Σήμερα στη στήλη "Στα βαθιά" έχω προσκαλέσει τον λογοτέχνη Γιώργο Καλιεντζίδη. Ο καλεσμένος μου γεννήθηκε στο Κιλκίς. Σε εφηβική ηλικία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη,όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Σπούδασε Μαθηματικά,ενώ παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και διοίκησης επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ3. Συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης από το 2011.Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και τέσσερα άλλα βιβλία. Η ποίησή του είναι αφηγηματική, κοινωνιοκεντρική,στοχαστική. Το προσωπικό βίωμα διαφαίνεται κυρίαρχο στα γραπτά του,χωρίς όμως να μένει στα στενά όριά του,καθώς όσα καταγράφει αφορούν το σύνολο. Ο λόγος του είναι γλαφυρός,μεστός, συχνά αιχμηρός. Τον απασχολούν τα υπαρξιακά ερωτήματα, τα οράματα και οι διαψεύσεις τους, τα δύσκολα αυτού του κόσμου κι όλα τ'ανθρώπινα. Θ'απολαύσουμε έντεκα διαλεχτά ποιήματά του!
Από την ποιητική συλλογή "Μικρές σιωπές", Ιδιωτική Έκδοση,1981
3
Ψάχνω, τυφλός από τη νύστα,
ανάμεσα σε ανθρώπους
κάποιο ομοίωμά σου.
Στα λεξικά είσαι μια σιωπή.
Σβησμένες λέξεις, ίσως απ’ το χρόνο,
ίσως απ’ τη χρήση,
στη θέση εκεί που σ’ ερμηνεύουν.
Κατεβαίνω στην αγορά. Βρέχει κιόλας.
Τόμοι βιβλία, λεξικά
στοιβαγμένα στο πεζοδρόμιο
– εκατό δραχμές το κιλό.
Ψάχνω τόσα χρόνια. Ακόμα ψάχνω.
Από την ποιητική συλλογή "Ανεμόεσσα", Εκδόσεις Κώδικας,1986
10
Στις ατέλειωτες φιγούρες των ανθρώπων
ασφυκτιώ.
Περνώ στην επίθεση
μεθυσμένος και βρίζοντας.
Η ομίχλη στο στήθος μου
και εσύ
το κενό που βυθίζομαι.
Λευκολούλουδο της νύχτας μου.
20
Το άνοιγμα των κλαδιών
που αγγίζουν το φως
κόρφος για ν’ ακουμπώ
το μουσκεμένο πρόσωπο απ’ τα ποτάμια
του κορμιού σου.
Παρασέρνομαι
με μελανιασμένο κορμί
κι άχρωμο βλέμμα.
Τους ακαθόριστους εχθρούς σημαδεύω,
αυτούς που μ’ έσβησαν
από τους κωδικούς των γεννηθέντων.
Ανήκω πια στο αύριο
και κουρδίζω το ρολόι του σπιτιού σου.
Ένας σωρός κόκαλα
δίχως προορισμό και όνειρα
σου γνέφουν στο χτες.
Από την ποιητική συλλογή "Εσωτερική έφοδος",Εκδόσεις Κώδικας,1989
2.
Στα νυχτωμένα μάτια σου
είμαι
το ξόμπλι του θανάτου.
Σ ’ αυτή την πνιγερή νύχτα
χωρίς τίποτα δικό μου
χάνομαι
στα ηχοφθόνα ακούσματα της ημέρας
και στην περιφερόμενη θλίψη των φαντάρων.
Σύντροφοι της μόνωσης
αντίδικοι στην εναλλαγή των πρωινών
σας καλώ,
ψίθυροι της νύχτας που πέρασε,
που θα ’ρθει, με το γνώριμο προσωπάκι της αγρύπνιας.
Απόψε,
ας καιγόταν το κορμί μου
δίχως τον οίστρο της Άνοιξης
και την αλαζονεία της νίκης.
Πρέπει κάποτε να τελειώνω
μ’ αυτό το «νούμερο».*
* Νούμερο: Στη γλώσσα των φαντάρων η σκοπιά.
6.
Στον απέναντι τοίχο αναζήτησα
τα ίχνη της φευγάτης νύχτας.
Νοέμβρης και το χώμα κοκκινίζει.
Αμφιβολία του γιασεμιού
με την απόσταση να κρύβει την όψη των βουνών,
με τους φαντάρους χαμένους στην επανάληψη
κινήσεων και γεγονότων,
με το χακί να πυρπολεί τη θύμηση -το μόνο
όπλο που απόμεινε στα χέρια μου.
Ύστερα η άρνηση του νου
τα γυμνά δάση κι ο βοριάς να ξεκουφαίνει
τις σκοπιές και τα περίπολα.
Αλτ! Τις ει;
Το όπλο μού φράζει την όραση κι
ο προβολέας κατάματα• εύκολος στόχος στις νυχτερινές
επιθέσεις της μνήμης.
Λαβωμένος στην τόση αθωότητα αλώνομαι
ανυπεράσπιστος ως ήμουν για το αύριο.
Νοέμβρης, τα χέρια μου λευκά•
υποψία θανάτου με κυκλώνει.
Ένα πακέτο τσιγάρα, αποτσίγαρα και στάχτες.
Η «αναφορά» εκείνου που έφυγε.
10.
Κράτησα την απόσταση σαν με ορμήνεψαν.
Γύρω μου άμμος, βότσαλα και μια χούφτα
θάλασσα για να θυμίζουν όσα σκοτώσανε.
Έπρεπε κάποιος να ζωγραφίσει τις αρχαίες κολόνες,
τις κόκκινες καρδιές των γυναικών.
Αυτός που συλλαβίζει τις σιωπές των σωμάτων.
Πάντα τα δύσκολα μου αναθέτεις.
Ποτέ δε φανταζόμουν πόσο μακρύς ήταν
ο δρόμος, ούτε και πως υπήρχαν τόσες
ασώματες φωνές.
Από την ποιητική συλλογή "Το άλλοθι",Εκδόσεις Κώδικας,1994
Η ανεπίδοτη εκδίκηση
Χαμένοι στην άκρη της θάλασσας
ούτε τη μαστοριά του Οδυσσέα είχαμε
για να βρούμε
το δρόμο του γυρισμού.
Βυθιστήκαμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον
κατάματα
χωρίς να απαντήσουμε στα τόσα γιατί,
ούτε ποτέ μάθαμε αν η δική μας Πηνελόπη
πλάγιασε με τους μνηστήρες της
μήτε εκδίκηση πήραμε.
Καπνοχώραφα
Τί απέγινε εκείνη η μικρή επανάσταση;
Έξαψη του προσώπου μπρος στ’ αμήχανα σώματα
με τις ασφαλιστικές δικλείδες τιναγμένες
είδα τα μελλούμενα
βουλιαγμένος στη μπερζέρα μου
κάνοντας ζάπινγκ.
Έλεγες πως ,δεν μπορεί,
κάτι θ’ αλλάξει.
Τόσες κατανύξεις, τόσες ψηλαφήσεις
σε κόσμους άγνωρους
με νύχια και δόντια
να ξεπηδούν ολοζώντανα στα πρωινά.
Οι γονείς φευγάτοι από ώρα στα καπνοχώραφα
φέρναν στο καταμεσήμερο την ευωδιά
στα μαυρισμένα από την πίσσα
χέρια και ρούχα τους.
Το απόγευμα
μπροστά στο τζάκι
τα χαψία ν’ αχνίζουν στα όνειρα.
Παραμύθι που ξεμάκραινε.
Η συντήρηση
Ταξιδεύω για τις μακρινές απαντήσεις
της ημέρας που δε λέει να ξημερώσει
σαν νά ’χω από τα πριν συντηρήσει
στης μοναξιάς τον αλώβητο χάρτη
λέξεις και σύμβολα
το φασίστα λαχειοπώλη
τον αριστερό επιχειρηματία
τον μπάτσο του μεροκάματου.
Από την ποιητική συλλογή "Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά",Εκδόσεις Μεταίχμιο,2008
Ένα χωριό μεταμορφώνεται σε πόλη.
Η χωροθέτησή του γνωρίζει ποικίλες εκδοχές:
στο Κιλκίς, την Ανάπα, την Τσιάπα.
Ο Μήτος και η Νιούρκα, ο Αναστάσης
και η Συμέλα, η Σοφία και ο Βάνιας εκεί:
από το Κιλκίς μέχρι την Τσιάπα,
με άλλα ονόματα,
με άλλες λέξεις να ορίζουν το αύριο,
με άλλο χώμα στα νύχια τους. Αλλά εκεί.
Αναχώρηση Ι
Στις παρυφές του χωριού κυλούσαν τα ποτάμια και αλυχτούσαν
τα σκυλιά, πληθαίνανε οι ίσκιοι, σφίγγανε τις λαβές των μαχαιριών.
Το είχαν πει οι γεροντότεροι πως όλα θα γίνουν νύχτα του
Γενάρη φεγγαρόφωτη, τότε που το κρύο δε συμπονά τα τρυφερά
χέρια και το φως του φεγγαριού γυμνώνει τις πίκρες.
Οι χωριανοί στα μονοπάτια κρύβανε την ανάσα στις φούχτες
τους και κοίταζαν ως εκεί που μαύρο σκοτάδι μόνο. Κακότυχοι
όσοι δεν ήρθαν, ψιθύριζαν αυτοί που πίσω τους άφησαν
ζεστό κορμί, φιλήδονο, έτοιμο να γευτεί τις θωπείες των αιώνων
αφρισμένο ποτάμι να ξεχειλίζει, αψηφώντας νουθεσίες και
απαγορεύσεις, γιατί το κορμί, το κάθε κορμί, έχει άλλα μέτρα
για να νικά το χρόνο και να δίνει νόημα στις ανατολές
που έφυγαν κι εκείνες που θα έρθουν.
Το τέλος
Εκείνη ήρθε στα μάτια τον,
βαρδάρης απ’ το Μπέλλες και τα σφάλισε.
Στην πολύβουη πόλη παιδιά την ακολουθούν, με σφιγμένα
στόματα και χέρια απλωμένα. Στις γειτονιές τη ραίνουν με
νερό. Στις πλατείες τα περιστέρια κουτσουλάν το άγαλμά του.
Η βροχή έχει μήνες να φανεί. Το σύννεφο, που φάνηκε στην
άκρη τ’ ουρανού, έτυχε θερμής υποδοχής. Η μπάντα του δήμου
παιανίζει εμβατήρια. Αλαλάζοντας το πλήθος την περιφέρει
στους δρόμους. Τα βρεγμένα κουρέλια της αφήνουν το σώμα
της στο φως του φεγγαριού• σημαία ξεσκισμένη.
Βιογραφικό σημείωμα
O Γιώργος Καλιεντζίδης γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Κορυφή του Κιλκίς. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974, όπου και τέλειωσε το Η΄ Λύκειο. Είναι πτυχιούχος μαθηματικός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και διοίκησης επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στον 9.58 fm της ΕΡΤ3 από το 1994. Έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Μετά από πρότασή του δημιουργήθηκε η Λέσχη Ανάγνωσης της ΕΡΤ3, τον Σεπτέμβριο του 2011, την οποία και συντονίζει.
Εργογραφία
Ποίηση
"Μικρές σιωπές", Ιδιωτική Έκδοση,1981
"Ανεμόεσσα", Εκδόσεις Κώδικας,1986
"Εσωτερική έφοδος", Εκδόσεις Κώδικας,1989
"Το άλλοθι", Εκδόσεις Κώδικας,1994
"Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά", Εκδόσεις Μεταίχμιο,2008
Άλλες εκδόσεις
Νίκος Μπακόλας, Ατέλειωτη ιστορία, Εκδόσεις Ιανός,1977
Κώστας Λαχάς, Πλούς ονείρου, Απ’ τον Εχέδωρο στον Θερμαϊκό,Εκδόσεις Ιανός,1998
Κλείτος Κύρου, Οπισθοδρομήσεις, Αναδρομή ζωής,Εκδόσεις Άγρα, 2001
“Το πέρασμα στην άλλη όχθη”-Μια ραδιοφωνική συνομιλία με τον Γιώργο Καλιεντζίδη, Εκδόσεις Άγρα,2005
*Φωτογραφία: Γιάννης Δ. Βανίδης