Σαν σήμερα, στις 21 Νοεμβρίου 1998 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Θα ταξιδέψουμε με πέντε μελοποιημένα ποιήματά του!
Αυτούς που βλέπεις
Ποίηση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ’ αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο
Αυτόν δε θα τον ξαναΐδείς να τονε βασανίσεις
και τη μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ’ άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι
Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ’ αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο
Αυτόν δε θα τον ξαναΐδείς να τονε βασανίσεις
και τη μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ’ άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι
Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω
Την εικόνα σου (Χρώματα κι αρώματα)
Ποίηση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Την εικόνα σου σεβάστηκα,
στη φλόγα δεν εκράτησα.
Την εικόνα την καλή
θα σου φέρω μιαν αυγή.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα,
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
στη φλόγα δεν εκράτησα.
Την εικόνα την καλή
θα σου φέρω μιαν αυγή.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα,
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Δεν ήρθα σαν ξένος
Ποίηση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Και τώρα πάνω σ’ αυτό το οροπέδιο σας καλώ
Τώρα που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος μου
να σας δώσω το αίμα μου
Θα 'χει τεράστιες πόρτες
Ουρανοί ουρανοί, τρέμουν τρέμουν κυλάνε
Μπροστά στα πόδια σας, στα όνειρά σας, στο ψωμί
κρότοι καταστροφής
και νέα αυγή κατεβαίνει
Ο άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει
μα νέα αυγή κατεβαίνει
Και νέα αυγή κατεβαίνει
Μη με κοιτάτε παράξενα κανένας δε με γνωρίζει
Μη με κοιτάτε παράξενα κανείς σας δε με γνωρίζει
Δεν ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας
δεν κρατώ τη ρομφαία
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
στους δρόμους, στις αρτηρίες
Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο
δεν κρατώ τη ρομφαία
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στους ήχους σας
Δεν ήρθα σαν ξένος, δεν ήρθα
Τώρα που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος μου
να σας δώσω το αίμα μου
Θα 'χει τεράστιες πόρτες
Ουρανοί ουρανοί, τρέμουν τρέμουν κυλάνε
Μπροστά στα πόδια σας, στα όνειρά σας, στο ψωμί
κρότοι καταστροφής
και νέα αυγή κατεβαίνει
Ο άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει
μα νέα αυγή κατεβαίνει
Και νέα αυγή κατεβαίνει
Μη με κοιτάτε παράξενα κανένας δε με γνωρίζει
Μη με κοιτάτε παράξενα κανείς σας δε με γνωρίζει
Δεν ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας
δεν κρατώ τη ρομφαία
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
στους δρόμους, στις αρτηρίες
Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο
δεν κρατώ τη ρομφαία
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στους ήχους σας
Δεν ήρθα σαν ξένος, δεν ήρθα
Όταν
Ποίηση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Μουσική: ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΕΡΖΗΣ
Ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Γιατί;
Ποίηση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ
Γιατί έσκαψες τη γη;
Γιατί έκανες σπίτι;
Γιατί έφαγες το χόρτο;
Γιατί έφαγες το ζωο;
Γιατί μπήκες στο νερό;
Γιατί έγραψες, γιατί τραγούδησες, γιατί μίλησες;
Γιατί, αχ, γιατί;
Μια κραυγή δε σου έφτανε;
Τι ζητούσες;
Λείπει απ’ το βουνό, είναι τρύπιο, περνάει ένα τρένο
Έζεψες ένα ποτάμι, τι γύρευες πέρα από τον ποταμό, τον ωκεανό, το βουνό;
Τι θέλεις από τη φωτιά, το μέταλλο, τη σκόνη;
Γιατί έκλεψες το φως, τη φωτιά, την εικόνα;
Θέλεις να Τόνε μιμηθείς, να Τόνε φτάσεις.
Γιατί έκανες σπίτι;
Γιατί έφαγες το χόρτο;
Γιατί έφαγες το ζωο;
Γιατί μπήκες στο νερό;
Γιατί έγραψες, γιατί τραγούδησες, γιατί μίλησες;
Γιατί, αχ, γιατί;
Μια κραυγή δε σου έφτανε;
Τι ζητούσες;
Λείπει απ’ το βουνό, είναι τρύπιο, περνάει ένα τρένο
Έζεψες ένα ποτάμι, τι γύρευες πέρα από τον ποταμό, τον ωκεανό, το βουνό;
Τι θέλεις από τη φωτιά, το μέταλλο, τη σκόνη;
Γιατί έκλεψες το φως, τη φωτιά, την εικόνα;
Θέλεις να Τόνε μιμηθείς, να Τόνε φτάσεις.