Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" θα σας παρουσιάσω την ποιήτρια Χρυσούλα Αλεξάνδρου από την Κύπρο. Η φιλοξενούμενή μου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και προχώρησε σε μετεκπαίδευση με θέμα Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και μεταπτυχιακές σπουδές στην εκπαιδευτική διοίκηση. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση Κύπρου και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου. Την τελευταία διετία είναι Επιθεωρήτρια Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου Φιλολογικών Μαθημάτων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ενώ είναι υπό έκδοση μια τρίτη. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, λυρική, βιωματική. Ο λόγος της είναι αριστοτεχνικός, παραστατικός, αληθινός. Εμπνέεται από το πολύπαθο νησί της Αφροδίτης, την ιστορία, τη μυθολογία, την καθημερινότητα, τις στενές σχέσεις. Θα ταξιδέψουμε με δέκα εκπληκτικά ποιήματά της!
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αφιερωμένο στην Περίκλειστη και Έγκλειστη πόλη της Αμμοχώστου η τύχη της οποίας διακυβεύεται για άλλη μια φορά από τους Τούρκους Εισβολείς και όχι μόνο...και σε κάθε πόλη.
Ωσάν η προσευχή στο Φως
Να την προσέξεις Δάσκαλε
στο διάκοσμο
μ’ αυτό το δέος της αφής σου
Να την κοιτάς
με την ανόθευτη την τέχνη
της ψυχής
στο βλέφαρο απάνω το δεξί
Εκεί οι αισθήσεις μένουν
απροστάτευτες
και ευαίσθητες οι αναλογίες
Τα δάκτυλά σου να κινείς
τόσο
να μην δακρύσει
η μορφή
Και αγριέψει η θωριά της
Να την σμιλεύεις
με δυο δέσμες τριαντάφυλλα
στον ώμο της
να πάρει χρώμα αλλιώτικο το Φως
Κέρνα μια γεύση νέκταρ
τα κόκκινα τα χείλη της
Απ’ το παλιό που φύλαγαν
στον Όλυμπο οι θεοί
Μύρισε τα λουσμένα της μαλλιά
φιλί Παρθενικό
και άρωμα της θάλασσας
βαθύ γαλάζιο
στην ποδιά της
Κι όταν θα είναι η στιγμή
Να την εξαποστάσεις δωρικά
στου ιερού του λόφου
τα Προπύλαια
Εκεί να νανουρίζεται με του Ορφέα τον λυρικό σκοπό
και να εγείρεται με τη Σοφία της γλαυκός
Την ώρα δε
που ερωτεύονται
οι θνητοί με τους ημίθεους
στον ίσκιο τον Βαθύ της ιερής ελιάς
Την ώρα που η βροχή
πέφτει να ξεδιαλύνει
τις αλλότριες βουλές
Να 'χεις την έγνοια Δάσκαλε
και πιότερο
Να την φροντίζεις
Ωσάν εικόνισμα στην Εκκλησιά
και ωσάν η προσευχή στο Φως
Τελετουργία στην Αρχαιότητα!
Αρπαχτικοί σαν όρνεα άλλων εποχών
οι τωρινοί καιροί!
Πώς ανασαίνουν οι εποχές
Ασφυκτικός ο κόμπος στην ψυχή
Αιμάσσουσες οι μνήμες
Και πώς αντέχουν τα καμπαναριά
στον Βόσπορο
Και πώς αντέχουν στον Βορρά
οι εκκλησιές
Πώς στέκει ο Ήλιος μας καταμεσής
καλοκαιριού στις όχθες της Αγιάς Σοφιάς
Και στα σκληρά δρομάκια της Αμμόχωστος
Αυτές οι εποχές πώς ανασαίνουν στην Κερύνεια!
Μικρή μια ανεμώνα αρπάζει ένα χαμόγελο
στη δίνη της ομίχλης
Κάνει βουτιά στα Σμυρναίικα δειλινά
Ξυπνά δυο περιστέρια στην Κόκκινη Μηλιά
Στον Πόντο σέρνει ένα χορό τελετουργία μες την βροχή
Στο διάσελο του χρόνου υψώνει έναν Σταυρό
της Ρωμιοσύνης το γραμμένο φυλακτό !
Ακροβατώ Υπεύθυνα
Αν είναι κίνδυνος
να διαπερνώ
εκείνο των ματιών σου
το μυστήριο
που ξεσηκώνει όλο το σύμπαν και ζαλίζεται
Να μην αναγνωρίζομαι
ακόμα κι από μένα
καθώς μου δένει την ανάσα
κόμπο τον κόμπο
από το πουθενά
κι ανύποπτα
η φωνή σου
Αν είναι κίνδυνος
να περιπλέκομαι
στο δίκτυ
του δικού σου κόσμου
του αρχέγονου
που ανατρέπει την ροή
των γνώριμων πηγών
Αν είναι
εκείνη η ασύμμετρη
βραδιά
Να είναι
χρόνος
ταχύτητα
γεύση
κι άγρια
τριαντάφυλλα
Σεντόνι ερωτικό
καταμεσής στο πέλαγο
Τότε ακροβατώ Υπεύθυνα
στον κίνδυνο!"
Η μάνα μου που κούναγε μαντήλι τη συγκίνηση
Οφείλω να θυμάμαι
τις μοίρες
που ήταν ξάγρυπνες
κι αφήσανε τα δώρα τους
στο προσκεφάλι μου
Εκείνες τις Πριγκίπισσες
που μου θυμίζανε το παρά πέντε δώδεκα
και φύλαγαν
από τις στάχτες το γοβάκι μου
Ετούτα
τα μικρά τ' αστέρια
που δεν τα πρόσεχε κανείς
Κι ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά μου
να προστατεύουν σιωπηλά
τα μάτια μου
Την μάνα μου
που κούναγε μαντήλι την συγκίνηση
καθώς με χαιρετούσε
Που μάζευε την αγωνία κόμπο τον κόμπο
στην ποδιά της
Που στις αποσκευές
σε κάθε διαδρομή
έκλεινε μέσα
την ευχή της
και τον βαφτιστικό μου τον σταυρό
Αν κάποια μέρα
δειλινό
ή απόβραδο ή και φανταχτερό ένα πρωινό
με συνεπάρει
Μορφέας
Περσέας
ή σε συνέργεια ο Δίας κι η Αθηνά
να με ξυπνήσετε
Να μου θυμίσετε
Τον τόπο που γεννήθηκα και την στιγμή
Την οφειλή να
να ξεσκεπάσω πάλι το παρόν
με μια Συγνώμη
κι ένα πακέτο Ευχαριστώ
Η Άνοιξη δεν ήταν
"Κάπως έτσι
βραδάκι αυτής της Άνοιξης
που για πολλούς
Η Άνοιξη δεν ήταν
Βρήκε τη χαραμάδα ανοιχτή
Και μπήκε
Ήταν η αύρα από το άγνωστο
Ήτανε σκούντημα νωχελικών αισθήσεων
Κάπως έτσι
εκείνο το βραδάκι
Και κάθε βράδυ
Έμαθα να ξεμπλέκω πολλούς
από τους φόβους μου
προσμένοντας τις λέξεις
Έμαθα να ξυπνάω χαμόγελα κόντρα στις ανασφάλειες
προσμένοντας εικόνες
Έμαθα να φυλάω
στις δώδεκα μεσάνυχτα τα όνειρα
προσμένοντας τραγούδια
ξεχασμένα
αυτά που μόνο εσύ
αγάπησες
κι εγώ μαζί
Και κάπως έτσι
Εκείνο το ανοιξιάτικο βραδάκι
Έγινε το δικό μου βράδυ
για κάθε Αύγουστο
και κάθε Μάρτη
Νοέμβρη και Δεκέμβριο
που μόνο
Καλημέρες έμαθε να ανατέλλει
Ξεχωριστές ματιές
Σπάνιες προσευχές σε όποια άκρη
Ανείδωτες αγάπες
Κινήσεις και συνήθειες απαραίτητες για τις ανάσες μου
Και κάπως έτσι
χωρίς το τέλος
χωρίς κανένα συναπάντημα
Μια τρέλα ασυγχώρητη για τους υπόλοιπους
στέκεσαι εδώ
Με χτυποκάρδι ανείπωτο
Ως μια
Πραγματικότητα
δυναμικά ανατρεπτική"
Μες τη σιωπή σου τόσο
Κάποιες σιωπές
μιλούν
μες τη σιωπή σου τόσο
που δεν χρειάζονται οι άλλες συλλαβές
Κάποιες αγάπες
ακουμπούν
τόσο προσεχτικά
τον ώμο σου
που δεν χρειάζονται
αγάπες άλλες
Κάποιες Δευτέρες τόσο δικές σου
που δεν χρειάζονταν οι μέρες άλλες
Όλοι οι δρόμοι
κλειστοί σε δευτερόλεπτα
Οι επιθυμίες σε στιγμές
Τα ανείπωτα τα θέλω μας
σε λίγες ώρες
ποθούμενες ματιές
αγγίγματα παράφορα
χάδια ανυπολόγιστα
κανόνες αναιρούμενοι
σε λίγα μόνο δειλινά
Αυτά που χαίρονται
να παίρνουνε τις λύπες σου
Να τραγουδούν μες τα σκοτάδια σου το φως
χωρίς τη σύμβαση του αύριο
Εδώ
για σένα!
Να τ' αγαπήσεις και να τα πιστέψεις
Ποτέ
δεν είσαι μόνος
μέσα στην μοναξιά σου
Εάν τους φόβους
που κραυγάζουν
απ ' την ταχύτητα της θάλασσας
τους ξεναγείς
με κώδικες του ταξιδιού
Εάν κλειδώνεις
όσα σφυρίγματα γειώνουν
την χαρά
τον έρωτα
και τα φτερά σου
Ποτέ δεν είσαι μόνος
Εάν ακολουθείς
το λίκνισμα των γλάρων
και το λαμπύρισμα συναισθημάτων
σε ένα χορό αισθησιακό στα κύματα
Εάν συνομιλείς
με το γνωστό και το άγνωστο
κι αφήνεις
άφτιαχτες τις χαραμάδες σου
να μπει το λίγο φως που περισσεύει
από αλλού
και που για σένα είναι το πολύ
για να γινεί το φως το ιλαρό
που σε λυτρώνει
Και αν έξαφνα
καθώς τα χέρια σου
κρατούν την πλώρη
κόντρα στον άνεμο καλοκαιριού
πέσουν δυο μάτια καθαρά
μπροστά στα μάτια σου
Να τ ' ακουμπήσεις
θα ' ναι αυτά
που νανουρίζονται καιρό
μες τα τραγούδια σου
κι ας μην το ξέρεις
θα' ναι αυτά
που ψάχνουν ν 'αγαπήσουνε
τα βήματα και το όνειρό σου
σε εκείνο το νησί
που σου ταιριάζει στην αναπνοή
Να τ' αγαπήσεις
και να τα πιστέψεις!
Ποτέ δεν θα είσαι μόνος
μέσα στην μοναξιά σου
Όταν δεν ψάχνεις
να 'σαι μόνος
Nα κάνουμε βουτιά στον Εύριπο
Ούτε λεπτό
δεν κόπασε
την νύχτα αυτή ο άνεμος
κι ας ήτανε κατάκλειστα τα παραθύρια
Ούτε λεπτό δεν έπαψε
το κύμα να κτυπιέται
κι ας ήταν η βραδιά όπως συνήθως
όλες του Νοέμβρη
Συνέθεσα
πρωί πρωί
σε άτακτη
γραμμή λευκό χορό
τους γλάρους
να σφυρίζουνε
στο ίδιο μοτίβο
Τα ξύλινα σκαλιά
της γέφυρας να
κλαιν μοναχικά
Φεγγάρια απροστάτευτα
σε χρώμα ασημί
να κάνουμε βουτιά στον Εύριπο
για να ξορκίσουν τις πληγές
Συνέθεσα
τον ήλιο Άρχοντα
να γεύεται τους καημούς
και των ερώτων τις σκιές
Ο άνεμος στις χαραμάδες
των απέναντι βουνών
Ο ήλιος
Τα φεγγάρια
Γλάροι πιστοί
Στην γέφυρα την ξύλινη
των αστεριών
να τραγουδάνε στα σκαλιά
Παραμονή
Δεκέμβρη μήνα βροχερού"
Μύρισε τα λουσμένα της μαλλιά
Να ξαποστάσεις στα Προπύλαια
παρέα με τις σιωπές
που συνοδεύουν του Ορφέα
τον λυρικό σκοπό
Είναι η ώρα
που οι Κόρες ερωτεύονται με τους θνητούς
κι ο χρόνος ημερεύει τα πάθη της διαδρομής
Άσε δυο μάτια τριαντάφυλλα
στον ώμο της
να πάρει χρώμα αλλιώτικο το φως
Κέρνα μια γεύση κόκκινο κρασί
τα χείλη της
Απ’ το παλιό που κράταγαν
στον Όλυμπο οι θεοί
Μύρισε τα λουσμένα της μαλλιά
φιλί Παρθενικό
και άρωμα της θάλασσας
στο βλέμμα της
Κι έτσι καθώς θα σμίγουν
οι σταγόνες με τον πόθο και το όνειρο
Να ξεχαστείτε αγκαλιά...
Τελετουργία μες την βροχή
Όλα τα του «Τιτανικού »
Λιγάκι πριν απ’ τα μεσάνυχτα
Με χέρια ανοιχτά
Στη μελωδία του βιολιού
κράτησε Αυτός ευγενικά ένα δάκρυ σου
Το πιο απόκρυφο
Το Χόρεψε στην αγκαλιά
της κουπαστής
σε όλους τους ήχους της ψυχής
Να γίνει λύτρωση
σανίδα Διαφυγής
Όλος ο κόσμος μες τα μάτια του
Υπόσχεση αστραφτερή
Σε κάθε πόνο και κραυγή
Ετούτο το βαθύ σου δάκρυ
Το δικό του και δικό σου
Ετούτο
Να διαπερνά τα παγωμένα αισθήματα
Των βραδινών ωκεανών
Να ζωγραφίζει πέρα κι από τους Ήλιους
του κορμιού σου την αστραφτερή χρειά
Να παίζουν μπράστα ακούραστα τη δύναμη να μη χαθείς
Ανίκητος να γίνεται ο όρκος της φωνής σας
«Πέφτεις και πέφτω
Δακρύζεις και δακρύζω
Τα άγγιγμά μου άγγιγμά σου»
Αυτός
Που λίγο πριν απ' τα μεσάνυχτα
Κράτησε το δικό σου δάκρυ
Διαμάντι φυλακτό στο στήθος του
Αυτός που λίγο πριν απ' τα μεσάνυχτα
Ψέλλισε το τραγούδι σας με πάθος και
Χωρίς ρυτίδες
Για ευθύνες και για λάθη
Αυτόν να εμπιστεύεσαι
Στις Κυριακές ξεχνιέται
Ζηλεύω
τα τραπέζια της Κυριακής
που συγκεντρώνουν γύρω τους
πολλές φωνές
Που δίνουνε τα χέρια
στις αρωματικές χαρές
και
γεύονται στα μάτια
τις γεύσεις όλης της βδομάδας
Αυτά
που δεν τα πείραξε κανείς
ούτε στο χρόνο
ούτε και στην απόσταση
ή τον καιρό
Ζηλεύω και το ξέρω
γιατί στις Κυριακές
ξεχνιέται η μοναξιά
και
οι Δευτέρες
γεμίζουν την αυλή τους
άτακτα ροδοπέταλα
που ταξιδεύουν
Βιογραφικό σημείωμα
Η Χρυσούλα Αλεξάνδρου γεννήθηκε προτού καλά-καλά ξυπνήσει η αυγή, φθινόπωρο καιρό, στην ορεινή Κυπερούντα, εκεί όπου ο έρωτας, τα χρώματα και οι αισθήσεις ποτέ δεν ησυχάζουν. Τελείωσε με άριστα το Απεήτειο Γυμνάσιο Αγρού και στη συνέχεια τη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων και συγκεκριμένα το τμήμα Νέων και Μέσων Ελληνικών Σπουδών. Κατέχει δίπλωμα μονοετούς προγράμματος μετεκπαίδευσης, από το πανεπιστήμιο Κύπρου, με θέμα Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Καθώς επίσης και τον τίτλο master, από το CIIM, με θέμα εκπαιδευτική Διοίκηση. Εργάστηκε ως Φιλόλογος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου και στη Μέση Εκπαίδευση Κύπρου. Από τον Δεκέμβριο του 2019 έχει προαχθεί στη θέση της Επιθεωρήτριας Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου Φιλολογικών Μαθημάτων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Η πρώτη έχει τον τίτλο «Στην καταχνιά των Εραστών», η δεύτερη τον τίτλο «Υποκλίνομαι» και η Τρίτη υπό έκδοση με τίτλο «Ευγενώς».