Σαν σήμερα, στις 8 Απριλίου 1798, γεννήθηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Θ'ακούσουμε πέντε μελοποιημένα ποιήματά του!
Αλλ' ήλιος αλλ' αόρατος
Ποίηση: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΗΛΙΑΣ ΚΛΩΝΑΡΙΔΗΣ
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος κι εμπόδισμα δεν είναι
στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης
κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε.
παντόγυρα στον όμορφον αέρα της αντρείας,
δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος κι εμπόδισμα δεν είναι
στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε
κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης
κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε.
Η ξανθούλα
Ποίηση: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Μουσική: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ
Ερμηνεία: ΑΛΙΚΗ ΚΑΓΙΑΛΟΓΛΟΥ
Την είδα την ξανθούλα,
την είδα ψες αργά
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
Εφούσκωνε τ’ αέρι
λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.
Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη με χαρά
κι αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.
Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ειδώ,
ως που η πολλή μακρότης
μου το 'κρυψε κι αυτό.
Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
ή του πελάγου αφρό.
Και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό
εδάκρυσαν οι φίλοι
εδάκρυσα κι εγώ.
Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα
δεν κλαίγω τα πανιά
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
που πάει στην ξενιτιά.
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
με τα λευκά πανιά
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά.
την είδα ψες αργά
που εμπήκε στη βαρκούλα
να πάει στην ξενιτιά.
Εφούσκωνε τ’ αέρι
λευκότατα πανιά
ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά.
Εστέκονταν οι φίλοι
με λύπη με χαρά
κι αυτή με το μαντίλι
τους αποχαιρετά.
Και το χαιρετισμό της
εστάθηκα να ειδώ,
ως που η πολλή μακρότης
μου το 'κρυψε κι αυτό.
Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
δεν ήξερα να πω
αν έβλεπα πανάκι
ή του πελάγου αφρό.
Και αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό
εδάκρυσαν οι φίλοι
εδάκρυσα κι εγώ.
Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα
δεν κλαίγω τα πανιά
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
που πάει στην ξενιτιά.
Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
με τα λευκά πανιά
μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
με τα ξανθά μαλλιά.
Η μέρα της Λαμπρής
Στίχοι: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Μουσική: ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΟΝΤΗΣ
Ερμηνεία: ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε
Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συνναζωχτήτε.
Ανοίξτε, αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Άγιους και φιληθείτε
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών
Θανάτω θάνατον πατήσας
Και τοις εν τοις μνήμασι
Ζωήν χαρισαμένος.
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε
Μέσα στις εκκλησιές τις δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συνναζωχτήτε.
Ανοίξτε, αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Άγιους και φιληθείτε
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών
Θανάτω θάνατον πατήσας
Και τοις εν τοις μνήμασι
Ζωήν χαρισαμένος.
Νεκρική ωδή
Ποίηση: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Μουσική: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ
Ερμηνεία: ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
Το δώμα τ’ ολομόναχο
βροντούσε από τραγούδια
στα χέρια και στο μέτωπο
έτρεμαν τα λουλούδια
της κορασιάς απ’ έλαμπε
σαν άστρο της αυγής
Είναι αλαφρό το χώμα σου
σαν της ελιάς τα φύλλα
σαν της δροσιάς το στάλαμα
μη σου βαρύνει αν χείλο
ανθρώπου δώσει φίλημα
στην πέτρα που κρατείς
βροντούσε από τραγούδια
στα χέρια και στο μέτωπο
έτρεμαν τα λουλούδια
της κορασιάς απ’ έλαμπε
σαν άστρο της αυγής
Είναι αλαφρό το χώμα σου
σαν της ελιάς τα φύλλα
σαν της δροσιάς το στάλαμα
μη σου βαρύνει αν χείλο
ανθρώπου δώσει φίλημα
στην πέτρα που κρατείς
Φεύγω τ' αλόγου την ορμή
Ποίηση: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Μουσική: ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ
Ερμηνεία: ΝΕΝΑ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΥ
Φεύγω τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
T’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή 'ν' η ίδια!
Eγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Mούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Kόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.
T’ ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή 'ν' η ίδια!
Eγύρισε η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Mούπε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Kόψ’ το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.