14 Οκτωβρίου. Παγκόσμια ημέρα όρασης - κατά της τύφλωσης. Θα δούμε τη μορφή του τυφλού μέσα σε αγαπημένα ποιήματα!
Τυφλός –ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα,
χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη.
Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα
κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας
συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς
μ’ ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν
μωλωπισμένες φτέρνες απ’ τη βαριά ποδοβολή
στην καταποντισμένη σύναξη εκειπέρα.
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον.
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.
Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.
Κι αυτός
ψηλαφώντας βάδιζε
στο βαθύ λιβάδι
κι έβλεπε σκοτάδι
πίσω από το φως
Δεκέμβρης 1945
Πηγή: Γιώργος Σεφέρης. 1976. Τετράδιο γυμνασμάτων Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.
[Τυφλός Οιδίπους...] –ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
Τυφλός Οιδίπους ο καθένας παίρνει
το μονοπάτι που, τυφλή κι αυτή,
του χάραξεν η Μοίρα. Πού τον φέρνει
το μονοπάτι που τυφλά πατεί;
Τυφλός Οιδίπους στο ραβδί σκυφτός
βαδίζει και βαδίζει, και ζυγώνει,
πού; Δε θωρεί. Καλότυχος αυτός
που τον κρατεί απ᾽ το χέρι μια Αντιγόνη.
Πηγή: Ιωάννης Πολέμης. 1970. Άπαντα. Τα πρωτότυπα ποιητικά και θεατρικά. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Δωρικός.
Ο τυφλός με τον λύχνο-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Έρχομαι από μέρες που πρέπει ν' αποσιωπηθούν,
από νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω...
... μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια Έρχομαι από μέρες που πρέπει ν' αποσιωπηθούν,
από νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω...
... μπήγω την μύτη της ομπρέλας μου στο χώμα και συνομιλώ με τις εποχές
ή καθισμένος στο πάτωμα περιμένω μιαν απερίγραπτη επίσκεψη
ακριβώς γιατί η πόρτα είναι χρόνια κλειδωμένη.
Kαι τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους,
τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας...
... ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τις πιο ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.
... εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα:
ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση...
Kάποτε θα ξανάρθω. Eίμαι ο μόνος κληρονόμος.
Kι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ.
...είμαστε εξάλλου πολύ υπερήφανοι για ν' ακουγόμαστε πιο δυνατά. Hσυχία.
Oι άνθρωποι μας σπίλωσαν, μα θα μας διαφυλάξει ωραίους η ανωνυμία της ιστορίας.
...παλιά, ρυτιδωμένη γη που μόνο έναν αιώνιο ύπνο υποσχόταν -
κι ώ σοφή προνοητικότητα των παιδιών, που πιάνουν από νωρίς φιλίες με το χώμα.
...με τι ν' ασχοληθώ που η δημιουργία του κόσμου είχε κιόλας τελειώσει.
...προς τι, λοιπόν, να πάω στο Bλαδιβοστόκ για να ταπεινωθώ, πλησιάζω τον πρώτο τυχόντα...
Aν έχασα τη ζωή μου είναι γιατί πάντα είχα μιαν άλλη ηλικία απ' την αληθινή...
Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.
Σαν μια σανίδα από ένα παλιό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
...θέλω να πω ότι οι γονείς μου ήταν θνητοί, ενώ εγώ είχα άλλες βλέψεις...
...ώσπου ξημέρωνε
κι ερχότανε ένας καινούριος πόνος να με σώσει απ' τον παλιό.
... πιστεύω στα ωραία πουλιά που πετάγονται μέσ' απ' τα πιο πικρά βιβλία
πιστεύω στο φίλο που συναντάς άξαφνα μέσα σ' ένα παραμύθι
πιστεύω στο απίστευτο που είναι η πιο αληθινή μας ιστορία...
Aντίο, λοιπόν.
Aς ανοίξουμε την ομπρέλα μας κι ας περάσουμε βιαστικά
το τέλος μιας εποχής.
Eίμαστε αυτοί που αιώνια πηγαίνουν...
Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στον Xριστό που διασχίζει την Iστορία...
... ένα δίχτυ από ουρανό όπου οι τρελοί ρίχνουν τα πιο ωραία πουλιά...
Ήταν ένας νέος ωχρός, καθόταν στο πεζοδρόμιο, χειμώνας, κρύωνε.
\"Tι περιμένεις;\" του λέω. \"Tον άλλον αιώνα\", μου λέει.
Kαι χιόνιζε ήσυχα ήσυχα, όπως πάνω από έναν τάφο.
...ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική...
...το τραγούδι είναι το τέλος, αφού όλα άρχισαν μες στη σιωπή...
Όσο για τη διαθήκη που μ' έκανε κληρονόμο του κόσμου,
απ' το φόβο μη μου την κλέψουν, την έσκισα σε χίλια κομμάτια
και τη σκόρπισα στον άνεμο. Aλλά συγκράτησα τις πιο ωραίες φράσεις
με τις οποίες και σας μιλώ.
Oπωσδήποτε θα είχα κάνει μεγάλα πράγματα στη ζωή μου,
αλλά είχα γεννηθεί πολύ απασχολημένος...
... οι πιο ωραίες ιστορίες θα ειπωθούν για μας
όταν δε θα 'ναι πια κανείς να τις ακούσει.
Όσο για τις λεπτομέρειες αυτού του μνημειώδους σφάλματος που υπήρξε η ζωή μου,
θα μείνουν τελικά άγνωστες...
Aν ρίχναν ένα καράβι μες στο μυαλό μου θα ναυαγούσε.
... αλλά τι να 'κανα που υπήρξα πάντα
απ' την άλλη μεριά της ζωής.
~
Πηγή: Ο τυφλός με τον λύχνο, εκδόσεις Κέδρος, 2008
Φλεγόμενη Βάτος-ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Σ᾿ ἀγνώστους οὐρανοὺς ὁδεύουμε τυφλοί...
Κάθε μας πράξη ἀνθρώπινη πῶς ν᾿ ἀκτινοβολεῖ
στὸ ἄπειρο; Τί προέκταση νὰ παίρνει καὶ τί σχῆμα,
πέφτοντας ὁ ἴσκιος μας, πέρα ἀπὸ τὸ μνῆμα;
Πηγή: http://users.uoa.gr/
Τις πρώτες ώρες που περνάνε στο ποίημα οι τυφλοί –ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
– Απ’ το ημερολόγιο του ποιήματος –
Με τοποθετούνε σ’ ένα δωμάτιο
Τ’ ακούω από τον όγκο της σιωπής πως δεν είναι ακόμα η απέραντη νύχτα
Όταν θα βγω από την πόρτα του σπιτιού χωρίς κανείς αυτό το βήμα μου
να το προλάβει
Κάποτε θα βρω ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού, θα βρω που
είναι, όπως σύρριζα στον τοίχο αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα
κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους τα γνωρίζω
Περισσότερο υποθέτω πριν έρθει σα ρολόι σημαίνοντας
τ’ όνομά τους συμπληρωμένο
– το πουλί έχει μείνει σα σχήμα κι εγγράφεται στην ύλη τους, στο σίδερο
ή στο ξύλο –
υποθέτω πως θα 'ναι τ’ άνοιγμα για την έξοδο ίσως αυτή τη φορά
κάπου κοντά μου
Ο φόβος ή ό,τι είχα μάθει να λέγεται υπερηφάνεια μ’ απελπισία
καλεί τ’ άδειο πουλί που τότε έρχεται σαν ησυχάσω;
Θα φύγει πρώτο
και στη νύχτα όταν βρεθεί απλωμένο, θα πάρει σάρκα στις φτερούγες του,
τα φτερά θα είναι μέσα της ριζωμένα, στο στήθος του θα είναι το πιο ζεστό βάρος,
κι ο λαιμός του τεντωμένος σχηματίζοντας εκείνες τις δυο αληθινές
τραβηγμένες πετσέτες
ταξιδεύοντας πάλι με τη φωνή των άλλων πουλιών, του γρήγορου
αίματος θα γεμίζει στην πλημμύρα της νύχτας
Γιατί πριν να βουλιάξει αυτή η τελευταία μας νύχτα
Η άπειρη
Τη λαβή των μεγάλων συγκρίσεων
Όταν πάνω μου φώναζαν τα ωραία πουλιά
Τα ερείπια σκεπάζοντας
Και τα ψάρια νεκρά παρασύροντας
Με το σώμα τους τα πουλιά
Σαν ακέραιο σχήμα οδηγούμενο
Τρωκτικά και ψάρια μαζί
Έγχρωμα ακόμα στων πλευρών τους τα πλάγια
Οδηγούσαν
Ήταν όπως κατάλαβα μόνο αργότερα πουλιά τρομερά
Απ’ τα μάτια μου αρχίζοντας να ραμφίζοντας
Τους κρωγμούς των πουλιών ποιοι θυμούνται
Θα μάθουν τι εσήμαιναν τα πουλιά
Κι απ’ των παιδιών τα γόνατα σαν πέτρες στο ποτάμι χώριζε που
έτρεχε νερό
ποια στην καρδιά μου η θέση του μίσους;
Πηγή: Η Έννοια των Τυφλών,1962
Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά στα παιδιά παραμύθια-ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών
τα θεμέλια είναι ένα κτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα
πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια
ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα
μουσικής πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι
ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της
πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλά
του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που
καιγόνταν
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλό μου
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημα μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
πουλιά
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του ανέμου που
όταν στέκεται περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ‘ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
Μα ήταν
ένας
καιρός
που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
ως την αιχμή των φτερών
ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ την μάχη των εισβολών
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό
Το θυμάμαι,
Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
οι ενταφιασμοί
– πόσοι –
δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα
Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων
Πηγή:Η Έννοια των Τυφλών, 1962
Η έννοια των τυφλών-ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
– Απ’ το ημερολόγιο των τυφλών –
Απλώθηκε σα σκιά απειλής και ησυχίας μεγάλης, όταν μέσα της
βρίσκεσαι και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θα 'ρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα
κατάματα να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει
Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου κι αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα
που διακρίνεις
Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα και τα άλλα
που το θάνατο ετοιμάζουν;
Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει
Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους
περνάει από τη γη
Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας – τι γρήγορα – τις ζώνες του καιρού
Όχι με μιας
Με πάλεψε, σ’ όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοια του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς
Τώρα εκεί θα κατοικεί τ’ ωραίο πουλί
Σ’ ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων
Πηγή: Η Έννοια των Τυφλών ,1962
Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος-ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Άνδρες Αθηναίοι, τί μας κοιτάτε με περιέργεια;
Αυτός είν’ ο πατέρας μου, ο Οιδίποδας,
που κάποτε ήταν βασιλιάς τρανός και τώρα
γυρνάει στην αγορά σας πληγωμένος
από τη μοίρα, κουρελιάρης και τυφλός,
παίζοντας με το χαλασμένο του οργανάκι.
Άνδρες Αθηναίοι, κάθε οβολός σας
προσθέτει στην καρδιά μας μια ραγισματιά.
Του Οίκου μας τα μυστικά βαραίνουν
απ’ της δικής φαντασίας τις προσθήκες.
Αφήστε μας, ώς πότε θα μας σέρνετε
εδώ κι εκεί, σα Γύφτο με αρκούδα —
κι οι τραγωδοί να μας ανεβάζουν στα θέατρα,
να μας πολιορκούν για λεπτομέρειες
και να ρωτούν πώς γίνηκε αυτό,
πώς δεν κατάφερε το χτύπημα να τ’ αποφύγει.
Άνδρες Αθηναίοι, δε σας φτάνει
που ο πατέρας μου υπήρξε ποιητής,
ο πρώτος τού συμβολισμού εισηγητής,
που με το επίγραμμα «Απάντηση στη Σφίγγα»
έσωσε τη ζωή πολλών σας — χώρια
η αισθητική απόλαυση• γιατί
στον ιδιωτικό του βίο εισδύετε
και ψάχνετε για οιδιπόδεια συμπλέγματα,
άνομους έρωτες
και ηδονές που απαγορεύει η τρεχάμενη ηθική;
Σας έφτανε η «Απάντηση στη Σφίγγα».
Τ’ άλλα ας τ’ αφήνατε στο μισοσκόταδο.
Στο κάτω κάτω, το ’κανε εν αγνοία του
ενώ εσείς το κάνετε εν πλήρει γνώσει.
~
Πηγή: Εποχή των ισχνών αγελάδων ,1950
Ο τυφλός και ο αναλφάβητος (το σπάσιμο του κοινού τραγουδιού)-ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
«Τι μου δείχνεις φωτογραφίες σου;»
μου είπες, «αφού οι τυφλοί είναι αναλφάβητοι στο φως. Μα θέλω
να ξέρω πώς ήσουν μικρός. Για να τραγουδούμε μαζί...
Βρες τρόπο! Κάνε μου δώρο αυτή τη γνώση».
Πήγα στους γονείς μου.
Ζήτησα τον εαυτό μου παιδί, σου τον
τύλιξα
πακέτο για δώρο.
Φέρνω το πακέτο,
βγάζεις ένα σπίρτο,
το άναψες κι έβαλες
στο δώρο μου φωτιά.
Ύστερα ακουμπούσες
με τις άκρες των δακτύλων σου τις στάχτες.
Διάβαζες τα αποκαΐδια σε
σύστημα Μπράιγ.
«Ωραία. Σε ξέρω τώρα», είπες, «μα τώρα με
ξέρεις κι εσύ: έκαψα τον εαυτό σου παιδί,
για να μην είσαι πια αναλφάβητος στο σκοτάδι:
για να τραγουδούμε μαζί πάντα το ίδιο τραγούδι...»
Πηγή: 4 – D, Ποιήματα Τεσσάρων Διαστάσεων ,2006
Τυφλή Πηνελόπη -ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
Όλη μέρα κοιμάται και ονειρεύεται
πως ξυπνά στο άπλετο φως
της αγάπης που χύνεται
από το μοναδικό του μάτι στο μέτωπο
Πηγή: Γιώργος Χουλιάρας. 2005. Δρόμοι της μελάνης (2005–1970). Αθήνα: Νεφέλη.
Ο τυφλός της στοάς-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ
Πόσες ψευδαισθήσεις δεν απαλείφει,
πόσες ματαιοδοξίες δεν εξαρθρώνει,
πόση σκληράδα δεν καταλαγιάζει,
ο τυφλός οργανοπαίχτης της στοάς Κολόμβου!
Πηγή: ντόρτια ,2012
Ο τυφλός Αιγύπτιος-ΛΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ-ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ
Ένας τυφλός Αιγύπτιος
παίζει άρπα για τον Φαραώ
σε μια μακρόστενη βάρκα
πλέοντας στον Νείλο.
Αγρότης τότε
πριν τυφλωθεί σ’ έναν απ’ τους πολέμους
με τα ίδια αυτά τραγούδια
κατάγγελνε τον Φαραώ.
Τώρα
παίζει τη μουσική
βουβός.
Ο Φαραώ ευφραίνεται
κι οι κωπηλάτες
με σκυμμένο το κεφάλι.
Πηγή: Στις κρύπτες του χρόνου, 1997
Τυφλός τύραννος I –ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΝΤΖΟΣ
Ευτυχώς υπάρχει γεωμετρία
υπάρχουν σχήματα
Δείτε για παράδειγμα τι ωραία πάω
μ' αυτά και τι ωραία μπορώ
Είδατε;
Και τώρα πάρτε μου τα σχήματα
αφήστε μου χώρο να πέσω να χαθώ
Πηγή: σαραντατέσσερα, ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, 2014
Τυφλός τύραννος ΙΙ –ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΕΝΤΖΟΣ
Ξέρω το σημείο του σώματος
όπου αισθάνεται κανείς μηδέν πόνο
και δεν φοβάμαι να το πω
Είναι κάπου στην κόρη του οφθαλμού
όταν με τρόμο αντικρίζει και την παραμικρή βελόνα
Πηγή: σαραντατέσσερα, ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, 2014
Η οργή του Μονόφθαλμου-ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΥΚΕΣΑΣ
Άντεξε.
Ό,τι τον τάισαν έφαγε.
Ό,τι τον πότισαν ήπιε και μέθυσε, αλλά τώρα
εύστοχα κι αλύπητα τους πετυχαίνει στα άκρα
με Πολύφημους βράχους.
Δεν θα ξεφύγουν αυτή τη φορά,
τυφλοί δεν θα οδηγήσουν άλλον σε ταξίδια.
Κάλλιο κανείς μη δει την Πηνελόπη.
Γέμισε ο κόσμος τυφλούς που ταξιδεύουν χωρίς σκοπό
και περηφανεύονται ότι τύφλωσαν τον Μονόφθαλμο,
αυτοί, ο Κανένας.
Σήμερα θα τους ποτίσει και θα τους ταΐσει.
Ας περιμένουν μάταια οι γυναίκες τους να μάθουν την κατάληξη
μιας ζωής που την ύφαναν άλλοι
στα μέτρα των πρησμένων τους ποδιών.
Πηγή: Τῷ αγνώστῳ ,2001
Διδάσκει χρώμα.. -ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
Διδάσκει χρώμα η τυφλότητα
όταν ρεμβάζεις τη σιωπή
στου εαυτού τις τρικυμίες.
Το μπλε είναι της θλίψης μας
το πράσινο του χάους
και το στυφό το κίτρινο
για τα πνιχτά φιλιά.
Πηγή: Ο τυφλός επισκέπτης, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016
Οιδίνους-ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ
Να λύσεις το αίνιγμα
της Σφίγγας που σ’ ακολουθεί
σε τόπους που δεν έμαθες
σε σπίτια ξένα που κατοίκησες
σε τρίστρατα που δύσκολα περνάς
κι άλλα που υποθέτεις
Σχήματα κι άλλα της τύχης σου κρυφά
σαΐτες που σε γυρεύουν
Κι αν αποκριθείς σωστά
εγκυμονεί πάλι η κοιλιά της
καινούργιο αίνιγμα που σε καλεί
Έχει ξεραθεί η πλαστελίνη
που σου χάραξε η μοίρα
παραμένει ωστόσο πλαστελίνη
και υποχωρεί
κάθε που ζητάς τυφλός να μάθεις
Μην ξεχνάς
τα κρυφά σε κρατούν ζωντανό
όσο να τα ξεντύσεις
Πηγή: Φως ορυχείου, εκδόσεις Μελάνι, 2011
Ο τυφλός- ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ
Το Σάββατο κατέβηκα στη θάλασσα
τους ίσκιους μιας βδομάδας να ξορκίσω
τα μάτια μου ν’ αγγίξουνε το άπειρο
την ώρα που τον ήλιο κομματιάζει.
Όμως ο ήλιος παραδόθηκε νωρίς
και το σπαθί του ορίζοντας ξεθώριασε στο βάθος
έτσι, που ξεγελάστηκα και τίποτα δεν είδα.
Ύστερα κάρφωσα το βλέμμα στο νερό
ν’ ανακαλύψω τη γυμνόστηθη σελήνη
που άναυδη αφήνεται σε βράχων αγκαλιές
ή ψηλαφεί τα έκθαμβα, ατσάλινα καράβια.
Μα το φεγγάρι στον εξώστη δεν κρεμάστηκε
να ξεδιπλώσει τον χιτώνα του στη νύχτα
έτσι, που απελπίστηκα και τίποτα δεν είδα.
Κι είπα το κύμα ν’ αγναντέψω του γιαλού
καθώς της άμμου το κορμί αναστατώνει
με την ατίθαση ανάσα των αφρών
και του νερού τα βελουδένια μονοπάτια.
Άξαφνα έκλεψε ο μπάτης την ακτή
κι άπραγο γύρισε στο πέλαγο το κύμα
έτσι, που αλαφιάστηκα και τίποτα δεν είδα.
Για μια στιγμή φαντάστηκα πως στέρεψες το φως μου
πριν νιώσω πως στα μάτια μου μονάχα εσύ χωρούσες.
Πηγή: Εραστής Ειδώλων,2009
μπροστά στην όραση-ΝΙΚΟΛΑΣ ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ
Μια κοπέλα μεγαλώνει στα μάτια μου. Όσο τα ανοίγω,
τόσο απλώνεται, εκπτύσσεται γαργαριστή σαν κάποιο πλατύμακρο
ποτάμι, που τα υγραίνει.
Με καθάρια υδάτινα βλέμματα κατακλύζω τον κόσμο
και τα πράγματα μουσκεύουν, μαλακώνουν και παίρνουν σχήμα αληθινό.
Έτσι πότε το σπίτι είναι ένα μεγάλο στόμα που καταπίνει σιωπές
σαν ηρεμιστικά για να κοιμηθεί -και πότε όχι-,
πότε τα μάτια των ανθρώπων είναι
ανάποδες πινέζες που εξακοντίζουν λήθη -και πότε όχι-,
πότε τα κορμιά κάτω απ’ τα παλτά είναι οι πύρινοι κίονες της κόλασης,
άκαυτα στην αιωνιότητα -και πότε όχι-,
πότε η κιθάρα είναι μια λεπτοκαρυά που στοίχειωσε στο
ξύλο της των σπίνων το τιτίβισμα -και πότε όχι-,
πότε τα αστέρια είναι οι τρύπες που άνοιξε στον ύπνο του κόσμου
το μυδραλιοβόλο του Θεού -και πότε όχι-,
πότε το ασταμάτητο γάβγισμα των πεινασμένων σκύλων
οιωνός για κάποια παντοτινή παύση της Ιστορίας -και πότε όχι-.
Κι όμως στην χίμαιρα ζωή υπάρχει μια τρανή παρηγοριά:
η υδάτινη γυναίκα των ματιών μου που όλο μεγαλώνει,
κάποτε θα σκίσει τα μάτια μου και θα νιώσει τον κόσμο έξω τους.
Τυφλός, θα είμαι ο πρόγονος μιας νέας όρασης.
Πηγή: Ενεός, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2012
H ευγένεια των τυφλών -ΒΙΣΛΑΒΑ ΣΙΜΠΟΡΣΚΑ
Ο ποιητής διαβάζει ποιήματα στους τυφλούς.
Ποτέ δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο δύσκολο.
Του τρέμει η φωνή.
Του τρέμουν τα χέρια.
Αισθάνεται πως κάθε πρόταση
τοποθετήθηκε εδώ για να δοκιμαστεί στο σκοτάδι.
Πρέπει να βοηθήσει μόνη τον εαυτό της,
δίχως φώτα και χρώματα.
Μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια
για τα αστέρια των στίχων της,
και την αυγή, το ουράνιο τόξο, τα σύννεφα, το νέον, το φεγγάρι,
για το ψάρι ακόμα τόσο ασημένιο κάτω από την επιφάνεια του νερού,
και για το γεράκι, τόσο απόμακρο κι αθόρυβο στον ουρανό.
Διαβάζει - επειδή είναι πλέον αργά για να σταματήσει -
για το αγόρι με το κίτρινο σακάκι σε ένα καταπράσινο λιβάδι,
για τις κόκκινες στέγες, που μπορείς να μετρήσεις, στην κοιλάδα,
για τους κινούμενους αριθμούς στις φανέλες των παικτών
και για την γυμνή άγνωστη πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα.
Θα ήθελε να σιωπήσει - αν και είναι αδύνατο-
για όλους αυτούς τους αγίους στην οροφή του καθεδρικού,
για κείνη τη χειρονομία του αποχαιρετισμού στο παράθυρο του τρένου,
για το φακό του μικροσκόπιου και τη λάμψη του φωτός στο δαχτυλίδι
και για τις οθόνες και τους καθρέφτες και τα άλμπουμ με τα πορτραίτα.
Όμως, είναι μεγάλη η ευγένεια των τυφλών,
μεγάλη η κατανόηση και η γενναιοδωρία τους.
Ακούν, χαμογελούν και χειροκροτούν...
Ένας από αυτούς, πλησιάζει
με το βιβλίο ανοιγμένο ανάποδα
ζητώντας ένα αυτόγραφο που δεν θα δει...
Πηγή: https://i-rena.blogspot.com/
Τζακ ο τυφλός- ΕΝΤΓΚΑΡ ΛΙ ΜΑΣΤΕΡΣ
Είχα παίξει όλη μέρα ακορντεόν στην Εμποροπανήγυρη
μα ο Μπατς Βέλντι κι ο Τζακ Μακ Γιούρι, επιστρέφοντας
στουπί απ'το μεθύσι,θελήσαν να τους παίξω ακόμα
το τραγουδάκι "Σούζη Σκέννερ", και τ'άλογα μαστίγωσαν
έτσι που τα'καναν ν'αφηνιάσουν.
Αόμματος εγώ, ζήτησα να πηδήξω
ενώ τ'αμάξι έπεφτε στο χαντάκι
και μ'έλιωσαν οι ρόδες του στον τόπο.
Εδώ που είμαι τώρα είναι κάποιος τυφλός
μ'ένα μεγάλο μέτωπο λευκό σαν σύννεφο,
κι όλοι εμείς οι οργανοπαίχτες
από τους πιο σπουδαίους ως τους πιο ασήμαντους,
συνθέτες που ταιριάζουν μουσική, κι αυτοί που διηγούνται ιστορίες,
καθόμαστε ανακούρκουδα τριγύρω του
και τον ακούμε να μας λέει τραγουδιστά
για το πως έπεσε η Τροία.
Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη Παπά
Πηγές: Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Ν.Παπά, Εκδόσεις Διόσκουροι,1976
Ο τυφλὸς βασιλιάς - ΓΙΟΧΑΝ ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΟΪΛΑΝΤ
Της Νορβηγιάς τι θέλουν οι αντρειωμένοι
Στους βράχους της ψηλής ακρογιαλιάς;
Γιατί τάχ’ αυτού πάνω ν’ ανεβαίνει
Ο τυφλός ασπρομάλλης Βασιλιάς;
Στο δεκανίκι ακουμπημένος βγάζει
Φωνή τρανή με πίκρια και μαράζι,
Που το στενό της θάλασσας περνάει
Και στο νησάκι αγνάντι αντιβοάει;
«Δως μου πίσω, ληστή, τη θυγατέρα
Μέσ’ από τη θεοσκότεινη σπηλιά,
Μόνη ευτυχιά μου είχα στα έρμα γέρα
Την άρπα, τη γλυκιά της τη λαλιά.
Στο πράσινο ακρογιάλι έφερνε γύρες
Στο χορό και συ μου’ρθες και την πήρες•
Αυτό την άσπρη κεφαλή μου γέρνει,
Κι εσέ ’ντροπή παντοτινή σου φέρνει».
Κι από το φάραγγ’ άγριος ξετρυπώνει
Ο ληστής με θεόρατο κορμί•
Το γιγάντιο σπαθί ψηλά φουχτώνει
Και στο σκουτάρι το χτυπά μ’ ορμή:
«Φύλακες ήταν κει στημένοι τόσοι,
Πως δεν ήρθε κανείς να τη γλιτώσει;
Πολεμάρχους πολλούς έχεις στο πλάι
Και κανένας γι’ αυτήν δεν πολεμάει;»
Κι’ ο καθένας αυτού σιγοτρομάζει,
Να βγουν απ’ τη γραμμή τους δεν κοτούν,
Ο τυφλός βασιλιάς πίσω κοιτάζει:
«Ωιμένα! όλοι μαζί μ παραιτούν;
Τότε σφίγγει το νιούτσικο παιδί του
Τόσο εγκάρδια το χέρι το δεξί του:
«Γω να παλέψω, κύρη μου, άφησέ με!
Χεροδύναμος, είμαι, πίστεψέ με!»
«Αυτός ο εχτρός μας, γιε μου, είναι θερίο•
Δεν βρέθηκε κανείς να τον ’μπορεί•
Μα κ’ εσ’ είσαι από σόι γερό κι’ αντρείο,
Του χεριού σου η σφιξιά το μαρτυρεί.
Πάρε, σου δίνω τούτη την αρχαία
Από τους Σκάλδους φουμιστή ρομφαία,
Κι’ α ’σκοτωθείς κ’ εγώ θα πέσω να’ βρω
Στο κύμα, ο Θλιβερός, θάνατο μαύρο.»
Κι’ άκου! Η θάλασσ’ αφρίζοντας ταράζεται
Δαρμένη από της βάρκας το κουπί.
Στέκει ο τυφλός ο βασιλιάς κι’ αυτιάζεται,
Κι’ ολόγυρά του είν’ άκρα σιωπή..
Ως που βρόντησ’ η αντάρα των αρμάτων
Κ’ εβούιξαν στα σκουτάρια τα σπαθιά των,
Ως που αντίπερ’ αντήχησαν οι βράχοι
Απ’ τες κραυγές κι από την άγρια μάχη.
«Πέτε μου σεις τι βλέπετε», φωνάζει
Ο ρήγας με λαχτάρα χαροποιά.
«Ξεχώρισ’, απ’ το λάλημα που βγάζει,
Μιαν κοφτερή της σπάθης μου χτυπιά».
«Ο ληστής, βασιλέα μας, εσκοτώθη,
Με το αίμα το κρίμα του επλερώθη.
Γεια σου, χαρά σου, πρώτο παλικάρι,
Του βασιλιά μας δυνατό βλαστάρι!»
Πάλι σιωπούν ολόγυρα και στέκει
Κι ακουρμαίνεται ο ρήγας ο τυφλός:
«Πέτε μου ποιος σιμώνει τώρ’ απ’ έκεί,
Ακούω κουπιά κι αφρολογά ο γιαλός.»
«Με σπαθί και σκουτάρι αρματωμένος
Γυρίζει αυτούθε ο γιος σ’ ο αντρειωμένος,
Και την τετράξανθή σου θυγατέρα
Τη Γουνίλδη σου φέρνει απ’ εκεί πέρα».
«Καλώς τους», λέγει απ’ το ψηλό του βράχο
Σ’ αυτούς κάτου ο τυφλός ο προεστός.
«Τώρα καλά γεράματα θε να’χω,
Κι ο τάφος μου θε να’ ναι δοξαστός.
Θα μου βάλεις στο πλάγι συ, παιδί μου,
Τότες το τρανολάλητο σπαθί μου,
Και συ, Γουνίλδη, ελεύτερη θα ζήσης
Και στον τάφο θα με μυρολογήσεις.»
Μετάφραση: Λορέντζος Μαβίλης
Πηγή: Βικιθήκη
Οι τυφλοί-ΤΖΟΝ ΜΙΛΤΟΝ
Ξαναγυρνούν οι εποχές μα όχι πια για κείνους.
Γι ' αυτούς η μέρα δε γυρνά ούτ' η γλυκιά η αυγούλα.
Ούτε άνθη ανοιξιάτικα,ούτε του θέρους ρόδα
Ούτε κοπάδια άσπρων αρνιών, ούτ 'η θεϊκή ευτυχία
Που μας χαρίζει η ανθρώπινη μορφή.
Μετάφραση: Ελ. Ψαρά
Πηγή: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία "Ταξίδι στην ποίηση", Ναυτίλος
Έρευνα-Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Καραπάνου