Σαν σήμερα ,στις 19 Μαρτίου 1885 γεννιέται ο σπουδαίος συνθέτης κι ερμηνευτής του ελαφρού τραγουδιού Αττίκ, κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου. Θ' ακούσουμε πέντε αξέχαστα τραγούδια του!
Ζητάτε να σας πω
Στίχοι: ΑΤΤΙΚ
Μουσική: ΑΤΤΙΚ
Ερμηνεία: ΔΑΝΑΗ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε είδα μάτια
με σκίζετε κομμάτια
Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα’ τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε είδα μάτια
με σκίζετε κομμάτια
Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει
Είναι πολύ σκληρό
να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις
Στο γλέντι σας αυτό
δε θα’ τανε σωστό
αντί για άλλο πιοτό
να πιω εγώ φαρμάκι
μ’ ένα τέτοιο τραγουδάκι
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε και μεις
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει
Αχ, δεν είν’ οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες
Και μες στη συντροφιά
σε κάθε ρουφηξιά
ξεχνώ μιαν ομορφιά
που γέμιζε μεράκι
το παλιό μου τραγουδάκι
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
Στίχοι: ΑΤΤΙΚ
Μουσική: ΑΤΤΙΚ
Ερμηνεία: ΚΑΚΙΑ ΜΕΝΔΡΗ
Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη
από θλίψη για σε περισσή,
πήγα μόνος να δω τι απομένει,
απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ.
Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει,
μήπως ξένος κανείς την διαβεί
κι είχε ο χρόνος μ’ αγκάθια στολίσει,
τη βρυσούλα που μένει πια βουβή.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.
Στη γωνίτσα που άλλοτ’ ανθούσε
μέσα στ’ άνθη η δική μας χαρά,
ενώ ο κήπος τριγύρω πενθούσε,
μέσα μ’ ένοιωσα τέτοια συμφορά.
Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα,
σαν να σ’ είχα κοντά μου ξανά
κι όταν νύχτωσ’ εκεί που γυρνούσα,
είπα "Να ζει κανείς η να μη ζει"
από θλίψη για σε περισσή,
πήγα μόνος να δω τι απομένει,
απ’ τον κήπο που πότιζες εσύ.
Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει,
μήπως ξένος κανείς την διαβεί
κι είχε ο χρόνος μ’ αγκάθια στολίσει,
τη βρυσούλα που μένει πια βουβή.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες
στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά.
Στη γωνίτσα που άλλοτ’ ανθούσε
μέσα στ’ άνθη η δική μας χαρά,
ενώ ο κήπος τριγύρω πενθούσε,
μέσα μ’ ένοιωσα τέτοια συμφορά.
Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα,
σαν να σ’ είχα κοντά μου ξανά
κι όταν νύχτωσ’ εκεί που γυρνούσα,
είπα "Να ζει κανείς η να μη ζει"
Είδα μάτια πολλά
Στίχοι: ΑΤΤΙΚ
Μουσική: ΑΤΤΙΚ
Ερμηνεία: ΣΤΕΛΛΑ ΓΚΡΕΚΑ
Ένας νέος περνούσε μια μέρα
από μια γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπαιρνε αγέρα
μια πεντάμορφη μελαχροινή
Ευθύς τρέλα τού ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου για παντοτινά
Για τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά
Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν’ ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιο γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ’ όλη τη γη
μ’ αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτός που είχε χτίσει παλάτια
στις γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε "τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς"
Τραγουδούσε της όμορφης νιας κι έκλαιγε ο ντουνιάς!
από μια γειτονιά φτωχική
στο κατώφλι της έπαιρνε αγέρα
μια πεντάμορφη μελαχροινή
Ευθύς τρέλα τού ήρθε να κάνει
και σε λίγο καιρό της μηνά
θα σε πάρω με στεφάνι
σύντροφό μου για παντοτινά
Για τα μάτια σου τα γαλανά και τα σκοτεινά
Είδα μάτια πολλά
γαλανά στη ζωή μου
να κοιτούν απαλά
και ν’ ανάβουν την ψυχή μου
μα τόσο μαγικά
να μιλούν πιο γλυκά
δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα
στο λέω αληθινά
Την επήρε και πήγαν στα ξένα
και ταξίδεψαν σ’ όλη τη γη
μ’ αυτή δεν αγαπούσε κανένα
και τον άφησε μίαν αυγή
Τότε αυτός που είχε χτίσει παλάτια
στις γωνιές της φτωχής γειτονιάς
Τραγουδούσε "τέτοια μάτια,
αν τα χάσω θα γίνω φονιάς"
Τραγουδούσε της όμορφης νιας κι έκλαιγε ο ντουνιάς!
Το οργανάκι
Στίχοι: ΑΤΤΙΚ
Μουσική: ΑΤΤΙΚ
Ερμηνεία: ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
σκορπίζοντας παντού μελαγχολιά
εβγήκε απ’ το φτωχό της το σπιτάκι
σεμνή, πλεξίδα ακόμα τα μαλλιά
Καβάλα απ’ το σεργιάνι του γυρνώντας
την είδε και με στάση αρχοντική
το βήμα του αλόγου του σταματώντας
της πέταξε μια λέξη ερωτική
Αυτή εκοντοστάθηκε λιγάκι
την ώρα που περνούσε το οργανάκι
Την άλλη μέρα πέρασε και πάλι
τ’ ωραίο πλουσιόπαιδο από εκεί
και γύρισε της κόρης το κεφάλι
γιατ’ είχε ομιλία μαγική
Της είπε τόσα πράγματα ωραία
και τόσο ήταν άπειρη κι απλή
που πίστεψε και του 'δωσε η νέα
δειλά δειλά το πρώτο της φιλί
Και έτσι αρχινάει το δραματάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Περίμενε από τότε κάθε βράδυ
τον πλάνο που με ξένοιαστη ψυχή
ερχόταν σαν τον κλέφτη στο σκοτάδι
να πάρει ότι έχει μια φτωχή
Μια μέρα επιτέλους που εκείνη
του μίλησε για γάμο με ντροπή
εγέλασε και είπε, αυτό να γίνει
φαντάσου πια ο κόσμος τι θα πει
Κι αυτή έβρεξε ένα άσπρο μαντηλάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Κατάλαβε το τι την περιμένει
μα έλπιζεν ακόμα τις βραδιές
Σαν ένιωθε με πίκρα η καημένη
πως μέσα της χτυπούσαν δυο καρδιές
Εκείνος όμως άθλιος πατέρας
σαν είδε πως εκόντευε ο καιρός
Στα ξένα εταξίδεψε το τέρας
και χάθηκε απ’ το θύμα του εμπρός
Του έκανε ορφανό ένα παιδάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Πέρασαν χρόνια με άλλην παντρεμένος
Περνώντας ένα βράδυ ευτυχής
ρωτά γιατ’ είναι κόσμος μαζεμένος
απ’όξω από την πόρτα της φτωχής
Κρεμάστηκε του λένε μια ζητιάνα
κι αφήνει αυτό το έρημο παιδί
Δεν είχε να το θρέψει η δόλια η μάνα
που είν’ ο προκομμένος να το δει;
Αυτός τα χείλη εδάγκωσε λιγάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
σκορπίζοντας παντού μελαγχολιά
εβγήκε απ’ το φτωχό της το σπιτάκι
σεμνή, πλεξίδα ακόμα τα μαλλιά
Καβάλα απ’ το σεργιάνι του γυρνώντας
την είδε και με στάση αρχοντική
το βήμα του αλόγου του σταματώντας
της πέταξε μια λέξη ερωτική
Αυτή εκοντοστάθηκε λιγάκι
την ώρα που περνούσε το οργανάκι
Την άλλη μέρα πέρασε και πάλι
τ’ ωραίο πλουσιόπαιδο από εκεί
και γύρισε της κόρης το κεφάλι
γιατ’ είχε ομιλία μαγική
Της είπε τόσα πράγματα ωραία
και τόσο ήταν άπειρη κι απλή
που πίστεψε και του 'δωσε η νέα
δειλά δειλά το πρώτο της φιλί
Και έτσι αρχινάει το δραματάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Περίμενε από τότε κάθε βράδυ
τον πλάνο που με ξένοιαστη ψυχή
ερχόταν σαν τον κλέφτη στο σκοτάδι
να πάρει ότι έχει μια φτωχή
Μια μέρα επιτέλους που εκείνη
του μίλησε για γάμο με ντροπή
εγέλασε και είπε, αυτό να γίνει
φαντάσου πια ο κόσμος τι θα πει
Κι αυτή έβρεξε ένα άσπρο μαντηλάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Κατάλαβε το τι την περιμένει
μα έλπιζεν ακόμα τις βραδιές
Σαν ένιωθε με πίκρα η καημένη
πως μέσα της χτυπούσαν δυο καρδιές
Εκείνος όμως άθλιος πατέρας
σαν είδε πως εκόντευε ο καιρός
Στα ξένα εταξίδεψε το τέρας
και χάθηκε απ’ το θύμα του εμπρός
Του έκανε ορφανό ένα παιδάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Πέρασαν χρόνια με άλλην παντρεμένος
Περνώντας ένα βράδυ ευτυχής
ρωτά γιατ’ είναι κόσμος μαζεμένος
απ’όξω από την πόρτα της φτωχής
Κρεμάστηκε του λένε μια ζητιάνα
κι αφήνει αυτό το έρημο παιδί
Δεν είχε να το θρέψει η δόλια η μάνα
που είν’ ο προκομμένος να το δει;
Αυτός τα χείλη εδάγκωσε λιγάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Είν' η αγάπη χίμαιρα
Στίχοι: ΑΤΤΙΚ
Μουσική: ΑΤΤΙΚ
Ερμηνεία: ΣΤΕΛΛΑ ΓΚΡΕΚΑ
Μέσα στα πράσινα πευκάκια
κει κάτω απ’ τις ελιές
στα φεγγαρόλουστα χλωμά σοκάκια
ή στις ακρογιαλιές.
Πόσοι περνούν απελπισμένοι
με βλέμμα σκυθρωπό
γιατί τρελά πιστέψαν οι καημένοι
στη λέξη "σ’ αγαπώ".
Τη λέξη αυτή τη μάγισσα
που 'χει ομορφιές πολλές
μ’ άρωμα χάνει, γίνεται πλάνη
όσο την ξαναλές.
Είν’ η αγάπη χίμαιρα
που κυβερνά τα νιάτα
με όνειρα εφήμερα
χρυσούς καπνούς γεμάτα.
Γιατί στον κόσμο χύνεται
πολύ μελάνι κι αίμα
αλλά ζωή δε γίνεται
χωρίς αυτό τ’ ωραίο ψέμα.
κει κάτω απ’ τις ελιές
στα φεγγαρόλουστα χλωμά σοκάκια
ή στις ακρογιαλιές.
Πόσοι περνούν απελπισμένοι
με βλέμμα σκυθρωπό
γιατί τρελά πιστέψαν οι καημένοι
στη λέξη "σ’ αγαπώ".
Τη λέξη αυτή τη μάγισσα
που 'χει ομορφιές πολλές
μ’ άρωμα χάνει, γίνεται πλάνη
όσο την ξαναλές.
Είν’ η αγάπη χίμαιρα
που κυβερνά τα νιάτα
με όνειρα εφήμερα
χρυσούς καπνούς γεμάτα.
Γιατί στον κόσμο χύνεται
πολύ μελάνι κι αίμα
αλλά ζωή δε γίνεται
χωρίς αυτό τ’ ωραίο ψέμα.