Σήμερα θα σας παρουσιάσω τη συγγραφέα,κριτικό λογοτεχνίας κι ανθολόγο Βίκυ Δρακουλαράκου. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Αμαλθείας κέρας, έχει συμμετάσχει σε πολλές ανθολογίες κι έχει συνεπιμεληθεί βιβλία - αφιερώματα σε σημαντικούς ποιητές. Εμείς θα ταξιδέψουμε μαζί της μέσα από δέκα θαυμάσια ποιήματά της!
«Υπάρχουν δύο αντίθετες πορείες.
Η μία εκ των άνω προς τα κάτω,
και η άλλη εκ των κάτω προς τα άνω.
Αλλά οδός άνω και κάτω μία»
Ηράκλειτος
Λάθρο λάκτισμα
Εμένα οι φίλοι μου, πουλιά αφτέρουγα είναι.
Στα τεντωμένα σχοινιά των ψυχοτρόπων ουσιών
ανισόρροπα ισορροπούν, οι μαριονέτες του θανάτου.
Επαναστάτες, ενάντια της καθιερωμένης ροής των πραγμάτων.
Ιδανικοί αυτόχειρες της δημόσιας σκηνής.
Οι δικοί μου φίλοι, πλαγιάζουν το κουφάρι τους
το δίχως ραχοκοκαλιά, στο ράγισμα της ευδαιμονίας,
δίπλα στη νεκρή, συφοριασμένη αυτοβιογραφία.
Ενέσεις εμβολιασμού ψυχών χτυπούν
στου κόσμου την αναπηρία.
‘’Εμένα οι φίλοι μου’’ είναι περιθωριακοί
κι εγώ η ωμή εξοργισμένη φωνή τους.
Εμάς, τους αναπόδραστους της Αρίας φυλής
λάθρα μάς λάκτισαν στα πισινά μας πόδια.
Εμείς, η αποκλεισμένη μειονότητα,
τις φυματικές ζωές μας κρεμάσαμε
πάνω στα βαριά, τενεκεδένια κρόσια
των ατελών ενοχών σας.
Το μόρφωμα της άσπρης σκόνης σας
μνήμης τεφτέρι, αδυσώπητο στις φλέβες μας.
Στίλβη
Εκφυλισμένη πόλη και το στρωσίδι μισερό
κατάφυλλη σιωπή κι η άνοιξη στο γέρμα.
Αγύρτισσα η πρωτομαγιά, που έκλινε το γόνυ.
Πίσω απ΄τον μοσχοβολιστό φράχτη με τα κρίνα
παραμύθια αιρετικά πουλάει,
στον Αγαμέμνονα, το ανύποπτο σφάγιο της Κλυταιμνήστρας.
Πανάκεια, της παραμύθας το φευγιό, για τους κηλιδωμένους
μέσα στις κόγχες τις μικρές, δώρα αγγέλων ξεχασμένα.
Η σβήτρα της πνοής, θηλιά που ολοένα σφίγγει
η ανάγκη έγινε βαριά, στις φλέβες τη ζωή στενεύει.
Αναιμικό το ένστικτο, στο θυμητικό της ζήσης.
Η θανή, το όργανο το απαθές,
νωρίς, τον αγνισμό εσήμανε στην ειμαρμένη.
Κάτω απ΄των άστρων τις ψιχάλες
με ραθυμία λυγμική, λόγχες ακονίζει,
κι η Ελευθερία... Το ικρίωμα στήνει στην πλατεία.
Ανησυχητικός αναπαλμός, στο συνειδητό ανήλθε
στην νεκροδεύουσα ζωή, τον βαφτιστικό σταυρό φοράει.
Η βλάπτουσα έξη, μαντήλι άσπρο δένει στον άσφυγμο λαιμό
την εξαγόμενη ψυχή, στα γκρεμνά να ρίξει.
Το τέλος, επί θύραις βρίσκεται.
Με μιαν ανάσα που ξέμεινε δανεικιά,
ο ψυχοσωματικός τριγμός, τον Χάροντα ναυλώνει.
Δυο βήματα κάνει πισωγυριστά κι άλλα δυο μπροστά
και στο κενό του άραχλου ορίζοντα, πηδάει.
Κορμί άφυλο κι απάνεμο είναι πια
από πλευρά αγγέλου καμωμένο.
Ο Θεός, σκυφτός, στρίβει στο στενό
με της ευθύνης του την ζυγαριά στον ώμο.
Κι η στίλβη εκεί ψηλά, άρχισε να δυναμώνει.
Δερματοστίκτης
‘’Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα’’
Σ΄αυτό το ιατρείο ψυχών
ανθρώπου συντροφιά δε χνωτίζει.
Φοβάμαι Κύριε,
φοβάμαι τα κρεμασμένα σώματα,
στο κλαρί της σαβανωμένης άνοιξης.
Τον υποτακτικό του θανάτου φοβάμαι
που εκτελεί τους διατεταγμένους ενταφιασμούς
απ΄την αγέλη των αφρόνων.
Ξέφυγε η τροχιά μου απ΄τον κανόνα Κύριε,
την λαφυραγώγησε η στυφή θολούρα
του δερματοστίκτη στις φλέβες μου.
Πόσο δύσοσμη μοναξιά έχω...
Στα συσσίτια αγάπης μόνο δικόγραφα μού προσφέρουν
κι η επιούσια ζωή, μύθευμα του βάλτου κι αυτή.
’Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα’’ Κύριε,
το μειωτικό σαρκίο μου θα σου εμπιστευτώ.
Στο σώμα της θλίψης μου
το θηλυκό φουστάνι μου θα φορέσω
‘’και θα βγω στους δρόμους’’.
Νοστάλγησα τη σκεπή τού πατέρα μου,
μόνο στα ποιήματα πια του γνέφω.
Στο τιμάριο της σκέψης μου
ειδώλιο περήφανο κι αυταρχικό στέκει.
Μα, δίχως εκείνο, το εγώ είμαι εδώ, μη φοβηθείς.
Κοίτα Θεέ,
κοίτα πίσω από την ακίδα της μνήμης μου.
Βλέπεις μια φεγγαράδα γιορτινή,
‘’κι ένα κομμάτι από θάλασσα’’ ;
Ε! Καιρό τώρα, μου την έχουν στήσει!
Οδυρμός
Με έλεγαν Οδύσσεια.
Στης Κίρκης το ομηρικό νησί περιφερόμουν
πίνοντας τις ευφοβικές ουσίες της βασίλισσας Αιαίας.
Ήμουν το νόθο παιδί των ρημαγμένων πατριωτών
και των γεννητόρων η παραφωνία.
Σημαιοφόρος αφανής, στην άγνωστη γωνία,
που κρυφά θρηνούσα.
Απ΄το φτιασίδωμα του κόσμου αυτομόλησα
σαν με παγίδεψε ο εθισμός στα πένθιμα τα σκότη.
Κι όταν με χόρεψε η εξάρτηση,
το απάνθισμα του νοσηρού νυμφεύτηκα.
Σε λιμάνι αγαλλίασης ποτέ δεν βγήκα,
στα ανοιχτά λεηλατήθηκα
κάτω από μέλανους ουρανούς ξοδεύτηκα.
Της μάνας μου την αγκαλιά νωρίς αποχωρίστηκα,
τον πολύπαθο απορφανισμό μου επέλεξα
γιατί στη σκέψη μου είχα μόνο το φευγιό,
και του ταξιδιού το λαχάνιασμα στο κορμί μου.
Κι έμαθα έτσι να ζω, παραβγαίνοντας μαζί μου.
Οι νύχτες μου ήταν ασέληνες κι ευωδίαζαν πόνο
αδελφοποιημένες με το σώμα μου και το λιμνάζων νου μου.
Τη ζωή μου ολιγώρησα στο ξεμονάχιασμα της νύχτας
στο χρώμα το λευκό την έβαψα
Αδιερεύνητη άφησα την άνοιξη κάτω απ΄ τα ερείπια
στην ειμαρμένη της δραματουργία, κοιμώμενη.
Δοσίλογο το μελτέμι της απαντοχής μου
για την αποξένωση, της απαξιωμένης άνοιξης.
Χρόνια στην εσχατιά, την ευτυχία ξήλωνα
για να υφάνω έναν ιστό, σαν έρθει η λησμονιά
να σκεπάσω,το μελανόχρωμο περιβραχιόνιο της ψυχής μου.
Πολιτικός είναι κάποιος που διαιρεί τους ανθρώπους
σε δυο τάξεις, σε υποχείρια και σε εχθρούς. Φρίντριχ Νίτσε.
‘’το νου σου, ε; ‘’
Μη με καλείς στις συνομιλίες των σιαγόνων
των κοσμικών χορών, με τις προγραμματικές συγκλίσεις,
διαφεντευτή των συνειδήσεων.
Μήτε, στον ενιαίο βηματισμό του κόσμου
στις ιδιόκτητες προστατευτικές αυλές των προυχόντων,
κουρδιστή, των μαζών.
Μη με βάζεις να καθίσω
στην πουπουλένια συνάφεια των φερεφώνων.
Ανήκω, στους πληγωμένους αετούς
που τους τραυμάτισαν τα κοράκια της αυλής σας.
Σ΄αυτούς που εκτελούνται,
γιατί έμαθαν, το ρήμα καταλαβαίνω...
Σου έταξαν τον παράδεισο
οι επίγειοι εξουσιαστές, αργυρώνητε,
αλλά σου ζήτησαν,
να τους προπληρώσεις το εισιτήριο από εδώ,
αυτοί, που έκλεψαν την ταυτότητα της Νέμεσις
και αυθαίρετα, την έβαλαν τιμωρό
στις πύλες μιας ανύπαρκτης κόλασης,
για να τρομοκρατούν, και να ορίζουν τα πλήθη.
‘’το νου σου, ε; ‘’
Τέτοιες εξουσιοδοτήσεις, δεν υπογράφει η Νέμεσι !
Ποιητής. Ο ψιμυθιολόγος των ψυχών
Υφάλμυρη η επιστροφή του περιηγούμενου ποιητή
απ΄ της τροχιάς του το αφήλιο και την ασκητική του,
το λαβωμένο νύχτωμα ανταμώνει με σεληνανθό στο στόμα
και μεράκια κολαστή στο βλεφάριασμα κλεισμένα.
Ταξιδεύει σε βαγόνι θέσης τρίτης με ρήτορες παρέα,
έμβλημα ο λεκές της σερέτικης μοναξιάς στο πέτο.
Το διακονεμένο πανωφόρι της ψυχής έχει νοτισμένο,
στις τσέπες κοχύλια άθυμα από πανσέληνο κρυμμένα.
Στο απόκοσμο πανηγύρι των καταραμένων μνημορραγεί,
μυρωδιές γιασεμιών σε ξένους κήπους δρασκελίζει.
Στον άσκεπο ουρανό, στην ανθρακιά ξυπόλητος χορεύει,
το λυκαυγές στο νιόσκαφτο ηλιοχάραμα άστρα μαζεύει.
Ναυάγιο απόντιστο στους αποκρυμμένους βράχους,
το κόσμο του, της μιας οργιάς, πάνω τους ακουμπάει.
Το φεγγάρι πρόξενος στα άτρυγα χείλη του αντιλαμπίζει,
σταματά τους ήλιους που περνούν, να τους υποτιτλίσει.
Πειθαρχημένος στην εκφράσιμη αυτοάνοση πένα του
στον εσμό του το απατηλόν τού μακελειού του γυμνώνει.
Μέσα στην λίμνη τ΄ουρανού, σε ανθοπερίβολο σιβυλλικό,
με θλίψη ο ψιμυθιολόγος των ψυχών λούζεται στ΄αγιάζι.
Ερειψίτοιχος τέχνη
Την έλεγαν Λήθη.
Ζούσε στοιχειωμένη στην ερειπωμένη σπηλιά της αλληγορίας.
Είχε δίδυμη καρδιά. Τη μια γλυκά την κούρνιαζε στο στήθος
στην άλλη του ερειψίτοιχου την τέχνη μάθαινε στα σκοτεινά.
Απ΄την ρωγμή κοιτούσε τα άδεια των πουλιών κλουβιά.
Πώς το ΄λεγες και γέλαγα; Ρωτούσε τη ζωή ψιθυριστά
σαν έβλεπε την κορμοστασιά έξω από τα τείχη να περνά.
Τις νυχτιές τα ναυάγια της φορούσε στη λάσπη της να κοιμηθεί
αγκαλιά με τον ηγιασμένο εαυτό της και τρεις γυρισμένο το κλειδί.
Κι εκείνος ο ξεφτισμένος φτωχοδιάβολος απ΄της κόλασης το άντρο
πέτρες διλήμματα και ύβρεις στα όνειρα τα ημιτέλευτα να της πετά.
Ένα νύχτωμα που σιγάνεψε η καρδιά κι έξω φύσαγε Θεός
την αλυσωμένη σκίαση της μάζας έβγαλε απ΄το φωτερό
ψαλίδισε την ψυχή και στου φεγγαριού τη ζεστασιά βγήκε.
Το διάβα πήρε για τον κήπο της Γεθσημανή να προσευχηθεί.
Μα τον γενετήσιο ξένο εαυτό της στον βυσσινόκηπο συνάντησε
να πορεύεται σε ευλογιές με συντρόπαιο ζωής τον ελεήμονα Θεό.
Με έλεγαν … Λήθη.
Ο σιωπών δοκεί συναινείν
Κάτω απ΄τον λησμονημένο ήλιο ηγέτες χτίστες
με βράχο φράζουν τη σπηλιά του Αριστοφάνη
την φιλάσθενη Ειρήνη να κρατούν φυλακισμένη.
Απ΄τη Δαμόκλειο σπάθη, τις τρίχες τ΄αλόγου έκοψαν
στα κεφάλια τους τα ασυνείδητα ανηλεώς μην πέσει.
Στον Τρυγαίο οι διπλωμάτες το δρόμο έκλεισαν
την συνθήκη ειρήνης του Καλλία στα οπλοστάσια πυρπόλησαν.
Οι ερινύες λησμονήθηκαν στα έγκατα του άδη.
Κι ο πόλεμος, ο άρχοντας του σκότους και της γης
απειλητικά το δάχτυλο κινεί προς σωφρονισμό των ατακτούντων.
Οι αποδιωγμένες μάνες των εθνών
με ανοιχτά πανιά στο βλέμμα
τα σπλάχνα τους κρατώντας αγκαλιά
πνίγονται στη θάλασσα της ελευθερίας.
Πατέρες, θάβουν στης ματαιοδοξίας τα χαλάσματα
τα λαβωμένα λευκά περιστέρια τους
ο πιανίστας, του ρημαγμένου Γιαρμούκ, μελωδικά τα συντροφεύει
Παιδόπουλα, πατρίδα αναζητούν στης ιστορίας τα συντρίμμια
με τα δάκρυα της πείνα τους ζωγραφίζουν τον χάρτη του θανάτου
Κορασίδες και νεάνιδες, της προσφυγιάς πραμάτεια
κρεμάνε την ψυχή στης εκπόρνευσης το ικρίωμα.
Αδήλωτοι είναι πια οι εχθροί
των ύπουλων νόμων η ιαχή τα σύνορα φυλάει.
Ειρήνη, άχθος αρούρης έγινε της δικαιοσύνης σου το ιδανικό.
Από δύση ως ανατολή την δημοκρατία σου παζαρεύουν
της ευημερίας σου ο καρπός έγινε πολύ πικρός στα χείλη.
Η όψη σου όμως, ουδέποτε, ξεχάστηκε θεότητα του δικαίου
το ύψιστο αγαθό σου δεν λησμονήθηκε πολυπόθητη Ειρήνη
στους αιώνες των αιώνων θα ζεις με τους στίχους του Παλαμά αντάμα
...Τι κι αν του πολέμου το χορό χορεύω, γονατιστός ειρήνη εσέ λατρεύω...
Άγονη γραμμή
Συναντώ κάθε μέρα αυτή την γυναίκα, στη στάση της ζωής.
Στα ματόκλαδα τής ψυχής της εκπλειστηριάζονται ολόγιομα φεγγάρια.
Βαδίζει πριγκιπικά κάτω από τις τρεμάμενες φλόγες του ήλιου
και μαζί του διαπραγματεύεται το χρύσωμα των μαλλιών της.
Στο ‘’ένδον’’ της έχει μια ενωτική γέφυρα σεντούκι - θηκάρι νιότης-
και μια αρμαθιά μνήμης κρεμασμένη στην έπαρση των βλεφάρων της.
Έχει εξουσιοδοτήσει τον ιθύνοντα νου της στο γαλάζιο να την σεργιανά
και σε τιμή ευκαιρίας να την πουλά στην πεθυμιά της.
Στους κοραλλιογενείς υφάλους του κορμιού της
ακόμα φιλοξενεί πόθους εύχυμους από ανελέητες προσδοκίες…
Κάνει αυτή την διαδρομή κάθε μέρα.
Επισκέπτεται την ζωή.
Της αλλάζει το ρούχο της ανημποριάς
κι αντάμα ολημερίς περιδιαβαίνουν της μνήμης τα σοκάκια,
αναγείροντας παλιές αγάπες, φιλιά εκμαιεύουν.
Πριν τον γυρισμό περνά έξω απ΄το σπίτι του χρόνου,
στέκεται για λίγο αγέρωχα σαν κυπαρίσσι στην αυλή του.
Δέχεται ηρωικά τον διασυρμό από τον λιθοβολισμό των ονείρων
και την άρτια απόφαση για την εκποίηση της νιότης.
Με παρρησία υπογράφει πως κι απόψε τα θέλω της θα υποτάξει.
Χαμογελώντας πονηρά ένα τριαντάφυλλο ακουμπά
στις λυρικές άκρες των χειλιών της και δυνατά αναρωτιέται.
-Γιατί τα πουλιά πετούν πάντα ψηλά κι ας έχει καταιγίδα;
Τι άραγε θέλουν να μού πουν;
Αυτόν τον θρίαμβο της ήττας δεν είναι μπορετό να τον δεχτεί.
Μαζί του κάθε γιόμα νυχομαχεί με όπλο το δια χειρός σθένος
κι ένα- ένα λιανίζει εκείνα τα εμβόλιμα πουλιά
που ραίνουν με νάρκισσους τον θηρευτή δυνάστη χρόνο.
Κι έτσι που είδε τον αιμάτινο ουρανό
γιομάτο από φτερούγες...
Τις αλυσίδες πώς θα μπορούσε ν΄αγαπήσει.!
Το ρόδο της αγάπης
Του ήλιου έμοιαζες,
στα χρυσωμένα των νιάτων σου φτερά
είχες όλα τα κάλλη μαζεμένα !
Στα ροδαλά τα χείλη σου τρεμόπαιζε μια ντελικάτη βιόλα.
Πόθησα το άγγιγμα ν΄αξιωθώ απ΄τα βαθυκόκκινα πέταλά της!
Της θάλασσας έμοιαζες.
Απ΄το βυθό της ανεδύθης
και τάραξες τους αναπαμούς στο έρημο ακρογιάλι !
Τα μάτια σου
ήταν βότσαλα χρωματιστά κι αστραφτερά,
θαρρείς και αυτά έδιναν τη λάμψη στο φεγγάρι.
Την άνοιξη έφερες.
Το γοργόφτερο αεράκι της ήσουνα, που δροσέρεψε
τον κλώνο κερασιάς, που έγερνε στο παραθύρι
και μπλέχτηκε με τ΄όνειρο κι αγαπήθηκαν με θέα την ψυχή μου.
Κι ένα ρίγος με αγκάλιασε, άμαθο στην ευτυχία !
Ο ουρανός μου έγινες.
Μέσα του θέλησα να διαβώ, την ευλογία των θεών να πάρω.
Αλλά μελτέμι ήσουνα κι όσο κι αν σε αρμένιζα.
ποτέ δε ρίγησες το καλοκαίρι.
Κι εγώ, που έζησα δίπλα στο φιλί,
πρώτη φορά φοβήθηκα το στεναγμό μαζί του.
Και συ έλαμπες σαν το φως του αποσπερίτη !
Γη και ουρανό μέσα στων ματιών σου τις αετοφωλιές
έστεφες ζευγάρι
και γύρω σου πάντα χόρευε όλη η γύρη των άστρων !
Σ΄ένα γιορτάσι έρωτα είπες τ΄άρωμά σου εγώ πως είμαι,
παλιά μου αγκαλιά δροσοστάλακτη και πλανεύτρα.
Μα εγώ το ρόδο της αγάπης θέλω να ΄μαι το λευκό
και φυλαχτάρι να με κρατάς
αντάμα με της λαχτάρας μου το ποίημα !
Βιογραφικό Βίκυ Δρακουλαράκου
Η Βίκυ Δρακουλαράκου είναι συγγραφέας,κριτικός λογοτεχνίας και ανθολόγος. Εξέδωσε το 2019 την ποιητική συλλογή με τίτλο Αμαλθείας κέρας από τις εκδόσεις Όστρια. Έχει συμμετάσχει σε ανθολόγια ποίησης των εκδόσεων Όστρια, Ιούλιος 2016 και Καλοκαίρι 2017. Στον Α και Β τόμο της Ανθολογίας σύγχρονης ερωτικής ποίησης, εκδόσεις Κύμα. Στην 4η Ομαδική Ποιητική Συλλογή, εκδόσεις Διάνυσμα. Στο ανθολόγιο ποίησης 2017-2018, εκδόσεις Όστρια. Στο σύγχρονο ανθολόγιο πεζών και ποίησης Χρώματα ψυχής, εκδόσεις Όστρια. Στο Συλλεκτικό Ανθολόγιο Ποίησης Συνομιλώντας με τον Καβάφη, εκδόσεις Όστρια. Στο ‘’επίλεκτον’’ συλλεκτικού Λευκώματος με τίτλο Όταν η ζωγραφική συναντά την ποίηση, εκδόσεις Όστρια. Υπήρξε μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμού πεζογραφίας του λογοτεχνικού περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ. Είναι γραμματέας στο παράρτημα Ν. Αττικής του πολιτιστικού φορέα ‘’Αμφικτυονία Ελληνισμού’’. 1ον. Συνεπιμελήθηκε με την ανθολόγο Καίτη Κουμανίδου το συλλεκτικό έργο Συνομιλώντας με τον Τάσο Λειβαδίτη, εκδόσεις Όστρια. 2ον. Συνανθολόγησε και συνεπιμελήθηκε με την Καίτη Κουμανίδου το συλλεκτικό έργο Συνομιλώντας με τον Arthur Rimbaud, εκδόσεις Όστρια. 3ον Συνανθολόγησε και συνεπιμελήθηκε με την Καίτη Κουμανίδου το συλλεκτικό έργο Συνομιλώντας με την Κατερίνα Γώγου, εκδόσεις Όστρια.