Συμπληγάδες πέτρες. Τα εμπόδια στο ταξίδι της ζωής...Τι έγραψαν οι ποιητές;
Συμπληγάδες συγκρίσεις-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
Ώσπου ν’ αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.
Τετράγωνο περίπου σαν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής.
Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όσο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι
τα κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.
Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες-χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης. Ώσπου
μισοπνιγμένη την τραβάνε κατά πάνω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.
Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.
Και μεις τι τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.
Πηγή: « Ήχος Απομακρύνσεων», Εκδόσεις Ίκαρος,2005
Συμπληγάδες-ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ
[I]
Μαρμάρινο κιγκλίδωμα σταυρώνει
το ονείρεμά μας.
Ξεφύγαμε απ’ τις Συμπληγάδες
μ’ ένα φτερό θανάτου
(το κέρδος τους).
Και τώρα το βήμα μας πάλλεται
στο ρυθμό της ρώσικης ρουλέτας
για χάρη μιας... άραγε αυταπάτης;
Πηγή:" Ηδύλη-ακά τοπία; ",2008
Οι Νότιες Συμπληγάδες-ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΗΜΗΝΤΗΡΑ
[Στα χαρακώματα]
Ένας καταυλισμός περιπλανώμενος ακατάπαυστα.
Ένας σφυγμός στην κεντρική αρτηρία
να συσπάται επικίνδυνα.
Η αντανάκλαση της αμαρτίας που εγκατέλειψες.
Στις Νότιες Συμπληγάδες σ’ έχασα
ένα καυτό απόγευμα του Αυγούστου
όταν ο λίβας θρυμμάτιζε το χώμα.
Περάσματα, ψίθυροι, αποτυπώματα, ηλιοστάσια,
τόσες αποστάσεις που ζήσαμε...
Απομακρύνθηκες έτσι μες στη σκόνη.
Ύστερα οι πρώιμες βροχές τόσο συνηθισμένες,
χωρίς νόημα.
Όμως εγώ επέστρεφα εκεί ολόκληρους χειμώνες.
Εκεί που ακόμα με μια μοτοσικλέτα Norton
ακροβατείς στον γύρο του θανάτου.
Καμένα λάστιχα και καυσαέρια
κάτω από την ξεσκισμένη τέντα
στον χορταριασμένο αυλόγυρο
ενός ξεχασμένου Αγίου
λίγο έξω απ’ τις εργατικές συνοικίες.
Πηγή:" Εξαίσιες ωδές μιας μυστικής πορείας", Εκδόσεις Όστρια, 2013
Ι´-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.
Πηγή: «Μυθιστόρημα»,1935
Στροφές Στροφάλων-ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζί μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
Πηγή: «Ενδοχώρα», 1945
Ριπή-ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Σαράντα χρόνια και σαράντα πέντε μέρες
πριν ανοιχθούν οι κάμποι και οργωθούν
πριν αναβρύσουν εκ βαθέων οι σποράδες
κ’ οι κοραλλένιες συμπληγάδες των νησιών
πριν γίνει μάτι η συσπείρωσις του σκότους
κι αλλάξουν λέπια τα θαλάσσια ζωντανά
βγήκες ορθή σχεδόν γυμνή κ’ απροκαλύπτως
εντός αφάνταστης στιγμής που μας γελούσε
μικρή παιδίσκη καθώς ύδωρ μιας πηγής.
Πηγή: «Ενδοχώρα»,1945
Στεριανή ζάλη-ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στὸ Νίκο Τουτουντζάκη
Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα,
μισή μποτίλια τζίν και δυο μιγάδες,
τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.
Πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια.
West End – Thame’s street και διπλός έρως.
Ας φυσάνε στο Πλάτα τα Παμπέρος,
ας ρολάρει το κύμα στη Μπισκάγια.
Χαμηλός ουρανός γιομάτος άστρα,
μα δε μοιάζει μ’ αυτόν που σε γνωρίζει.
Η μπαρκέτα γυρίζει ; Δε γυρίζει.
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα.
Βαρεθήκαν οι ναύτες το τιμόνι,
το ‘να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.
Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται..
Πηγή: "Πούσι", 1947
Το χρυσόμαλλο δέρας-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Τί το θέλαμε το χρυσόμαλλο δέρας, —δοκιμασία καινούργια— ίσως η πιο μεγάλη·
θάνατοι, Συμπληγάδες, σκοτωμοί· κι ο Ηρακλής στη Μυσία λησμονημένος
κι ο ωραίος Ύλας πνιγμένος στην πηγή· κι ούτε κουπί καινούργιο
κι ούτε ξεκούραση. Κολχίδα, Αιήτης, Μήδεια. Ο ταύρος με τα χάλκινα πόδια.
Το φίλτρο κι οι ανώφελοι αγώνες. Κι ύστερα ο Άψυρτος· — κομμάτια κομμάτια
να τον μαζεύει ο πατέρας του απ’ τη θάλασσα.
Κι εκείνο το δέρας —
σκοπός πια τελειωμένος, άλλος φόβος: μη θνητός ή θεός σού το κλέψουν,
πότε να το κρατάς στο χέρι, να σου φέγγει τις νύχτες σου το χρυσό τρίχωμά του,
πότε στον ώμο σου, να σε φωτίζει ακέριον, να σε δείχνει— στόχο
κι αυτών κι εκείνων· και να μη σ’ αφήνει μήτε μια στιγμή στον ίσκιο,
σε μια δική σου ελάχιστη γωνιά, να κρυφτείς, να γυμνωθείς και να υπάρξεις.
Όμως, τί θα ’ταν η ζωή μας δίχως τούτο το χρυσό (καθώς λέμε) μαρτύριο;
Λέρος, 5.ΙV.68
Πηγή: «Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα»,1972
Σαφάρι-ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Παραβιάζω συστηματικά την εκ περιτροπής κυκλοφορία μικρών και μεγάλων με το μηδαμινό κόστος των δυόμισι εκατομμυρίων δεύτερο αμάξι κέφι μου και καπέλο μου και αναπλέω -έι χο- τους ποταμούς τής πόλης μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτά σαγόνια των κροκόδειλων, προτού ή αφού οι σκοτεινές συμπληγάδες συνθλίψουν το πίσω μου φτερό. Ξεφεύγοντας βρίσκομαι αντιμέτωπος με μια τίγρη απ’ αυτές που έχουν βάλει μια μηχανή στο καπό τους πίσω ναυάγια βυθίζονται δύοντος του ηλίου στρίβω αριστερά στην όχθη και παρασέρνω τον ανύποπτο γερο-ψαρά που μόλις είχε πιάσει σπαρταριστό ένα αγοράκι τρυφερό στ’ αγκίστρι του∙ φτηνά τη γλιτώνω και περνάω βολίδα μέσ’ απ’ τους καπνούς και τα ταμ ταμ των ιθαγενών που ετοιμάζονται κιόλας να με μαγειρέψουν. Είμαι μουσκίδι στον ιδρώτα, όμως χαρούμενος και θα ’λεγα ευτυχισμένος αν δεν έπεφτα στον μονόδρομο των ρινόκερων. Παρά τους επιδέξιους ελιγμούς ένας πρόλαβε και κάρφωσε πέρα πέρα την τουρίστρια που είχε την τύχη να την παραλάβω πλατεία Ομονοίας για λίγο πράσινο. Μας πήραν αιμόφυρτους. Άκουγα το ασθενοφόρο να ουρλιάζει στους δρόμους. Αδύνατον σκέφτομαι αδύνατον να βρίσκομαι στην πόλη. Εγώ είχα πάει για σαφάρι.
Πηγή: «Το αθέατο μέσα μας »,εκδόσεις Κώδικας, Αθήνα, 1988
Χρώματα του υγρού ζώου (I)-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
Με κέρματα που αντηχούν σαν συζυγίες αστερισμών
(αν γίνεται να φανταστείς συναλλαγές
με αστρολάβους και πυξίδες
στα χρηματιστήρια)
εξαγοράζεις μια νύχτα στο αργυρό της σεντόνι∙
κι όπως λύνει την εύκρατη ζώνη της
να σε πάρει στη Γη του Πυρός που ανατέλλει
αναγνωρίζεις να βρέχουν το σώμα της πόλης
αρτηρίες ανέμων
μυριάδες κεραίες αναδεύοντας νήματα
μιας πυκνής επουράνιας υφαντουργίας
που τυλίγει τα υπέρογκα μέγαρα
τις φαιές χειροποίητες συμπληγάδες.
Κάποιας μορφής ελληνικά στις Δυτικές Ινδίες.
Ο Αρπακτίας, ο Λευκόνοτος Αργέστης,
καιροί της Ανταρκτίδας
στα παγωμένα ιδιώματα των Παταγόνων
στρυμονίες, ανεμόβροχα, ζέφυροι
κεκαυμένοι βοριάδες θροΐζοντας
ρούμι της Γουιάνας, μπαρούτι, γουταπέρκα
οροσειρές λιπαρά περιττώματα
των πουλιών γουανό ή κακάο,
ξύλο πολύτιμο μπακάμι βραζιλιάνικο
κοχλάζοντας να βάψει τα ιστία των κατακτητών,
καταιγίδες από τα δάση της Αμαζονίας:
Οι πνοές της Ιππολύτης και της Πενθεσίλειας
από τον Σκάμανδρο ν’ αναταράζουνε τον Ορινόκο.
Πηγή: «Χρώματα του υγρού ζώου » ,εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα,1990
Αργώ-ΝΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Πετά πάνω στα κύματα περνώντας
σαν περιστέρι τις διπλές τις συμπληγάδες.
Κι ώσπου να υψώσουμε χαιρετισμό και «γεια σου
Ιάσονα Έλληνα» να πούμε, στον ορίζοντα,
το χάλκινο απ’ τις λάμψεις των ηρώων,
είχε χαθεί και πυρπολώντας τους αιώνες,
με συνεχείς εκρήξεις φλογισμένης μνήμης,
επέστρεψε αναπάντεχα —πώς με τα φώτα της
φτάνει η αυγή μεμιάς στην οικουμένη—
και χύθηκε ηλιόστρατα ώς τ’ ακρογιάλια
της Ιωλκού, χρυσάφι λαμπυρίζοντας.
Κι εμείς άναυδοι μένοντας, με το ’να
το πόδι στην μιαν ακτή, με τ’ άλλο
στην άλλη, τη δίδυμη, του Ελλησπόντου,
ασάλευτοι στεκόμασταν μες στους αιώνες.
Κι ως πρόθεσή μας ήτανε μακρύ ταξίδι
βαθιά μες στα νερά της ιστορίας,
το δρόμο ακολουθήσαμε της λάμψης.
Κι είδαμε μες στ’ αόρατο της μοίρας
σε νάρκη τα οράματα που αιώνες
φωνή προσμέναν γνώριμη πατρίδας.
Και καθώς κάποιος από την παρέα,
θαμπωμένος ψιθύρισε, «τί θαύμα!»,
τα μάγια ευθύς λυθήκανε κι εμπρός μας
διάπλατα ανοίχτηκε ο δρόμος,
ο πανάρχαιος εκείνος δρόμος,
που άσφαλτα οδηγούσε στην καρδιά μας.
Πηγή: «Μαύρες ακτές», εκδόσεις Κώδικας, Αθήνα,1994
Κλίση ρήματος-ΚΩΣΤΑΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ
Μιλώ παράλογα
Μιλάς παράλογα
Μιλά παράλογα
Ασκούμαστε στην ομιλία και τον παραλογισμό
Ανάγκη των χρόνων να μιλώ παράλογα
Έτσι που όλα καταληπτά για τους συνανθρώπους
που χωλαίνουν και δεν το γνωρίζουν
που μηρυκάζουν και δεν θέλουν να το πιστέψουν
Μιλάς παράλογα
Εσύ που σήμερα μαζί κι αύριο χωρίς έρεισμα
μεταπηδάς την ιδεολογία σου
Μιλάς παράλογα αντιμέτωπος της ρυθμισμένης ζωής
Μιλά παράλογα
Αυτός που κυριολεκτεί και περιγράφει την ιστορία
τις συμπληγάδες που κλείνουν και που ορίζοντα
στο ανοιγοκλείσιμο δεν βλέπεις
Μιλούμε παράλογα
γιατί δεν μας έμεινε άλλο να κάνουμε
για δεν έμεινε παρά να παραλογιζόμαστε εν εαυτώ
Πηγή: "Mark Alexander Loys συζητάς τα περασμένα", εκδόσεις Εντευκτήριο,1995
Οδυσσέας-ΛΕΝΑ ΠΑΠΠΑ
Χόρτασα ιλίγγους και φυγή
με κούρασαν πολύ
οι γοητείες και τα αινίγματα του κόσμου
(όσο απίστευτο κι αν φαίνεται
κουράζουνε οι γοητείες).
Τώρα γυρίζω πίσω
δεν έχω άλλη Κίρκη ν’ αγαπήσω
άλλη Ναυσικά να ναυαγήσω
να κινδυνέψω άλλες Συμπληγάδες.
Πόσο, πόσο είναι δύσκολος ο Γυρισμός
αυτή η παραδοχή του «Ώς εδώ»
— πιο δύσκολος απ’ όλα τα ταξίδια.
Αλλά επιτέλους τέλειωσα με μένα
γλίτωσα από το ωραίο κεντρί
που μου ’μπηξαν στο στήθος οι Θεοί
και μ’ έκαναν
σε αισθήματα και χρόνια να περιπλανιέμαι
και να κινδυνεύω
τόσο φριχτά, τόσο μεθυστικά να κινδυνεύω.
Τώρα γυρίζω πίσω και κατακαθίζω
καθώς η μούργα στο μπουκάλι
γυρίζω πίσω και πετρώνω
καθώς η λάβα του ηφαιστείου.
Εξάντλησα όλα τα ταξίδια
και τις επιθυμίες μου όλες
τις θάλασσες εξάντλησα ο πολύπαθος.
Ίσως δεν είμαι πια ο Οδυσσέας
— σίγουρα αυτός ο Οδυσσέας που ξεκίνησα δεν είμαι
έφυγα άλλος κι άλλος πια επιστρέφω.
Μα δε με νοιάζει• ο απαυδημός γλυκά γλυκά
όλους τους ξέφρενους, τους ξέφραγους
στο τέλος τούς κερδίζει
κι είναι τόσο σοφό αυτό — αναλογιστείτε
πόσο ακόμα θ’ άντεχε η Πηνελόπη
αν αργούσα κι άλλο
αν ώς το τέλος της ζωής μου θαλασσοδερνόμουν.
Κι ο πιο μεγάλος άνεμος κοπάζει κάποτε
όσο κι αν έπνιξε καράβια κι αν ξερίζωσε άνθη
έναν τεράστιο κουρνιαχτό κι αν σήκωσε
τυφλώνοντας τον ήλιο.
Γυρίζω πίσω, μέσα μου γυρίζω
κι αυτό νομίζω
είναι το πιο μεγάλο τόλμημά μου απ’ όλα.
Πηγή: "Λένα Παππά,Τα ποιήματα", Γ΄ τόμος, Αθήνα,Εκδόσεις Αρμός,2001
Ημερολόγιο πορείας-ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΥΚΕΣΑΣ
Ε, ναι, είμαστε πάντα συντροφιά.
Στον σάκο μάς γρατσουνίζει τη μνήμη μια ακίδα ανεμελιάς.
Από πάνω σας πετάμε τραγανίζοντας τα φτερά μας
τρομοκρατώντας σας, αχυροκανίβαλοι ιερείς.
Με υγραμένο ράμφος σημαδεύουμε τον αέρα, σε αόρατο χάρτη
αζιμούθιο κόβουμε στους απογόνους,
σουραύλια από ανταριασμένους καλαμιώνες
ρομφαίες κουρδισμένες σε λαιμούς ακονισμένων κρίνων.
Ήταν αθώες οι επιθυμίες που μάτωσαν τα πουκάμισα
αλλά μας κάρφωσαν αναμνηστικά της πορείας.
Θυμόμαστε ό,τι δεν μπορούμε να αναστήσουμε.
Οι νεκροί στη μνήμη μας, καδρόνια, στεριώνουν τη σκεπή
πετρώνουν με το χρόνο, φτερό, στις Συμπληγάδες.
Πηγή: « Στυμφαλίδες όρνιθες », εκδόσεις Νησίδες, 2003
Επι-τύμβιον-ΘΕΜΗΣ ΛΙΒΕΡΙΑΔΗΣ
[Παρωδία (ή ραψωδία) για πολιτιστικούς φίλους]
Ήταν καλός κι ήταν γλυκός
Ο γαλλικός που άχνιζε
Μες στο Διευθυντήριο
Οι εξυπνάδες
Σχημάτιζαν ουρά και
Μπαίναν στη σειρά
Σε διαδρόμους και πρωτόκολλα
Ξανθές και καστανές
Της γραμματείας συμπληγάδες
Ορθοστατούσαν τις υπογραφές
Νότα-Νότα και ανοργασμικά
Όσο εσύ επάσχιζες την ολοκλήρωση
Σε κείνο το ανάκλιντρο της εξουσίας.
Πηγή: " Ποιήματα τροπικής παραίσθησης",Εκδόσεις Ταίναρον, 2005
Νυχτώνει-ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΑΪΤΑΣ
Έτσι ξαφνικά χωρίς να το καταλάβω
πέρασα μέσ’ απ’ τον καθρέφτη
στην άλλη όχθη
σ’ ένα άλλο σύμπαν
ένα γοερό κλάμα ακούγεται
ανάμεσα στις χυμένες διαστάσεις
στο πανδαιμόνιο των πυρήνων.
Έμεινε πίσω
αυτό που είπαμε νιότη
και το ασημί της βροχής,
κάποιος μετατόπισε τις οδύνες
έχτισε τις συμπληγάδες πέτρες
στη ροή των λέξεων
στο χυμένο αίμα
κι απέδρασε σιωπηλά
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα του Φλεβάρη.
Νυχτώνει ή έτσι μου φαίνεται...
η ακτινοβολία της φθοράς
μας ζώνει σαν αύρα.
Πηγή:" Συνάντηση με το σύμπαν", εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα,2011
Ύπνος αντιποιητικός-ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ
Κάποτε νιώθω τόσο κουρασμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ
με διάθεση
πέραν του ύπνου.
Να κοιμηθώ
βαθιά
να μην ακούω.
Η κενότητα των λόγων σας
η ματαιότητα των πράξεών σας
υπνηλία μου φέρνουν
θανατερή.
Να κοιμηθώ χωρίς όνειρα
τα όνειρα
αντίγραφο όσων ζω
καθρέφτισμα των λόγων σας
της θρασύτητάς σας
εγώ τα έχω σιχαθεί.
Δε θέλω να βλέπω
μέσα σε συμπληγάδες βλακείας
επηρμένης
οιδηματικής
σαν πτώμα με μύγες πράσινες
να γυροφέρνουν
την πατρίδα μου την ίδια.
Θέλω να κοιμηθώ•
νομίζοντας πως κοιμάμαι
Πηγή: «Τα πηγάδια της ιστορίας» ,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2012
Τώρα-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
Τώρα ήσυχα περνάμε τον καιρό μας
γράφουμε νόστιμα ποιήματα
κρυβόμαστε σε γυάλινα καταφύγια
περιφέρουμε θορυβώδη χαμόγελα στα πλήθη
φωταγωγημένες χαρές στις επετείους
ρητορικά γεωτρύπανα στις διαβουλεύσεις
λογοκριμένα δάκρυα στις φυλακές
τώρα ήσυχα περνάμε τον καιρό μας
συμμαχούμε με συμφεροντολόγες Συμπληγάδες
συνθηκολογούμε με το αυτονόητο
βάζουμε νερό στο κρασί μας
δίνουμε τόπο στην οργή
κοιτάμε τη δουλειά μας
επιβιώνουμε
στο μεταξύ πολιτείες καταποντίζονται
θάλασσες μεταναστεύουν σπίτια καίγονται
μνήμες βαλσαμώνονται αλήθειες φιμώνονται
παιδιά πυρπολούνται άνθρωποι εξημερώνονται
ελευθερίες απελαύνονται ελπίδες συνταξιοδοτούνται
ηγεσίες χειροκροτούν
οργισμένοι πρέπει
οργισμένοι γράφουμε ποιήματα.
Πηγή: «Λευκό χιούμορ»,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2012
Έρωτας και ψυχή-ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ ΓΚΕΚΑ
Τέρας: Αφού στα Τάρταρα μ’ αφήνεις
στη σκέψη μου αφρός θε να γενείς
άκου μονάχα πριν να φύγεις
την ιστορία αγάπης του Έρωτα και της Ψυχής:
Έρωτας
Απόγονος ενός πτηνού του χρόνου
που αποδημούσε σ’ άλλο υπαρκτό
σ’ έναν δικό του νότο
και χύθηκε σαν κρόκος κι έγινε πυρήνας
το Τυχαίο, αλώνοντας ανάμεσα στα σκέλια του
το Χάος.
Και τώρα να πάλι το ξανακερδισμένο γονίδιο
πασκίζει ν’ αρθρωθεί στο ύστερο σπέρμα της ψυχής μου
μπερδεμένη γλώσσα και τα χείλη μας δυο Συμπληγάδες.
Αφού ξανά η Ψυχή ξανά και ο Έρωτας
μην πασκίζεις δική σου ρότα
αφήσου σε τούτον τον νύμφιο ιστό
που σε ράβει και σκίζει.
Ψυχή
Το ύστερο σπέρμα της ψυχής μου
πασκίζει να σαρκωθεί στη ράχη του Μορφέα
γλαυκό και λουλακί
- όπως το πίσω του Μεγάλου Κηπουρού, καθώς στα γήινα φυτεύει
παραδείσια ιδέα. –
Μα σε κορμί βρίσκει δυσεπίλυτο
σχεδόν πέτρινο στην ευταξία του να γονιμοποιηθεί.
- Τι 'ναι ψυχή μου έτσι που γελάς
και με τρομάζεις!
Άλλη δε σου γεννάω Ηδονή
κι αυτομολώ στον ήλιο.
Να πνιγεί! Να πνιγεί
το έμβρυο της Αρμονίας.
Πηγή : «Pulchritudo Bestiae »,Εκδόσεις Γαβριηλίδης,2012
Ποντοπορίες λήθης-ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ
Τι κι αν απόψε οι μύθοι αγρυπνούν;
Τα είδωλα γκρεμίζονται
στην άρνηση του χρόνου
προσκυνώντας τη σκόνη
με σφαγμένη σιωπή.
Αμίλητα υποτάσσονται
στις ραγισματιές καιρών αόριστων
φράζοντας ερμητικά
την τελευταία χαραμάδα επικοινωνίας
μη αντέχοντας άλλο κραυγές απουσίας
στις συμπληγάδες που στήθηκαν
για να αναχαιτίζουν
όνειρα και επιθυμίες
σε επικές πλεύσεις.
Μετέωρα μένουν δάκρυα αφίλητα
κερνώντας θάνατο
στα νηολόγια του Αχέροντα,
ταράζοντας ύπνους άυπνους
ξορκίζοντας φαντάσματα αφανέρωτα
την ώρα που κουβαλούν
τεμαχισμένες μνήμες
στις ποντοπορίες της λήθης.
Πηγή:"Της μνήμης... κόκκινη θάλασσα",Εκδόσεις Άνεμος Εκδοτική,2013
Περί ματαιότητας-ΕΥΤΕΡΠΗ ΚΩΣΤΑΡΕΛΗ
Στενό το πέρασμα
από το «μάταιο»
στο «πλήρες»
κι οι Συμπληγάδες
που φυλάσσουν
το μυστικό της ευτυχίας
δεν φαίνονται διαλλακτικές.
Στα αριστερά αιχμηρή
η αμφισβήτηση
στα δεξιά προεξέχει
η απογοήτευση
κι ανάμεσα μια χαραμάδα
ικανοποίησης
να σέρνει με αγκίστρι
και πετονιά
τα όνειρα που τσίμπησαν
άνευ δολώματος.
Πηγή:" Βερντάντι",εκδόσεις Μανδραγόρας, 2013
Το τραγούδι του καπετάνιου-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ
Γραίγοι με κατευόδωσαν με καλωσόρισαν γαρμπήδες
σε τρικυμίες και μπουνάτσες
έρωτας κι έγνοια το τιμόνι.
Λύγιζαν ντροπαλές οι αυγές νησιωτοπούλες λαβωμένες
κι άλλες αυγές μες στα κατάρτια
καίγαν τις πλώρες και τα στήθια
που γίναν θόλοι τ' ουρανού ή ασπίδες.
Κι οι πολιτείες μ' έκραξαν να τους μοιράσω την ψυχή μου
με τις ουρές της καταιγίδας
και τους ψηλούς αετούς της Πίνδου.
Βρήκα την βόρεια θάλασσα να την παγώνει ένας Γενάρης
όμοια με μαρμαρένιο αλώνι
κι έψαξα για το Διγενή της
σκίζοντας τις αντάρες με το βλέμμα.
Κι ο λίβας μ' άρπαξε φλεγόμενη παντιέρα στη Μεσόγειο
πάνω από μπράτσα ολόρθους όλμους
μέσ' από μάτια σαν καψούλια.
Τότε βρήκα τον πόρο απλόν μέσα στις συμπληγάδες -
όταν τα πέλαγα περάσεις
βγαίνεις λουσμένος απ' τ' αστέρια.
Έρωτας κι έγνοια πάλι το τιμόνι!
Πηγή:«Νυχτερίδες», Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2015
"Λαθρο" Μετανάστες -ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ
Στριμωγμένες συνειδήσεις
στα καταγώγια της ευημερίας μας.
Καρβουνιασμένες ψυχές
στον πολύχρωμο καμβά με τα χαμόγελα.
Ο δρόμος μακραίνει
για το ξέφωτο του ονείρου.
Ακρωτηριασμένα, αφαιμαγμένα κορμιά
στη μεγάλη της απομόνωσης διαστολή.
Ποιος όρισε τον άνθρωπο
των ανθρώπων κριτή;
Στα καραβάνια λιάζονται μακάριοι
οι λαθρέμποροι των ψυχών.
Στενεύει η θάλασσα
στων πόλεων τις συμπληγάδες.
Σιδερένια σύμβολα φύτρωσαν στα παρτέρια.
Εκεί που κάποτε φυτεύαμε βασιλικό.
Αναμασάς τη σάρκα σου
να κορέσεις την πείνα.
Δροσίζεις τη δίψα σου
με τις τελευταίες του αίματός σου σταγόνες.
Πηγή:"Απρόσωπα φαγιούμ", Εκδόσεις Βακχικόν,2016
Για τους κατατρεγμένους-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΛΙΩΤΗΣ
Σκύψε αν μπορείς στο λευκό χαρτί
ξεχνώντας το ποδοβολητό που σάρωσε τα όνειρά σου.
Θυμήσου αν μπορείς τη μέρα, τον τόπο, την επιθυμία
και άνοιξε το στόμα σου να φύγει σαν το πουλί
που πέρασε μέσα από τις Συμπληγάδες.
Καταλήξαμε βρεγμένοι σ’ ένα υπόστεγο
που εξείχε σαν ουρά πολυκατοικίας,
χτισμένη άναρχα, χωρίς να νοιάζει,
όπως και οι υπόλοιπες γύρω, πριν μισό σχεδόν αιώνα.
Το βλέμμα αναμετριόταν με τις γύρω προσόψεις,
το νερό κατρακυλούσε σαν ποτάμι που πάφλαζε οδυρμούς.
Στυλώνω τα μάτια
και βλέπω ένα παράθυρο σχεδόν λιωμένο από την πολλή βροχή,
με τα τζάμια μουλιασμένα, αδιαφανή,
λες κι είχαν παραμορφωθεί και γεμίσει φουσκάλες.
Πώς να ζουν άραγε, πώς να ζουν πίσω από τοίχους
που τρίζουν οι κλειδώσεις μοναξιά και κρύο;
Τα πρωινά τους βλέπω σε κύκλους διάσπαρτους
που ανοίγουν και κλείνουν καθώς ανεβαίνω την Ηπείρου.
Έρχονται απ’ το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Ιράν, την Ινδία,
έρχονται από τον Ήλιο που ζέσταινε τις ρίζες που απλώθηκαν ως εδώ,
έρχονται διωγμένοι από οβίδες που τρύπησαν και γκρέμισαν
τον Ήλιο – αιμόφυρτος σπαρταρά στα συρματοπλέγματα
τινάζοντας αίμα γύρω του.
Άνθρωποι με νεύρα που λιμάρονται
απ’ το κρύο, την πείνα και τη μοναξιά,
εκπλέουν απ’ το ρύγχος της Τουρκίας,
σκαρφαλώνουν μυριάδες τα τείχη
που φιμώνουν τα σαγόνια της χώρας.
Γυναίκες μ’ έμβρυα στις κοιλιές
έτοιμες να διπλωθούν από τους πόνους,
γυναίκες και άνδρες που κουβαλούν
σαν πέτρες τα παιδιά τους,
κάποιοι γλιστρούν και πνίγονται –
Πόσους θρήνους κλείνουν άραγε τα χώματά τους;
Πόσοι θρήνοι μέχρι βάθους που δε σβήνουν… –
Ψάχνουν μάταια το χώμα που η ρίζα του απλώθηκε ως εδώ,
ψάχνουν μάταια το πιο πέρα χώμα – κάτι θα συμβεί,
σκέφτηκα τόσο πυρακτωμένα που καυτοί σπινθήρες
πετάχτηκαν ως εσένα- μίλησες λες και μάντεψες
τι σκέφτομαι.
«Σκεφτόμουν ότι κάτι θα συμβεί εδώ, ένα πρωινό
μια φωτεινή, ασημένια γραμμή σαν τρίχα λεπτή
στον παγωμένο, καθαρό ουρανό σαν περόνη
θα εμφανιστεί.»
Φύγαμε πατώντας τρεχούμενα νερά που πάφλαζαν οδυρμούς.
Πηγή : «Το σκίτσο στην ντουλάπα»,Εκδόσεις Θράκα,2017
Ευχή-ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ
Ευχής έργον θα ήταν αν οι ποιητές ακουμπούσαμε
Ο ένας στον άλλον- θα μπορούσαμε να περάσουμε
Τις συμπληγάδες χωρίς απώλειες κι όχι όπως τώρα
Πού μας ξεμοναχιάζουν κι έναν-έναν μας λιανίζουν.
Πηγή: «Ισόβια θλίψη»,Εκδόσεις Ύψιλον ,2019
Μην κλαις δίπλα στο φως-ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΑΒΕΡΜΠΑΧ
Τ’ άστρα τα θελήσαμε
για να μας λείπει κάτι όμορφο.
Υψίστως, ορθά
ή πλαγιαστά
-με κεφαλαία γράμματα
προς την πανσέληνο ή μη-
είμαστε ολομόναχοι.
Αφού μας το λένε και στον ύπνο μας:
δεν υπάρχει οικειότητα
λόγω της έλλειψης του ανέμου.
Μην κλαις δίπλα στο φως
μην εγκαταλείπεις, και μην εξηγείς
το πόσο παράδοξα χορεύω βαλς με τους αγγέλους.
Κουρασμένα και ειρωνικά
ζούμε μια αιχμαλωσία.
Όποιος περιμένει κάπως λυπηρά
να κατέβει ο ουρανός και να μιλήσει,
στο τέλος από ανάγκη
θα κάνει την είσοδο του το φθινόπωρο.
Μην κλαις με ματαιότητα,
όσο παλεύεις με τις συμπληγάδες
θα την παθαίνεις συνεχώς.
Εγώ και ο άλλος
δεν βογκάμε.
Να το θυμάσαι.
Πηγή:"Απώλειες", εκδόσεις Θράκα, 2019
Αντίπαλοι κόσμοι-ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Από παλιά
από τον καιρό που ήμουνα παιδί
την κουβαλάω τη νύχτα στο μυαλό μου
Από τότε
μου έγνεφε ένα φως μακριά
μες στο σκοτάδι
κι όσο σιμώνει η μεγάλη νύχτα του Θεού
η επιμονή του στη ζωή μου δυναμώνει
διαμελίζεται στις ώρες μου
με διαπερνά
με κατοικεί
με διακατέχει
και με συνδέει με τα πράγματα
και με συνέχει
Η πάλη του φωτός
και του μεγάλου ζόφου
παίρνει τεράστιες διαστάσεις στο μυαλό μου
κατεβαίνει ως την ψυχή
με τη ροή του αίματος κυλάει στις φλέβες μου
σ’ όλο το μάκρος του κενού
στην επιφάνεια του νου
καλύπτει την απόσταση που με ενώνει
ή με χωρίζει από το Σύμπαν
Είναι ένα βάσανο
που κουλουριάζεται στη σκέψη μου
και δυναμώνει μέσα μου η ανάγκη προσευχής
και προσφυγή σε συνδιαλλαγή
με την αποστασία
Δεν ξέρω
τι είναι αυτό που κυριαρχεί
πάνω στα πράγματα της καθημερινότητάς μου
και διασπά το συμπαγές της θέλησης
τη συνοχή της ύλης θραύει
με διαπερνά
και με συνθλίβει
ανάμεσα στις συμπληγάδες
της παντοδυναμίας της φθοράς
και την επιταγή της αφθαρσίας της ύλης
[Παλαιό Φάληρο, 9 Ιουνίου 2019]
Πηγή: [Υστερόγραφα της σιωπής],« Η ηλικία της λήθης», Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.,2021
Απαγωγή-ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΤΙΝΙΟΣ
Ξεκίνησε να γράφει και χάθηκε
Μονοπάτια δύσβατα
μαγευτικά
αληθινά
Η ελευθερία περνάει από τις συμπληγάδες λέξεις
την ώρα που γράφεται ένα ποίημα
Όχι ακούραστα
το ποίημα ζητά λύτρα
Αν η ψυχή σου έχει λέξεις να του δώσει
θα σ’ ελευθερώσει
Μα είναι απ’ αυτές τις συνθήκες
θύμα και θύτης
προλαβαίνουν ν’ αναπτύξουν μιαν ιδιαίτερη σχέση
Κανείς δεν χορταίνει
ούτε ο ποιητής ούτε το ποίημα
Ο ποιητής πάντα θα επιστρέφει
το ποίημα πάντα θα απαιτεί λύτρα
ο αναγνώστης θα αμφιταλαντεύεται
Πηγή:"Όσα ξέφυγαν της σιωπής",Εκδόσεις Αρμίδα,2021
Το πνεύμα και το μέλλον του-ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΡΑ
Κανείς δεν αγαπάει τα ερείπια
μα όταν είναι τα δικά σου πώς να φύγεις;
Πώς να εγκαταλείψεις ένα άγαλμα
και το ρυθμό της κολόνας;
Πώς να μην πεις στην Καρυάτιδα καλημέρα;
Πώς να ζεις τον άνθρωπο χωρίς τη ζωοφόρο
και τον Παρθενώνα;
Πώς θα αντέξεις τους χαμούς
αν δεν κρατήσης στην καρδιά
τη Δελφική σου πέτρα, τον Φοίβο τον χρησμό; …
Πώς θα μάθης ποίηση αν δε διαβάσης Όμηρο;
Πώς θα μάθης ιστορία αν δεν περάσης
απ' την πύλη των λεόντων;
Πώς θα αισθανθής το κάλλος
αν δε θαυμάσης τον Ερμή στην Ολυμπία;
Την αφρογεννημένη Κύπριδα;
Πώς θα μάθης το μεγάλο
χωρίς τον Μέγα Αλέξανδρο;
Γη και Δωδώνη, Πόλη! «παγά λαλαίουσα
και το κατειβόμενο Στυγός ύδωρ»
ω, Αιολίδα Γη! ω, συντριμμένο άγαλμα
και μέσα στη συφορά σου φέγγεις
την αρμονία του Ολύμπου
και τη γεωμετρία του νερού
Γαλάζιο και άσπρο Αρχιπέλαγος
Αιγαία – Αιγαίο
οι συμπληγάδες είναι Ελληνικές
Θα τις περάσουμε!
Με τα πουλιά της Σαντορίνης
θα φτάσουμε το κρίνο της Κνωσσού
Θα αναγνώσουμε τη γραμμική Α΄γραφή
με την αρχέγονη πνοή μας
Με το κύμα
Πηγή: «Ο Αίολος»
http://karthara.blogspot.com
Ταξίδι στο πέλαγο του νου-ΣΟΦΙΑ ΑΓΡΑΠΙΔΗ
Στο πέλαγο του νου
δεν στέκουν Συμπληγάδες.
Τα κατάλευκα κύματα
μοιάζουν μ‘ αυλές πνιγμένες
στη φουρτούνα των γιασεμιών.
Ηγεμονεύει η ιλαρή μορφή σου
πετώντας πάνω απ ‘τα καθάρια νερά
που κίνδυνοι δεν ελλοχεύουν.
Μυρίζει άρωμα της θάλασσας
η δροσερή ανάσα και τα φιλιά σου
σιγοψιθυρίζουν αέναα, λόγια Αγάπης.
Απέραντα υγρολίβαδα
βουτηγμένα στου βυθού
τα εξαίσια χρώματα
προσμένουν κάθε που χαράζει,
το ταξίδι στο πέλαγο του νου!
Πηγή: https://agrapidissofia.blogspot.com
Άξενος Πόντος-ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
Κωπηλατώντας το χρόνο
με κωπηλάτες τις μνήμες
φτάσαμε στην ακτή της Κριμαίας
κρεμασμένη κι αυτή
σ' ένα κλώνο του δένδρου
τη μοίρα να ορίζει "χρυσόμαλλο δέρας"
το χρόνο η σκιά.
Χιλιόμετρα η θάλασσα
στενά –συμπληγάδες –λευκά περιστέρια
-προ πάντων ερωδιοί-
Χυτό το καλούπι με τέχνη στολίζουν
Γραικοί, που τον Πόντο τρυγούν.
Δεσμώτης του χρόνου
στον Καύκασο κραίνει
σοφία του Νότου, τα μπράτσα προσμένει
σοφού, δυνατού Ηρακλή.
Φωνάζουν οι μνήμες;... Σινώπη...
Βραυρώνα....Ταυρίδα..Χερσώνα..
Γερό το σκαρί μας, με ξύλο Δωδωναίας
γερής κι αργασμένης δρυός
Χρυσάφι του απείρου-η τέχνη Ελλήνων-
τους Σκύθες στολίζουν με γνώση και φως.
Νομίσματα τέχνης, τοξεύουν σειρήνες
στον Βύζαντα λένε : Εδώ
Περάσματα μνήμης, λαοί αλιεύουν
ιχθύς και χαβιάρι, οξύρρυγχη γνώση Σοφών.
Κριμαία σου κραίνω –Πορφύρα βαμμένη-
με Πούσκιν με Τσέχοφ με Ντον
στρατοί Μπαλακλάβα, Γιαλός τώρα Γιάλτα
πορφύρα ειρήνης, βαμμένη. με αίμα λαών.
Εγγλέζοι και Γάλλοι και σκόνη απ’ τη μπότα ναζί
του Πόντου οι σφαγμένοι, εδώ αρμενίζουν
Αρμένιοι και ντόπιοι Ρωμιοί
κοιμάται η μνήμη, γεννά η ιστορία
τη βία, σα να `τανε χρόνια μαμή.
Σαν φάρσα προβάλλει –ανέκδοτο ίσως-
μα ζουν τραγωδία οι λαοί
Στη Λήμνο θαμμένοι
παιδιά νεαρών Αυστραλών
τι γύρευαν τότε στον πόντο της Έλλης.
γιατί οι συγκρούσεις λαών;
Γυρεύουν το μνήμα της Έλλης
την Τροία, τους δρόμους θαλάσσης
που χρόνια... Κεφαλλονίτες Γραικοί
εκεί έχουν τους τάφους, τα οστά τους προγόνους
σ' αυτήν ακριβώς την ακτή
σε σένα προσμένουν θεέ του Καυκάσου
και κοίτα να βρεις Ηρακλή.
Την άλυσο κόψε και σαν Προμηθέας
προμήθευε Γνώση –Αξίες- Ζωή.
προμήθευε μύθους, θεούς και ανθρώπους
-προ πάντων θνητούς-και δώσε σοφία της γνώσης
ειρήνη....ψωμί...στους λαούς!!!
Πηγή: stixoi/info
Πώς αποχαιρετάς τους ζωντανούς-ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Ξετρυπώνουμε θάλασσες
και τις στεγνώνουμε στο απογευματινό φως.
Έπειτα καύσιμο υγρό κεντάμε σε ήλιους δειλούς.
Τα δάκρυα γίνονται ανεμώνες
και σφενδονίζονται οι πέτρες
από τα φλιτζάνια του καφέ
και το κρασί μες το σκοτάδι.
Οι λύρες χάνονται στης Αμφιτρίτης τους κοιτώνες.
Τραγούδησέ μου ξανά την Ιεριχώ.
Λέξεις συμπληγάδες φυτρώνουν μεσοπέλαγα
κι από τον στίχο μας τον κόκκινο
το μάρμαρο δονείται.
Μοιράστε κουφέτα για τους ζωντανούς.
Πηγή: stixoi/info
Πανσέληνος-ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Σήμερα θα γιγαντώσω
το κενό σου
διαστέλλοντας τον ορίζοντα
να είναι τα χάδια
ε π ι β ρ α δ υ ν ό μ ε ν α
σε μία μάζα αγκαλιάς
Να έρθει
το κατάρτι σου
βυθοσκόπε ναύτη
ταράζοντας σωθικά
Καθώς
φτεροκοπώ ασάλευτη
εντοιχισμένη πρόωρα
σε νησιά-Συμπληγάδες
Παραμονεύω
στους καθρέφτες σου
σαν με ξημερώσουν
μόνο
το ομοίωμά μου να παραμείνει
υδατοστεγές
Την υπόλοιπη
με θέλω σε θραύσματα.
Πηγή: stixoi/info
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου