Πάει ένας χρόνος και κάτι που είχα παρουσιάσει ποιήματα από την τελευταία συλλογή της Λίλης Μιχαηλίδου "Παγιδευμένο μετάξι". Θα δούμε άλλα τρία ποιήματα και πεζές προεκτάσεις απ' αυτή την ξεχωριστή δουλειά και επίσης δυο ανέκδοτα ποιήματα της δημιουργού!
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟ ΜΕΓΑΞΙ»
ΑΣΣΙΖΗ – ΑΝΑΝΤΑ
για τον David Connolly
Η ΣΙΩΠΗ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ
που συνάντησα στην Ανάντα
μια σιωπή που έπεφτε σαν ψηλή βροχή
το δεύτερο ήταν σιωπηλά πρόσωπα
που έτρωγαν τις σκέψεις τους
Πήρα πρωινό στη σιωπή. Έξω ο αέρας είχε αγριέψει
και τα δέντρα λικνίζονταν αγγίζοντας το ένα το άλλο
προσπαθώντας από κάπου να πιαστούν
Κοίταξα μέσ’ από το τζάμι και τα μάτια μου
μπήκαν στο δάσος που άνοιγε την αγκαλιά του
το λυκαυγές άρχισε να διαλύεται σιγά-σιγά
μαζί του διαλύθηκε κι η Ιταλική Κυβέρνηση
χτες είχαν εκλογές στη χώρα.
δεν έμαθα το αποτέλεσμα κι ούτε με ενδιαφέρει
«Άντε να πνιγούν όλοι» ακούω κάποιον να λέει σιωπηλά.
τον κοιτάζω με νόημα
Γυρίζω στο δωμάτιό μου
οι τοίχοι του ήταν απόλυτα λευκοί, το ταβάνι επίσης
το πάτωμα γυάλιζε καθαρό στο χρώμα τ’ ουρανού
φόρεσα μαύρα, κι ένιωσα να σπιλώνω τη φιλοσοφία
της αγνότητας, που μια ώρα πριν είχα διαλογιστεί
Στάθηκα μπρος στον καθρέφτη
το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο.
τον κοίταξα στα μάτια
«Δεν σε φοβάμαι» άφησα να εννοηθεί
ξαφνικά τον είδα να αλλάζει πρόσωπο
και να μεταμορφώνεται στο πρόσωπό μου.
Μάρτης, 2018
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΚΑΠΟΙΟΝ
σκότωσέ του τη γλώσσα
ξερίζωσε πρώτα τα φωνήεντα
ένα ένα
σιγά σιγά
να νιώσει το μαρτύριο
να πονέσει τη στέρηση
πέταξέ τα στη θάλασσα
να διαλυθούν στα πέλαγα.
οι λέξεις αγαπώ, πατρίδα
αγκαλιά, μάνα
να μείνουν λειψές
-γ-π-, π-τρ-δ-, -γκ-λ--, μ-ν-
Ύστερα πάρε το βαρύ σφυρί
κάνε θρύψαλα τα σύμφωνα
και τις αντανακλάσεις των ήχων τους
σπάσε τις αρχαίες κολώνες
και τα αγάλματα της ιστορίας*
απάλειψε τα λόγια των δέντρων
των ποταμών και των πουλιών
ξεφλούδισε το λόγο
να μείνει κέλυφος γυμνό
Η γλώσσα παλεύει, ενώνει
γεννά και σκοτώνει.
Η γλώσσα είναι η ρίζα, είναι το δέντρο
είναι ο καρπός.
Η γλώσσα είναι η πατρίδα, είναι η μάνα
είναι η αγάπη.
Σκότωσέ του τη γλώσσα
να σταματήσει να φωνάζει, να φιλά
να σταματήσει ν’ αγκαλιάζει
να μιλά.
*Αναφορά στην πολιτιστική καταστροφή των Τζιχαντιστών, σημαντικών μνημείων 2000 χρόνων, της Ρωμαϊκής πόλης Παλμύρα στη Συρία.
Βρίσκομαι στο Βερολίνο. Είναι Οκτώβρης του δυο χιλιάδες δέκα οκτώ και ο καιρός είναι ακόμη θαυμάσιος. Παραξενεύονται οι Γερμανοί, παραξενευόμαστε κι εμείς οι επισκέπτες. Το συμπόσιο διαρκεί τέσσερις μέρες και πραγματεύεται λογοτεχνικά θέματα, ένα εκ των οποίων, η γλώσσα. Ακούω τους ομιλητές, τις αναλυτικές τους προσεγγίσεις για τις οργανικές δομές της γλώσσας σε σχέση με την ποίηση και την πεζογραφία, για τις αναπνοές και την ελαστικότητα του ρυθμού, τη μουσική των γλωσσικών ημισφαιρίων της, την ανάμειξή της με τα διάφορα μεταφραστικά μέσα και τη θέση της μετάφρασης στη λογοτεχνία. Ακούω τις εισηγήσεις τους, τις ερωτήσεις και τις τοποθετήσεις του κοινού, που είναι λιγοστό μα όχι αδιάφορο και οι συζητήσεις καμιά φορά εξελίσσονται έντονα. Πόσο τολμηροί είναι οι συγγραφείς της γενιάς μας; Πόσο ασαφής είναι η ομιλητική καθημερινή γλώσσα, πόσος ο φόβος της κριτικής, πόσο ειλικρινής είναι η λογοτεχνική γλώσσα, από που αντλεί το θεματικό της υλικό, την αυθεντικότητά της ή την υποκρισία της;
Το βράδυ, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο ύπνος δεν με παίρνει. σκέφτομαι τις συσπάσεις των προσώπων, των χειλιών καθώς μιλούν, γελούν, συζητούν ή διαφωνούν.
Η γλώσσα, σκέφτομαι, αυτή μας ενώνει. γι’ αυτό ήρθαμε όλοι εδώ, ταξιδέψαμε από διαφορετικά μέρη, διαφορετική ώρα. Η γλώσσα, αυτή με αφουγκράζεται και με κρατά ξύπνια τούτη τη νύχτα…
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
η θάλασσα λυσσομανούσε
στα βουνά έπεφτε πυκνό χιόνι
κι ο παππούς μου
μ’ ένα μοιραίο άλμα
της καρδιάς του
μπήκε στην αιωνιότητα
Μια τέτοια νύχτα
μπήκα στην κουζίνα
όχι για να φτιάξω φίλτρα ερωτικά
όπως η γριά γειτόνισσα
που την φώναζαν μάγισσα
γιατί όπως έλεγε
μόνο σε τέτοιες συνθήκες
γίνεται η σωστή ζύμωση.
Μπήκα στην κουζίνα
γιατί το στομάχι μου
ζητούσε αδιάντροπα
να φάει τον κόσμο.
Ήτανε μια απρόβλεπτη νύχτα, τρεις του Δεκέμβρη του δύο χιλιάδες δέκα οκτώ. Ξεκίνησε σχετικά ήρεμη, αστροφώτιστη, γυμνή σαν νεράιδα, κι αίφνης, μόλις που πέρασε το κατώφλι της δωδεκάτης μεσονύχτιας ώρας, κατέβηκε ο ουρανός στη γη, το σκοτάδι κάθισε πάνω της φέρνοντας μαζί του βαριά, σκούρα σύννεφα, αστραπές, κεραυνούς, κομμάτια θύελλας, βροντές και μια κατακλυσμιαία βροχή που παρέσερνε τα πάντα. Ξύπνησα, πες από ένστικτο, πες από κάτι που διαπέρασε τον ύπνο, σαν φλόγα που αναριγούσε στο στήθος και με προειδοποιούσε, κάθιδρη με μια αίσθηση κενού, όπως όταν στ’ όνειρό πέφτεις από ψηλά… σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα, στάθηκα στο παράθυρο κοιτάζοντας χωρίς να βλέπω παρά μόνο μαύρο σκοτάδι που το έσχιζαν αστραπές, ακούοντας τη νεροποντή να κτυπά βίαια, σαν οπλές εκατοντάδων αλόγων στο λιθόστρωτο, στις στέγες, στα παντζούρια, στα τζάμια, τα νερά να κατεβαίνουν σαν καταρράχτες και το κενό επεκτάθηκε στο στομάχι μου, η φωνή του χιονιού πύκνωνε μέσα μου κι’ εκείνην ακριβώς τη στιγμή σκέφτηκα τον παππού μου, που μια τέτοια νύχτα άφησε την πνοή του και τη γριά γειτόνισσά μας, ξεδοντιασμένη κι αναμαλλιασμένη που όλο έραβε νύχτες, αστέρια και θανάτους πάνω σ’ ένα μαντίλι. Τα έραβε σφιχτά να μην ξηλωθούν έλεγε, καθώς μ’ ένα ραβδί δίπλα της, πρόσεχε τα σύνορα του χωραφιού της και, δεν ξέρω πώς, το χέρι μου με τράβηξε, άνοιξα το ψυγείο κι άρχισα να γεμίζω το κενό…
Ανέκδοτα ποιήματα
ΤΡΑΠΟΥΛΑ
Ταξινομώ τη ζωή μου
στα χαρτιά μιας τράπουλας
Επιλέγω και αυξάνω τα χαρτιά που κερδίζουν
παίζω κορώνα γράμματα τις αποφάσεις μου
αψηφώ τις δυσκολίες
Έχω χώσει πολλούς άσσους στα μανίκια μου
ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ
για το Μιχάλη, το Γιώργο και τον Παναγιώτη
Φτάνω σ’ ένα χωρίο
Ένα κοπάδι με περιμένει στην πλατεία
Τα κέρατα των τράγων εξέχουν σε γροθιές
Η νυχτερινή βροχή ακόμη μαζεμένη
στο τρίχωμά τους
Πιάνω το μολύβι
να δώσω βάθος στο ισοπεδωμένο βλέμμα τους
-σε μπλε και πράσινες αποχρώσεις
όπως οι θάλασσες του Σουρίτα-
Κοιτάζω χαμηλά τα ποδοβολητά τους
Μια πήχη σκόνη σηκώνεται τερατώδης
και συνάμα αμήχανη
ανάμεσα στα τραπεζάκια του καφενείου
Οι θαμώνες αγανακτισμένοι
Ποιος οδήγησε αυτό το κοπάδι ποιητών
στην πλατεία;
Ο παπάς πέρασε πολύ πρωί, κι άφησε ηδονικό δρόσος
Αγίασε και δρόσισε τις αμαρτίες τους
Άνθη βλάστησαν στα βιβλία τους
«μωρό μου, αν σου παραδοθώ μη με κρατήσεις για πάντα…»
Δεν σας καταλαβαίνω φωνάζει ο βοσκός
Το κοπάδι μου είναι αυτό που είναι
και είναι αυτό που ξέρω
Δεν βελάζει με παραβολές
ούτε με μεταφορές και λογοπαίγνια
Δεν υποθέτει, δεν αλληγορεί
δεν διορθώνει τα γραμματικά λάθη
της υστεροφημίας του
Το ξέρει από τη γέννησή του
Θα μεγαλώσει, θα σφαγιαστεί
θα φαγωθεί και θα χωνευτεί
Αυτά που ακούω, Θεέ μου!
μου σαρώνουν το στομάχι
Λάβετε, φάγετε
συνεχίζουν να καλούν από το βήμα
οι ποιητές…
Σπήλια, Νοέμβρης 2021
Βιογραφικό σημείωμα
Η Λίλη Μιχαηλίδου ζει και δημιουργεί στη Λευκωσία.
Έχει εκδώσει σε Ποίηση:
- Η Αλχημεία του Χρόνου, Γκοβόστης, 2001
- Ανάγλυφα Σχήματα και Δρόμοι…, Γκοβόστης, 2003
- Ανάμνηση μιας Ανατολής (δίγλωσση έκδοση), Γκοβόστης, 2004
- Υπαινιγμοί, Μελάνι, 2008
- Αρένα (δίγλωσση έκδοση), Μελάνι, 2014 (στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο ποίησης 2014)
Και σε Πεζό:
- Η πόλη δε θέλει συστάσεις, αφηγήματα, Μελάνι, 2010
- Σταγόνες από τη Χώρα των Μαασάι, Λευκωσία, 2017, 2019
- ΕΚΕΙΝΟΣ, ανδρών ιστορίες, διηγήματα (δίγλωσση έκδοση)
Μελάνι, 2019 (στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο διηγήματος 2019)
Ποιήματα και πεζά κείμενά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, μπλοκς, εφημερίδες και ανθολογίες στην Κύπρο και το εξωτερικό.
Έχει λάβει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ λογοτεχνίας και ποίησης, όπως στο Βερολίνο, στην Αθήνα, στο Γερεβάν, στη Γρανάδα, στην Κένυα, στην Τήνο, στη Βαρκελώνη, στη Σετ Γαλλίας, κ.ά.
Ανάμεσα σε πολλές παρουσιάσεις, οργάνωσε το 2010 την παρουσίαση του Νομπελίστα Σουηδού Ποιητή Tomas Tranströmer στη Λευκωσία και το 2011 την παρουσίαση της βραβευμένης Ελληνίδας συγγραφέως Έρσης Σωτηροπούλου.
Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κυπριακού Κέντρου Συγγραφέων ΠΕΝ (2013-2019) και συνδιευθύνει το μη κερδοσκοπικό Οργανισμό Ιδεόγραμμα, οργανώνοντας λογοτεχνικά φεστιβάλ και ποιητικές συναντήσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό, με τη συμμετοχή ποιητών και συγγραφέων από όλο τον κόσμο.