Σήμερα στη στήλη «Στα βαθιά» υποδέχομαι τη λογοτέχνιδα Κατερίνα Καριζώνη. Η καλεσμένη μου είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών. Έχει εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές ,μια ανθολογία γυναικείας ποίησης της Θεσσαλονίκης, εννέα μυθιστορήματα , παιδικά βιβλία και παραμύθια. Ποιήματα και διηγήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί κι ερμηνευτεί από σπουδαίους καλλιτέχνες. Συνεργάζεται με έγκριτα περιοδικά γράφοντας κριτικές, δοκίμια και λογοτεχνικά κείμενα. Έχει τιμηθεί με το βραβείο «Αυλαία» για το σύνολο του έργου της. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Η ποίησή της είναι υπαρξιακή, προσωποκεντρική, συμβολική. Ο λόγος της είναι πλούσιος, τολμηρός, πολυσήμαντος, βαθύς. Η γραφή της διακρίνεται για τις ανάγλυφες εικόνες, τις εντυπωσιακές αλληγορίες και τη γνήσια συγκίνηση, που οδηγούν τον αναγνώστη στην ταύτιση. Θα ταξιδέψουμε με δέκα υπέροχα ποιήματά της!
Ποιος θα φάει το μήλο
Ο πατέρας καθόταν
κρατώντας ένα μισοδαγκωμένο μήλο
στα τρεμάμενα χέρια του
ας πούμε πως το μήλο αυτό είναι η ζωή μου, είπε
αν το φάω ολόκληρο, θα πεθάνω
αν δεν το φάω θα συνεχίσω να πεινώ
αν το πετάξω στον κήπο
πιθανόν να φυτρώσει μια μηλιά την επόμενη ́Άνοιξη
αν το μοιραστώ μαζί σου
θα γευτείς κι εσύ την απέραντη θλίψη μου
αν το δώσω σε άλλον θα ξεσπάσουν έριδες
μεταξύ των επιγόνων
άλλωστε για ένα μήλο χάσαμε τον παράδεισο, γέλασε
και το άφησε στο πιάτο
το πιάτο έπεσε ξαφνικά κάτω και ράγισε
έτριξε το πάτωμα, κατρακύλησε το μήλο
αποκαλύφθηκε το σκουλήκι
που φώλιαζε μέσα του
Φάνηκε η δική του
αναπότρεπτη εκδοχή.
Η σκούπα μου
Τελευταία κάνω παρέα με τη σκούπα μου
Δε την βάζω να κλαίει
Παρά μόνο κλαίω εγώ πλάι της
Κλαίω γιατί οι φίλοι μου λείπουν
Πάντα λείπουν σε μακρινά ταξίδια
Λείπουν μες στο μυαλό τους
μέσα στα ρούχα τους
Μες στα χοντρά χιονισμένα παλτά τους
Παίζουν τάβλι κλεισμένοι σε παλιές ντουλάπες
Παίζουν μονόπολη στα ερειπωμένα εξοχικά τους
Παίζουν φιδάκι με αληθινά φίδια στο φωταγωγό
Πάντα λείπουν οι φίλοι μου
Όταν τους χρειάζομαι
Κρύβονται βαθιά μέσα στις τσέπες τους
Κρύβονται στα συρτάρια με τα χάπια
Κρύβονται κάτω απ ́τις βρώμικες πέτρες του δρόμου
Γι ́αυτό κι εγώ τελευταία κάνω
παρέα μόνο με τη σκούπα μου
Την φωνάζω Κλυταιμνήστρα
της φοράω τα παιδικά φουστάνια μου
της φοράω τα ρούχα της νεκρής μαμάς μου
της φοράω τα στέφανα του γάμου μου
και καμιά φορά πετάω μαζί της
Στα ποιήματα.
Τα λούσα
Κάθε φορά που αγοράζω ένα φόρεμα,
μανούλα, σε θυμάμαι
σου άρεζαν τα λούσα και μου έμαθες
να φορώ ρούχα πολύχρωμα
που μοιάζουν με σημαίες,
σα να πηγαίνω σε πόλεμο ή σε γιορτή
έφερνες μάλιστα στο σπίτι μια μοδίστρα
που είχε φυτείες με καρυδιές, όπως μας έλεγε
μες στα καρύδια κρύβονταν βασιλικά φουστάνια
άμαξες χρυσαφένιες με ξανθόμαλλους ιππείς
που σ ́έπαιρναν μαζί τους σε παλάτια
μ ́'αυτά τα ψέματα περνούσε ο καιρός.
Ράβαμε σιωπηλές, σκυμμένες στο βελόνι
δίπλα σε καπνισμένες λάμπες που τρεμόσβηναν
κι ένα σταματημένο ρολόι
που έδειχνε πάντα μεσάνυχτα
όταν τέλειωνε το λάδι
κι έσβηνε το φως απ ́τις ψυχές
η μοδίστρα έβγαζε απ' ́το στόμα της
κάτι γυαλιστερές καρφίτσες
και τις κάρφωνε στο δέρμα
για να στερεωθούν καλύτερα τα ρούχα
να μην σκορπίζουν μες στους άσπλαχνους καιρούς
ύστερα καβαλούσε τη μαύρη ραπτομηχανή της
και χανόταν.
.Oι τρεις πλοίαρχοι
Σάββατο μεσημέρι
τρεις γέροι πλοίαρχοι περνούν από τη λαϊκή
χρυσά σιρίτια και σβησμένα αστέρια
πρόσωπα σμιλεμένα απ’ το νερό
φυσάει ο πουνέντες
και φουσκώνει τα μαλλιά τους
μαύρα κοχύλια γλιστρούν απ'τα μανίκια τους
εκείνοι κρατούν ένα διχτάκι
και ψωνίζουν με λαχτάρα
πράγματα που δεν βρίσκουν στο βυθό
όπου περπατούν αδιάκοπα εδώ και αιώνες.
Βγάζουν κασέλες με πολύτιμα πετράδια
βγάζουν πουγκιά με χρυσάφι κι αγοράζουν
απ'τους χαρούμενους λόφους των καρπών
από τα λάφυρα των συλημένων κήπων.
Ο ένας έχει λίγο χιόνι στο σακάκι
και τον λένε Σκοτ
τον άλλο τον φωνάζουν Μπαρμπαρόσα
ο τρίτος θαρρώ πως είναι ο Νίκος Καββαδίας.
Ταξίδι στο Περού
Ήταν παράξενο τούτο το ταξίδι
γεμάτο Λαιστρυγόνες,
μαύρους κι άσπρους Κύκλωπες
έβγαιναν από μια ζεστή θάλασσα του νου
και φώναζαν εκκωφαντικά το όνομά σου.
Στη λίμνη Τιτικάκα είδα το πρόσωπό σου
να ταξιδεύει λυπημένο κάτω απ' το νερό
και πιο βαθιά το ανθρωπόμορφο άλογό σου
πνιγμένο μες στα χόρτα του πυθμένα.
Ψηλά στις Ανδεις γυναίκες
μαγείρευαν το φαγητό κάτω από τη γη
και υφαίναν σε σαρακοφαγωμένους αργαλειούς
ζεστά πουλόβερ και αιθέρια ουράνια τόξα.
Στο Μάτσου Πίτσου
έσπασε η φλέβα της μνήμης ξαφνικά
κι άρχισε να κυλάει ποτάμι
ο αρχαίος χρυσός
πέρα μακριά
ως τις απρόσιτες ακτές του Ειρηνικού
πέρα μακριά
ως τις χαμένες αλυκές της Ιστορίας.
Τουριστικός οδηγός
Η Θεσσαλονίκη κείται δίπλα στο Θερμαϊκό
άσκημη σα μούμια, αλλά όμορφη
αν τη γυρίσεις ανάποδα.
Από πάνω της περνούν αρχαίοι άνεμοι
παράξενα πουλιά, κατάρτια λογχίζουν
τα σύννεφα ψηλά, στο βαλτωμένο ουρανό
πέφτουν βροχές, σπασμένα άστρα
παγωμένα κρύσταλλα, δάκρια.
Η Ωραία Κοιμωμένη κοιτά απ’ τα κάστρα
μια πετρωμένη διαδήλωση.
Οι κάτοικοι συνωστίζονται στις στάσεις των λεωφορείων
αδυνατούν να προχωρήσουν
ωστόσο κάτω απ’ τα πόδια τους κυλάει ο γαλαξίας.
Ο χρόνος παγώνει συχνά σ'αυτή την πόλη
γι ́'αυτό να 'χετε μαζί σας λίγο λάδι
για τις κλειδώσεις και ζεστά μπουφάν
και κανα δυο λάμπες θυέλλης
γιατί καμιά φορά τα βράδια κόβεται το φως
και ξαναστήνονται τα γκρεμισμένα παραλιακά τείχη
τότε εμφανίζονται στις πολεμίστρες
κάποιοι κάτοικοι της πόλης
μαζί μ ́'έναν Άγιο μυροβλήτη
και χτυπούν όλη νύχτα με σφυριά
μια χάλκινη καμπάνα
από εκείνες που ηχούσαν παλιά στις πολιορκίες.
Μνημόσυνο
Μαμά, είσαι μια άγνωστη στεριά
που λαμπυρίζει στον ορίζοντα
ένα θαμπό εικόνισμα του Φθινοπώρου
η φωνή σου ταξιδεύει τις νύχτες
Στις τηλεφωνικές γραμμές
Και την αυγή γίνεται φλοίσβος
Μιας θάλασσας λησμονημένης
Οι κήποι σου μαραίνονται, μητέρα
Μες στην πορφύρα του απογεύματος
Και οι ιστορίες σου γίνονται μικρές φωτιές
Δίπλα στις λίμνες της Μακεδονίας.
Μαμά, είδα το πρόσωπό σου
Να ανατέλλει λυπημένο στον ουρανό
Βρήκα φαρμακωμένο το άλογό σου
Και την πιστή σου υπηρέτρια
Πνιγμένη στους βάλτους της πόλης
Είδα το μυστικό σου βασίλειό σου
να το παίρνει ο άνεμος
Και τα παιδιά σου να ερίζουν στα ερείπια
Και τώρα συντρίβομαι κι εκλιπαρώ
παραληρώντας για μια συγγνώμη
Γιατί μ ́'αγαπούσες, μαμά και το έκρυβες χρόνια
γιατί σ ́'αγαπούσα, μαμά και δε στο είπα ποτέ.
Χαλκιδική
Τα μεσημέρια σε τρελαίνουν τα τζιτζίκια
στις γερμένες γρίλιες των σπιτιών
σέρνεται βιαστικά μια βασίλισσα-σαύρα
φλεγόμενοι στρατοί διασχίζουν τον ουρανό
πυρπολούν τις κοιλάδες του κορμιού
βάζουν φωτιά στα τριαντάφυλλα, στις μπουκαμβίλιες
απ ́'την αρχαία στάμνα του καλοκαιριού
ξεχύνεται η θάλασσα με τα καράβια της
ένα παντζούρι ανοίγει στον ορίζοντα
υψώνεται ένα άσπρο χέρι με δοξάρι
διευθύνει μυστικά τη συναυλία των τζιτζικιών
που κάτι θέλουν να αναγγείλουν, κάτι σημαντικό
ωστόσο ακατανόητο
ίσκιοι νεκρών θροΐζουν μες στις φυλλωσιές
μπλέκουν στους ιστούς της αράχνης
σκαλώνουν στις πευκοβελόνες
ασήμι στάζει τις νύχτες απ ́'το στόμιο του φεγγαριού
από το πέλαγος αναδύεται μια μαρμαρωμένη κόρη
είμαι η κλεμμένη Καρυάτιδα, φωνάζει
και κολυμπάει προς την έρημη ακτή
όμως ραγίζει μεσοπέλαγα και χάνεται.
Το πλοίο Φραγκενστάιν
Απ ́'τα ταξίδια μας πήρα σκισμένα τα πανιά
του πόντου την αλμύρα απ’ τα φιλιά σου
την άγκυρα που σκούριαζε στις λέξεις μας
ένα κομμάτι απ ́'το πλωριό κορμί σου
γεμάτο όστρακα και άστρα μακρινά
μια λίτρα κρέας απ ́'το στήθος μου
εκεί όπου ακουμπάει η καρδιά
κι έφτιαξα με τα υλικά ένα καράβι
Φραγκενστάιν, το ονόμασα
το στόλισα με λάμπες και πολύγωνα πανιά
μυρωδικά στραβόξυλα και άλμπουρα
για να 'ρθω να σε βρω.
Μα το καράβι στοίχειωσε
δεν έπιανε στεριά,
βολόδερνε στο πέλαγος, άλλαζε συνεχώς ρότα
χανόταν στις φουσκοθαλασσιές
ρήμαζε στις μπουνάτσες,
έσπαζαν οι αντένες του,
κόβονταν τα σκοινιά
ράγιζε μέσα μου κάθε φορά
μ ́'ένα κρυφό λυγμό και βυθιζόταν.
Η Λαϊκή του Σαββάτου
Βλέπω καμιά φορά τη λαϊκή του Σαββάτου
Να πετάει ανάλαφρη ψηλά στον ουρανό
Τα πορτοκάλια κατρακυλούν ανάμεσα στα σύννεφα
Τα κυδώνια γίνονται μακρινοί ήλιοι
Και τα μήλα γυρίζουν γύρω από την πόλη
Σαν ρόδινα φεγγάρια
Τα σέλινα και τα κρεμμυδάκια
Πέφτουν σαν διάττοντες αστέρες
Και σβήνουν στον ορίζοντα
Και τα μπιζέλια , τα ρεβύθια, οι φακές
Κυλούν στο βάθος του ουρανού
Και σχηματίζουν σπείρες
Που φέγγουνε αχνά μέσα στη νύχτα
Τι παράξενη γιορτή, τι πανδαισία
Άγγελοι παίζουν σουραύλια
Και ́Άγιοι τύμπανα
Ανάμεσά τους πετούν ωραία πουλιά
Οι φωνές των εμπόρων φτιάχνουν χορωδίες
Κι οι άνθρωποι σπεύδουν στο ουράνιο παζάρι
Για να προμηθευτούν τα ταπεινά γεννήματα της γης
Που κάποτε κατέληξαν άδοξα
Μαζί με τους πρωτόπλαστους
Απ 'το χαμένο παράδεισο στο χώμα.
Η λαϊκή
Bιογραφικό σημείωμα
Η Κατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε 0ικονομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών. Έχει εκδώσει 12 ποιητικά βιβλία και μια ανθολογία γυναικείας ποίησης της Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε επίσης με την παιδική λογοτεχνία. Εξέδωσε τα βιβλία: «Χίλιες και μια νύχτες των Βαλκανίων» (Α' βραβείο κύκλου παιδικού βιβλίου 1991), «ο Σαίξπηρ σε 7+2 παραμύθια», «η Δίκη των Παραμυθιών», «Παραμύθια από τις όπερες», «το ταξίδι των παραμυθιών», «Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα ξέφωτο του δάσους κ.α. Το πρώτο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1997 με τίτλο «ο Άγγελός μου ήταν έκπτωτος» απ'τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Βαλς στην Ομίχλη», «Τσάι με τον Καβάφη», «Μεγάλο Αλγέρι», «Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες», «Ο χάρτης των ονείρων», «Το τραγούδι του Ευνούχου», «H πόλη των αθώων», «Το Λυκόφως του Αιγαίου». Έργα της παίχτηκαν από τοπικούς, σχολικούς θιάσους και πολιτιστικούς φορείς. Επίσης ποιήματα και διηγήματά της μεταφράστηκαν στις βαλκανικές γλώσσες, στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και πολωνικά. Ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τον μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου και ερμηνεύτηκαν απ΄την Σαββίνα Γιαννάτου και τον Δώρο Δημοσθένους. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά με κριτικές βιβλίου, δοκίμια και λογοτεχνικά κείμενα.Το 2009 πήρε το βραβείο Αυλαία για το συνολικό της έργο. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.