήματα που σου ’γραψα κι ακόμη σου χρωστώ
Σε τούτες τις μικρές στιγμές κρύβεται η ευτυχία
Στη λέξη που δεν είπαμε. Σε ένα ευχαριστώ.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Ανδρέας Αντωνίου γεννήθηκε στις 12/01/1988 στη Θεσσαλονίκη και διαμένει μόνιμα στη Λευκωσία. Είναι πτυχιούχος φιλοσοφίας από το τμήμα Κλασικών Σπουδών και Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, ενώ κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό Δίπλωμα Φιλοσοφίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και ένα μυθιστόρημα: «Το Φως και το Σκοτάδι» (Ποίηση, Nova-Atlantis, 2010, e-book), «Ο Ποιητής και το Φεγγάρι» (Ποίηση, I-Write, 2012), «Τα Μάτια της Aelun (Ποίηση, Οδός Πανός, 2016), «AnDro I – Μύθοι και Ιστορίες» (Ποίηση, Βακχικόν, 2019), «AnDro II – Πάνθεον» (Ποίηση, Βακχικόν, 2020) και «Το Παρελθόν Ενός Συγγραφέα» (Μυθιστόρημα, Πηγή, 2015). Επίσης έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα «Δια-Κριτικές Ματιές στη Λογοτεχνική Έκφραση» (κριτική, ΤοΒιβλιο, 2015) και «Του Χειμώνα Ψίθυροι» (διήγημα, Πηγή, 2019), και έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή «Υποψία Ποίησης» της Έλκε Ερμπ. Είναι βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη Κύπρου για το 2016 για το έργο «Τα Μάτια της Aelun».