Σήμερα, στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον ποιητή Αλέξανδρο Σάντο Τιχομίρ. Ο καλεσμένος μου κατοικεί κι εργάζεται στην Αθήνα. Σπουδάζει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Έχει εκδώσει το συνθετικό ποίημα "Νάθαν",το οποίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών των βραβείων Jean Moreas 2020 και στην ανθολογία "Τα ποιήματα του 2019". Διατηρεί το ιστολόγιο Poetfolio. Κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Η ποίησή του είναι αφημηματική κι εξομολογητική. Ο λόγος του είναι πολύχρωμος, με γλαφυρές εικόνες, ηχηρή ευαισθησία και μεθυστικά σχήματα. Τον απασχολούν οι στενές σχέσεις, ο έρωτας, η φιλία και κυρίως τα συναισθήματα των ηρώων του και τα δικά του. Αφουγκράζεται με ενσυναίσθηση τις κραυγές των γύρω του,τους βλέπει με μια αγαπητική ματιά,θα'θελε αν μπορούσε να επουλώσει τα τραύματά τους. Ο ποιητής-αφηγητής γίνεται μέτοχος της ζωής των άλλων και βιώνει έντονες συγκινήσεις στη δική του. Αυτό αποτυπώνεται στο χαρτί με φοβερή ενάργεια κι έναν λυρισμό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Θα δούμε δέκα καταπληκτικά ποιήματα από την υπό έκδοση ποιητική του συλλογή Ματριόσκα!
Τα παλιά, βρώμικα και σκισμένα παπούτσια
στην Αναστασία, μια αδελφή μου
Τα υπολείμματα της πεταλούδας στο πάτωμα
σαν λουλούδια που μάδησες
το βάζο άδειο
το υπόλοιπο σπίτι άδειο και σκοτεινό
από την απουσία σου που έφυγε μαζί σου
καθώς έκλεινες την πόρτα.
Στη γειτονιά μου πια
σαν παιδί περπατάω φοβισμένος
από το σπρώξιμο του συννεφούλη
που φύσηξε και παρέσυρε
όλες τις ομπρέλες μου, την παραλία μου –
τα φύλλα μην πάρεις, φώναξα
κι αυτός γέλασε και μου 'κλεισε το μάτι,
εγώ απογοητευμένος
να σεργιανάω κλωτσώντας πλαστικές σακούλες
άχρηστες,
όπως τα παπούτσια μου
παλιά βρώμικα και σκισμένα
δανεικά από τον Θεό
για να μην κυκλοφορώ και λέω
ο Θεός δε μου 'δωσε τίποτα
και τ’ άλλα παιδιά με δείχνουν και με κοροϊδεύουν.
Τα παπούτσια μου
παλιά βρώμικα και σκισμένα
τ’ αγαπάω.
Μου θυμίζουν τη φτώχεια μου κάτω από τον ουρανό
μου θυμίζουν ότι ο ουρανός είναι δικός μου.
Κλαίω όπως ένα δέντρο χάνει τα φύλλα του
στον φίλο μου Αντώνη
Δεν κλαίω για να διαμαρτυρηθώ
– ο κόσμος είναι όμορφος –
κλαίω όπως ένα δέντρο χάνει τα φύλλα του
κλαίω επειδή πρέπει να κλάψω
ύστερα να ρουφήξω τις μύξες μου
να σουλουπώσω το βρώμικο μούτρο μου
να πλυθώ στον νεροχύτη
και να πάω στη δουλειά μου.
Η Πολωνέζα και ο αλήτης
Ο ναύαρχος που σε κακοποιούσε
τα μωβ λουλούδια στους δρόμους
που γύρευα το τραγούδι σου
δεμένη με αλυσίδες από την οροφή του κρεβατιού
περίμενες
τη θάλασσα να κόψει τα πόδια σου
και να τα ταξιδέψει σαν καράβι ανήξερο.
συγχώρεσες τον ναύαρχο
καταπίνοντας το κακό του κόσμου σαν γάλα,
σε κράτησα στο σπίτι αλητεύοντας
για να σου βρω ένα πουλί
ένα λουλούδι
κέρματα
οτιδήποτε χρήσιμο για σένα.
σεργιανώντας για δουλειές
σε σκεφτόμουν παραξενεμένος
που το βλέφαρο του κόσμου κλείνοντας
χώρεσε την ψυχή σου,
αγανακτώντας κρυφά για την άγνοιά σου
κλωτσώντας σκουπίδια
καπνίζοντας
κλωτσώντας και καπνίζοντας
απαριθμούσα μπερδεμένος
τα άστρα των μαθηματικών σου.
Παραμένεις μια παραφωνία της συμπαντικής μουσικής
κι η σκέψη σου
συνεχίζει σαν λαμπερή ευθεία στη νύχτα
σώζοντας
την ερώτηση όλων μας.
Ο ουρανός διαγνώστηκε με οριακή διαταραχή
στη Βάσω
που τα μαύρα μάτια της
καίνε πιο πολύ
από λευκά ερωτήματα τη νύχτα
Τα βλέμματά μας χάνονται στον γαλάζιο ουρανό
από συνήθεια
χάνονται σαν πτηνά που δεν ξέρουν
πού τελειώνει η ουράνια φωνή και πού η δική μας
για να χωρέσουν ως σημεία στίξης
στο κενό της συζήτησης.
Έχω σημειώσει με κιμωλία λευκή στον ουρανό
τα σύνορα των επιλογών μου
με βάση την κλίμακα του εσύ:
πολύ εσύ, καθόλου, λίγο περισσότερο
άγγιξέ με τρυφερά
φίλησέ με
βρίσε με όπως ψέλλισες τ’ όνομά σου.
ανοίγω τα φτερά μου μες στο στόμα σου
γιατί στο εσύ είμαι το νεογνό
κι εσύ
ο αέρας που θα το παρασύρει.
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα τατουάζ
στη Λιάνα
με όλο μου τον έρωτα
Στο κωλομάγουλο αυτός
της ζωγράφισε μιαν άγκυρα.
ύστερα
άνοιξε το φερμουάρ και ξεχύθηκαν
ονόματα του έρωτα
πάνω στην τρυφερότητα του μάγουλού της,
όπως πλοία βουτούν στη θάλασσα
για πρώτη φορά.
Στους ώμους του αυτή
χάραξε μικρά φτερά
για να 'χει ανάγκη πάντοτε την αγκαλιά της .
ύστερα του έδωσε το στήθος της
κι επέμενε στα χάδια
όπως το νερό θυμάται
τις πρώτες μας λέξεις.
Αυτός κι αυτή
ο έρωτας
η ανάγκη να εγκυμονήσουμε τον άλλον
κι ύστερα να τον ξεβράσουμε
δίχως όνομα στην ακτή.
Στους ναύτες με πυρετό και τατουάζ απ’ τους τροπικούς
Φίλε μου
κουράστηκα να σας κοιτάζω στοιβαγμένους στη ραφιέρα
σαν πορσελάνινα φλιτζάνια
με ζωγραφιές σε ναυτικό μπλε
να διαπλέουν το γυαλιστερό κενό της φλυαρίας σας.
Κουράστηκα να προσεύχομαι για σας
πίνοντας με τον Θεό καφέ στην κουζίνα μου,
συζητώντας για εσάς
όπως βυθίζουμε στον καφέ ένα μπισκότο
και το τρώμε.
Κι ούτε είναι του στιλ μου
να προσφέρω λέξεις γι’ αγκυροβόλημα στη γλώσσα σας
όπως επιστρέφετε ηλίθιοι
απ’ τους τροπικούς.
Εδώ σας χαιρετώ –
μπαρκάροντας για θάλασσες
όπου το ψωμί δεν τρώγεται μουσκεμένο
από τα δάκρυα μιας αγάπης
εξορθολογισμένης.
Το υπόλοιπο της αφαίρεσης1
“Σύντομα θα βρεχόμαστε από θάλασσα”
Βασιλεία Οικονόμου
Όταν προσεύχομαι
δεν απευθύνομαι σε κάποιον Θεό.
Βουτώ το κεφάλι μέσα στη θάλασσα
κι αναπνέω
έξω από κάθε λέξη
που με ορίζει.
Αυτή η θάλασσα
είναι ό,τι πλησιέστερο φαντάστηκα
σ’ αυτό που αποκαλούν πατρίδα.
Αυτή η θάλασσα
είναι ό,τι μένει
όταν αφαιρώ τ’ όνομά μου
απ’ τα χείλη του κοχυλιού
όπως μια δικαιολογία
απ’ το στόμα που φιλήσαμε.
[1] Τίτλος εμπνευσμένος από την ομότιτλη ποιητική συλλογή της Βασιλείας Οικονόμου (Βασιλεία Οικονόμου, Το υπόλοιπο της αφαίρεσης, Αθήνα, εκδόσεις Γκοβόστη, 2015)
Η γέννηση του μίσους
Εκείνο το πρωί που το αυγό έσπασε
και σαν μειδίαμα γεννήθηκε το μίσος
τυφλωθήκαμε απ’ την υπομονή του Ήλιου.
Κι ήχος πιο ξερός δε θ’ ακουστεί
από εκείνον της ψυχής
που σπάει και πέφτει.
Εκείνο το πρωί που το αυγό έσπασε
και το μίσος γλίστρησε
σαν λάθος πινελιά,
κοιτάζαμε για ώρα πολλή
τον ορίζοντα
τα δάση,
όπως ερωτεύεσαι
το πρόσωπο που σε γέννησε.
Στην κόψη της σιωπής
καθρεφτιζόταν ήδη
ένα τέλος
που δεν αναγγέλλεται.
Το όμικρον της ύπαρξης
Στην αγκαλιά της μητέρας έμαθα
τι σημαίνει θηλυκό.
δυο γραμμές απλές
δυο χέρια
που σ’ αγγίζουν
μέσα στο όμικρον της ύπαρξής σου.
Στην αγκαλιά της μητέρας
έμαθα
ότι θηλυκό σημαίνει θάρρος
κι όλα τα υπόλοιπα
ό,τι μένει έξω
από του όμικρον τον κύκλο
είναι η γυναίκα.
Ύστερα αναζήτησα τη λέξη αρσενικό
στο δέντρο με τους καρπούς του αλφαβήτου
κι άκουσα τη φωνή μου
να λέει πως είμαι μόνος.
άκουσα τον ψίθυρο
της απελπισίας μου.
Κι έτσι υπάρχω από τότε
υπομένοντας μέσα στο όμικρον
τα σύνορα του κύκλου,
μετατοπίζοντας το εγώ
στην κλίμακα του ρήματος πεινάω.
Μέσα στο θηλυκό έμαθα
ότι αρσενικό σημαίνει έλλειψη.
μια κραυγή
για το ατέλειωτο του κύκλου.
Γράμμα στη φίλη της Βάσως
σε όσους κοιμηθήκανε νωρίτερα
Δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά σου
φίλη της Βάσως
που αυτοκτόνησες
πηδώντας απ’ την ταράτσα της οικογενειακής αγκαλιάς
κι ας κοιμόσασταν όλοι μαζί
σ’ ένα στρώμα.
ανεβασμένη στο σκαμνί του Κόσμου
έψαχνες
θρύμματα ελπίδας στα ντουλάπια,
όπως άλλοτε στην κουζίνα της μητέρας
ζητούσες τα μπισκότα που σου κρύψανε.
Είναι αστείο
που η παιδικότητα
απ’ την οποία τόσο μας είχαν προφυλάξει
καταλήγει η αγκαλιά
που θα κοιμηθούμε τον αιώνιο ύπνο.
Κι όμως λυπάσαι
που η ανθρωπότητα
δε βγήκε ποτέ απ’ την κουζίνα της μητέρας
κι εφαρμόζει τους ίδιους νόμους
που ίσχυαν εκεί.
Λυπάσαι
που δε συγχωρεί
τον τρόπο σου ν’ ανθίζεις.
Φίλη,
όταν βρήκαν το κορμί σου
δεν είδανε τις ζωγραφιές
που είχες κάνει.
Ήταν ένα σώμα για αυτούς
μια ακόμη τραγωδία.
Τ’ ανομολόγητα
που όρθωσαν το λεπτό ανάστημά τους
σαν λουλούδια πάνω σου,
προλάβαν και τα κόψαν τα παιδιά.
Πάντοτε μας προλαβαίνουν τα παιδιά.
ΥΓ.: Θα κρατώ μια θέση στην ντουλάπα για να κρύβεσαι.
Βιογραφικό σημείωμα
Γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα, όπου κατοικεί και εργάζεται, και είναι φοιτητής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2019 εκδόθηκε το συνθετικό του ποίημα Νάθαν: ένα ταξίδι στο εσωτερικό τοπίο ενός θεού (εκδόσεις Βακχικόν), το οποίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών των βραβείων Jean Moreas 2020 και στην ανθολογία Τα ποιήματα του 2019 (εκδόσεις Κοινωνία των δεκάτων, 2020). Διατηρεί το ιστολόγιο Poetfolio.