Σαν σήμερα,στις 16 Δεκεμβρίου 1974,το φευγιό του σπουδαίου Κώστα Βάρναλη. Θα θυμηθούμε το ποίημα "Χορός των Ωκεανίδων"!
Χορός των Ωκεανίδων-ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Όλα σκεπάζονται ξαφνικά μ’ ένα χαμηλό σκοτάδι, που σέρνεται σύρριζα πάνου στη γης κι όλο ζυγώνει.
Κάπου κάπου αστράφτει ο ουρανός πολύ μακριά και πολύ χαμηλά δίχως να βροντά.
Λίγο λίγο ο άνεμος φουντώνει και περνώντας από πλαγιές και φαράγγια κάνει τα κλαριά να βογκούνε. Κάποτε σιωπά.
Και τότες το χάσμα της σιωπής, που ανοίγεται ανάμεσα στα βογκητά του ανέμου, το γεμίζουνε κάποια σιγανά μοιρολόγια του Παλιού Καιρού.
Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη
και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι
των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί
κι αν το δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,
αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα
[νύχτα μέρα και πάσα στιγμή]
της οργής [σου] οι μεγάλες βροντές.
Δε σε χάνω ποτές.
Στην κορφή του νερού, στον αγέρ’ ανεβαίνω…
Νά κορμί στον αφρό και στην άρμη δεμένο,
νά κορμί σα λαμπάδα χυτό,
σαν τριαντάφυλλο νέο, της αυγής πρώτη γνώρα,
[γλυκασμό των ματιών σου και πάντα και τώρα!]
Νά κι αστήθι, σα ρόδι σφιχτό,
που μ’ αγάπη και πόνο για σε
το φροντίζω, χρυσέ!
Τα βαριά σου τα βλέφαρα, Αγνέ, σήκωσέ τα,
τα ρουθούνια, που οι πάγοι τα κλειούν, άνοιξέ τα,
μες στα σπλάχνα σου νά μπει το φως,
του κορμιού μου το φως, η ευωδιά του συνάμα,
(του κορμιού, που λυγάει σα νερόφιδο, θάμα)
κι ένας κόσμος ωραίος, μυστικός
στην ψυχή σου γλυκά να χυθεί,
τη βαριά και παθή.
Πλούσια δώρα σού φέρνω, ό,τι μπόρεσα να ’χω
κουβαλήσει μ’ αγάπη στον άξενο βράχο.
Ω! καθώς σε νερά γαληνά
τα ψηλά και σπιθόβολα πέφτουν ουράνια,
την αυγή ρουμπινιά και το δείλι γεράνια,
και τα πράσινα γύρα βουνά,
κι ο κατάκορφος ήλιος ορτός
πά’ στη γη καρφωτός,—
σε ψυχή μου και σάρκα, τα δυο πελαγίσια,
οι ομορφάδες της πλάσης, του ονείρου τα ηλύσια
καθρεφτίζονται, σβηούν ως αφρός
και με πιότερο λάμπος ξανά μεταδένουν
μιας στιγμής φαντασιές, που για πάντοτε μένουν,
δέξου τα μου κι ως πριν αλαφρός
αποπάνω σου διώξε τη μοίρα
την κακιά και τη στείρα.
Τα λουλούδια από χώρες, που ο ήλιος τες πνίγει
σε γαλάζια, χρυσά, κατακόκκινα ρίγη,
των πουλιών τα τραγούδια, που αχούν
σε νερά, σε κλαριά, με φεγγάρι και μ’ ήλιο,
της ζωής τη χαρά, της χαράς το βασίλειο,
όπου πάω και σταθώ μ’ ακλουθούν,
όλα ζέστα, ευφροσύνη και φως
το τραγούδι κι ο ανθός.
Τα χρυσά μου μαλλιά στα νερά τα ξαπλώνω,
τα μαλλιά μου στα χέρια ψηλά τα σηκώνω,
δίχως βάρος μετάξι λεπτό,
την πληγή σου αν μπορούσαν να φτάνανε λίγο,
θα δενόμουνα γύρα, ποτές να μη φύγω,
τον καημό της εγώ να βαστώ
κι όντα σκούζουν βοριάδες αγρίμια,
να σου σκέπω τη γύμνια.
Πηγή: "Το φως που καίει",Μέρος Δεύτερο Ιντερμέδιο,1922