Η σημερινή μου καλεσμένη στη στήλη "Στα βαθιά" είναι η ποιήτρια Αναστασία Βηθλεέμ Ζουγγού. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Φιλοσοφία στην Κρήτη και ζει στην Αθήνα. Το 2020 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή που τιτλοφορείται "Από Μαρμάρων". Διαβάζοντας το βιβλίο της, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως είναι η πρώτη της δουλειά. Σαφώς ανήκει στη στόφα εκείνη των ποιητριών, που διένυσε πολλά χιλιόμετρα στο ταξίδι της δημιουργικής ενηλικίωσης, πριν καταθέσει δημοσίως ένα έργο. Η ποίησή της είναι αφηγηματική, βιωματική, ρεαλιστική, υπαρξιακή. Ο λόγος της είναι μεστός, στακάτος, χωρίς περιττά στολίδια. Φωνάζει τις αλήθειες. Bαδίζει στα σκοτάδια των ψυχών, των σχέσεων, της ζωής, ψάχνοντας το φως. Συνομιλεί με το παρελθόν, καταγράφει το παρόν, φιλοσοφεί. Χρωματίζει τις ιστορίες με έναν λεπτό σαρκασμό, απογυμνώνει τους ήρωες από τις μάσκες τους. Μια υπόγεια ευαισθησία χορεύει σε κάθε στίχο της. Λάτρεψα την πρώτη της αυτή εμφάνιση στη λογοτεχνία μέσα από το βιβλίο "Από Μαρμάρων". Της εύχομαι πολλές ακόμα διαδρομές ! Θα μοιραστώ μαζί σας δέκα διαλεχτά ποιήματά της!
**********************************************
Όχι,δεν είναι μόνο ενοχές
Είναι σαν να μετακομίζεις το γραφείο
Να έρχεσαι αντιμέτωπος με τα μπερδεμένα καλώδια
Πολλά εκ των οποίων ξεχασμένα κι ανενεργά
Πολλά ενεργά και φορτωμένα τάση
Είναι ο φόβος βρε αδερφέ
Τα λουλούδια που δεν φύτεψες
Τα αταχτοποίητα που εκκρεμούν εις τον αιώνα
Είναι που κάποιες νύχτες βρέχει δέντρα
**********************************************
Είναι τα πουλιά που τραγουδούν πριν το χάραμα
με ήχο θολό κι υπόκωφο
Έτσι μάλλον θα κυκλοφόρησε ότι το βαθύτερο σκοτάδι συμβαίνει
πριν ξημερώσει
Ακούγονται από μακριά,όχι για πολύ και μετά πάλι νύχτα χωρίς
τελειωμό
Για καμιά ώρα δεν ακούγεται τίποτα,
σε πιάνει απελπισία ότι η μέρα δε θα'ρθει
και κάθε τι μεγεθύνεται σαν κόλαση που επωάζεται σε βλέφαρα
που δεν κλείνουν,κι αυτή η ησυχία στραγγαλίζει ελπίδες
Στην κορύφωση καταφθάνει η βάρδια των οχτώ με έξι και
τραγουδώντας στέλνει φως μέσα από τις γρίλιες,
που σημαίνει ότι την έβγαλες καθαρή. Μέσα σ'όλα τα ευτράπελα
κάτι κάνεις σωστά.
**********************************************
Οι νυχτερινές καταβυθίσεις
έχουν τα δικά τους λουλούδια
αγνοούν την επιφάνεια,δεν την καταδέχονται
Συνομιλούν μόνο σε υπεδάφη και τρίσβαθα νερά
Κι έτσι πρέπει να μάθεις να κρατάς αναπνοή
Μεγάλη αναπνοή σου λέω
με μικρή πάει,πέθανες
Η αναπνοή μαλακώνει μόνο αν την πιστεύεις
ντρέπεται να σε προδώσει
έχει μπέσα, καταλληλότητα και συνέπεια
είναι ό,τι είσαι,είμαι και είναι
σε χείριστες μορφές ή κάλλιστες
σε ενδιάμεσες,μεσαίες και βαρετές
στο ιλιγγιώδες κρεσέντο που οδηγεί στον πυθμένα
της δεξαμενής μου,στην πόλη που κατέπεσε
στα όνειρα που διαλύθηκαν,στην ευκαιρία
που μου επιτρέπει να σου μιλάω
και να σου λέω: πρόσεχε κι αφήσου
Πρόσεχε κι αφήσου.
**********************************************
Ο πόνος μεταβολίζεται εντυπωσιακά
Κάποιος σχεδόν διαλύεται και η καρδιά του πλαταίνει
Γίνεται φύλλο τεράστιο να χωρέσει κι άλλους από κάτω
Όταν βρέχει ή ο ήλιος καίει μέσα στο μυαλό του
Κάποιος άλλος αφήνεται σε μία τοξική συρρίκνωση
Είναι πολύ θυμωμένος με το κακό του συνέβη
Και καταπίνει ανθρώπους σαν παυσίπονα
Ο δεύτερος ξυπνάει μες τη νύχτα
Πού πήγαν οι φίλοι μου αναφωνεί και η έλλειψη
Τον θυμώνει περισσότερο και τον μπήγει στο χώμα
Ο πρώτος μπορεί να πάρει ένα τηλέφωνο για βοήθεια
Οι φίλοι του δεν θα τον αφήσουν
**********************************************
Τελευταία φτιάχνω ρωγμές στη συνήθεια
μ'ένα τρυπάνι νοερό
γεμίζω οπές τον κλωβό της
Κι εκείνη σιγά σιγά ραγίζει
Το φως που περνάει μέσα από φυλλώματα
ή η βροχή που πέφτει απαλά
είναι μια συμπαράσταση,μια συμπόνια
ένα χαμόγελο πατρικό ανεκτίμητο
Επιδιώκω δε,να μην μένω ακίνητη
(γιατί μπορώ και το κάνω τέλεια)
επιχειρώ μόνο κι αυτό
Γιατί ψηλαφώ δύσκολα την επιθυμία
Θα ήθελα να μπορώ να κεντάω τον χρόνο
Ή τουλάχιστον να τον ανέχομαι
**********************************************
Σκαρφάλωσα πάλι στο πατρικό
και ήταν όλα όπως τα άφησα,ένα άψογο σπίτι
και μαζεμένες άπειρες στρεβλές ιστορίες
το δίκιο του ενός ενάντια στον άλλο
μα πάνω απ'όλα ο χρόνος που εξηγεί
αν αφήσεις να μιλήσει χαμηλόφωνα στο αυτί σου
με γενναιότητα στην ακοή κι επιθυμία
κι ήταν τα παράθυρα μάτια και τα έπιπλα βράχοι
και η επιθυμία μου σιγότροπο θηρίο
αδύνατον σχεδόν να νικηθεί
Κατάλαβα,
κι όσο καταλάβαινα δεν γινόταν πια να θυμώσω
ο θυμός έδωσε θέση στην κατανόηση
τον άφησα να γίνει σύννεφο που φεύγει και πάει.
**********************************************
Δεν κοιτάζονται πια στα μάτια
απευθύνουν επικρίσεις ο ένας στον άλλο
τα πρόσωπά τους γέρνουν στραβωμένα
κι έτσι φαίνονται πιο γερασμένα,πιο κακά
όχι ηθελημένα,απλά συνέβη
Κι όμως κάποτε ερωτεύθηκαν
Μέσα στη συνωμοσία των παθών τους
γεννοβόλησαν και απαίτησαν
απ'τους καρπούς τους άλλη καθαρότητα
και μέσα από ίδιους τρόπους τα φιντάνια τους
παρόμοια κινήθηκαν
Ήταν οι δυο τους μεγάλο δέντρο που
καθώς καιγόταν έριχνε πυρωμένα κουκουνάρια
και είναι μεγάλη ιστορία η λύτρωση
και η συγχώρεση ακόμα μεγαλύτερη
Είναι η γαλήνη μεγάλη ιστορία
**********************************************
Άνοιξα τα κάτω κάτω συρτάρια
εκεί που κρύβονται οι κρυφές χαρές και οι μεγάλες
ντροπές.
Θέλησα μέρα που είναι να καθαγιαστούν όλα
αλεξικέραυνη μέρα,ιερή
Γιατί η αγάπη θριαμβεύει και τα ωχρά τα έχει μόνο
για να βάψει τα παπούτσια της κι έπειτα
να τα φιλήσει.
Άνοιξα τα κάτω συρτάρια και βρήκα ομίχλη
και ασυνεννοησία.
Δεν κάμφθηκα ούτε για λίγο.
Άνοιξα όλα τα γράμματα,όλα τα μηνύματα
και ήρθαν ελιές και νερό και σέλας
σε ουρανό που δεν τολμούσε να σκοτεινιάσει.
**********************************************
Οι φίλοι μάς συγχωρούν τα γλωσσικά ολισθήματα
γιατί-όπως είπε ένας σοφός-η γλώσσα είναι
μία σακαράκα.
Οι φίλοι μας χαίρονται που σκοντάψαμε
χωρίς να σπάσουμε τα χέρια και τα πόδια μας
και στη συνέχειά μας φρόντισαν
χωρίς να βαρυγκομήσουν-κι αν το έκαναν,
το έκαναν βουβά.
Οι φίλοι μάς αγαπάνε πιο πολύ όταν πετυχαίνουμε,
παρά όταν είναι να εκφράσουν λύπη για τη λύπη μας.
Οι φίλοι μας είναι άφαντοι και φανεροί όταν χρειάζεται
στη χαρά και την οδύνη με διακριτικότητα καλαίσθητη
πηγαία σαν νεράκι που κελαρύζει από βουνό.
**********************************************
Η Αναστασία είχε πλέξει μια κουβέρτα.
Η Βηθλεέμ ένα τραπεζομάντιλο.
Με το τσιγκελάκι και οι δύο,σ'ένα τσιγκελάκι
συρρίκνωσαν τα πάντα τους.
Τα πάντα μας αν το καλοσκεφτώ
τροφή και ύπνο
μετά οι έρωτες,μετά τα δικά μας πολύπλοκα
για εκείνες αυτό προείχε:
Ένα τραπέζι να τρως κι ένα κρεβάτι να κοιμάσαι.
Δεν φορέθηκαν ποτέ.Και τα δύο.
Άλλαξαν οι μόδες,τα πλεχτά ήταν ξεπερασμένα
Κι απέμειναν μόνα εκείνα στο συρτάρι
απέμειναν πολλοί χωρίς ούτε κάλυμμα
ούτε κρεβάτι,ούτε τραπέζι
Κι αναρωτιέμαι,τι απ'όλα έχει πια νόημα
μέσα στο πλέξιμο των κόσμων μας
Αν όχι ένα τραπέζι να τρως κι ένα κρεβάτι
να κοιμάσαι.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Αναστασία Βηθλεέμ Ζουγγού μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη,σπούδασε Φιλοσοφία στο Ρέθυμνο και ζει στην Αθήνα.Το "Από Μαρμάρων" είναι το πρώτο της βιβλίο.
*Η φωτογραφία της ποιήτριας Αναστασίας Βηθλεέμ Ζουγγού ανήκει στην Αιμιλία Ζήκα.