Σαν σήμερα, στις 3 Αυγούστου 1975 έφυγε ο Αντρέας Εμπειρίκος. Θα θυμηθούμε τρία μελοποιημένα ποιήματά του!
Εχεμύθεια
Ποίηση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Μουσική: ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Ερμηνεία: ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Με την ριπή του ανέμου στα μαλλιά
Της γυναικός που στροβιλίζεται μες το σαλόνι
Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τ’ όνομά της
Και με τους άντρες που σηκώνουν
Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
Μες την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας
Της γυναικός που στροβιλίζεται μες το σαλόνι
Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται
Και με στολίδια και παιδιά
Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τ’ όνομά της
Και με τους άντρες που σηκώνουν
Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό
Μες την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους
Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει
Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας
Αφροδίτη
Ποίηση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Μουσική: ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Ερμηνεία: ΧΑΡΗΣ & ΠΑΝΟΣ ΚΑΤΣΙΜΙΧΑΣ
Εκείνο το βράδυ, εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Όμως, στο νου μου, ήτο μέρα. Μέσα στο φως της, με κοίταζες. Εσύ, αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, και κάποτε κάποτε ονειρευόσουν αυξάνοντας μέσα μου την ζωηρή φωτοχυσία.
Κι όμως, έξω ήτανε νύκτα. Αλλά τί νύκτα; Νύκτα γιομάτη θάματα, νύκτα σπαρμένη μάγια.
Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων. Αλλά, συγχρόνως, έβλεπα Εσένα.
Αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, στεκόσουν μέσα μου, σε άπλετη φωτοχυσία, και πότε έγερνες δεξιά, και πότε αριστερά την κεφαλή σου, με τον Ωρίωνα, ή με τον Σείριο στα μαλλιά σου, με τον Τοξότη στην καρδιά σου.
Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως.
Αγαπητή, ροδόχρους, και απαλά ντυμένη, καθόσουν σε μια καρέκλα μέσα στην καρδιά μου, σε μίαν απερίγραπτη φωτοχυσία, με την σκιά σου, πότε δεξιά και πότε αριστερά, και έμενες ασάλευτη, απλή, γλυκιά, ωραιοτάτη και καθισμένη στην καρέκλα σου με τέτοιο τρόπο, που μου ερχόταν να σε βάλω να καθίσεις στα γόνατά μου, με το ένα μου χέρι στα στήθη σου, και το άλλο κάτω από το φόρεμά σου, ανάμεσα στα σκέλη σου.
Και έλεγα και ξανάλεγα: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, και έβλεπα πάντοτε, και τους αστερισμούς και Εσένα.
Τούτη όμως την φορά, ήσουν ξαπλωμένη —απόλυτα ξαπλωμένη— και τα μαλλιά σου τα ανέμιζε ο αέρας. Το χέρι μου σε έψαυε. Τα μάτια σου μου μιλούσαν. Και εγώ έλεγα και ξανάλεγα με πάθος: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα τώρα πλέον, έβλεπα μονάχα Εσένα.
Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Έσβησαν όλα τα άστρα μονομιάς, και έμεινες μόνον Εσύ στον ουρανό μαζί μου, μέσα σε μιαν ανέσπερη ημέρα, στο πλευρό μου. Εγώ σε κοίταζα αγαλλιών, και έλεγα και ξανάλεγα το όνομά σου.
Και Συ;
Εσύ, γλυκιά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου.
Κι όμως, έξω ήτανε νύκτα. Αλλά τί νύκτα; Νύκτα γιομάτη θάματα, νύκτα σπαρμένη μάγια.
Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων. Αλλά, συγχρόνως, έβλεπα Εσένα.
Αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, στεκόσουν μέσα μου, σε άπλετη φωτοχυσία, και πότε έγερνες δεξιά, και πότε αριστερά την κεφαλή σου, με τον Ωρίωνα, ή με τον Σείριο στα μαλλιά σου, με τον Τοξότη στην καρδιά σου.
Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως.
Αγαπητή, ροδόχρους, και απαλά ντυμένη, καθόσουν σε μια καρέκλα μέσα στην καρδιά μου, σε μίαν απερίγραπτη φωτοχυσία, με την σκιά σου, πότε δεξιά και πότε αριστερά, και έμενες ασάλευτη, απλή, γλυκιά, ωραιοτάτη και καθισμένη στην καρέκλα σου με τέτοιο τρόπο, που μου ερχόταν να σε βάλω να καθίσεις στα γόνατά μου, με το ένα μου χέρι στα στήθη σου, και το άλλο κάτω από το φόρεμά σου, ανάμεσα στα σκέλη σου.
Και έλεγα και ξανάλεγα: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, και έβλεπα πάντοτε, και τους αστερισμούς και Εσένα.
Τούτη όμως την φορά, ήσουν ξαπλωμένη —απόλυτα ξαπλωμένη— και τα μαλλιά σου τα ανέμιζε ο αέρας. Το χέρι μου σε έψαυε. Τα μάτια σου μου μιλούσαν. Και εγώ έλεγα και ξανάλεγα με πάθος: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα τώρα πλέον, έβλεπα μονάχα Εσένα.
Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Έσβησαν όλα τα άστρα μονομιάς, και έμεινες μόνον Εσύ στον ουρανό μαζί μου, μέσα σε μιαν ανέσπερη ημέρα, στο πλευρό μου. Εγώ σε κοίταζα αγαλλιών, και έλεγα και ξανάλεγα το όνομά σου.
Και Συ;
Εσύ, γλυκιά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου.
Διάφανες αυλαίες
Ποίηση: ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Μουσική: ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ερμηνεία: ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Είναι τα βλέφαρά μου
διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω
μπρος μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω
μπρος μου ό,τι ποθώ.
διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω
μπρος μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω
μπρος μου ό,τι ποθώ.