Θα δούμε δύο ποιήματα κι ένα κείμενο για τη λειτουργία της ποίησης του λογοτέχνη Δημήτρη Α.Δημητριάδη! Μοναδικά!
Δύο ποιήματα
Μάτια ερμητικά κλειστά
Με τα μάτια κλειστά είναι καλύτερα
με βλέπω να μιλώ
να γελώ
να κλαίω
να θυμώνω
μισός εδώ
και μισός στο στερέωμα
λυμένος στα κατάρτια
και πάνω στα διερχόμενα νέφη
γλιστρώντας μέσα μου κάτι κρυφό
απόκρυφο
αφού κανείς έξω από μένα
δεν υπάρχει να το διαβάσει.
Διπλώνομαι και ξεδιπλώνομαι σαν πέταλο
σαν πυρετός
που δε χάνεται με τις ενέσεις
και τα φάρμακα
αφουγκράζομαι
κι ακούω των λέξεων την ψιλή βροχή
φωνές στα ξεροπήγαδα και στις χαράδρες
πώς σκούζουν τα λυκόπουλα
κοιτάζω τα βουνά
κι ούτε καταλαβαίνω πώς φτάνω στην κορυφή τους
τη θάλασσα κοιτάζω κι η πείνα μου φουσκώνει
παφλάζοντα νερά με τραβούν
στον κόσμο τ’ ανοιγμένο στόμα.
Ξαγρυπνώ
γέρνω στην κόψη της σελήνης μετρώντας γερανούς
σκαλώνω στ’ ανοιγμένο φτερό σου
κρεμιέμαι
χωρώ στην αγκαλιά σου
και ψηλαφώ το ρίγος σου
γίνομαι δάκρυ λαμπερό
άλογο που καλπάζει σε τρυφερές πεδιάδες.
Εδώ το κόκκινο
το πράσινο
το γαλάζιο
μια λεύκα θροΐζει
ένας σπόρος σκιρτά
ένα βρέφος ξυπνά
μικρά ματάκια με κοιτάζουν μ’ απορία.
Κομμάτια γίνονται τοίχοι
από χρυσάφι και μάρμαρο.
Αιωρούμαι
διαλύομαι
διάφανος χάνομαι μαζί με ξωτικά και πνεύματα
μαζί με τους νεκρούς που ξυπνούν
βαδίζοντας ακροποδητί
σβήνοντας τα ονόματα στα μνήματα
και στήνοντας καραούλι.
Άφοβα περνώ μ’ ανοιχτά αυτιά για την Ιθάκη.
Με τα μάτια κλειστά είναι καλύτερα
ένα πελώριο εκκρεμές
ατέλειωτα μετρά τις στιγμές μου
μέσα στο σύμπαν.
Αν αφεθείς ολοκληρωτικά
στο κάλεσμά της
Η νύχτα είναι δύσκολη υπόθεση
μπορεί να σ’ οδηγήσει σε μονοπάτια δύσμοιρα
πνιχτά
σε σώματα που προδίδουν μιαν ερεβώδη ομορφιά
ή καταρρέουν πολλαπλώς
σε τροχιά διαρκούς διασταύρωσης.
Δεν ωφελεί να ξέρεις
να υποθέτεις
να φαντάζεσαι
να βρεις μια καθαρτήριο έξοδο.
Πάντα υπάρχουν ενδεχόμενα
να συναντήσεις ναυαγούς
πνιγμένους συντρόφους σε απόκοσμες νήσους
νεκρούς που μεταφέρονται δια μέσου του νερού
ή ξεσηκώθηκαν
περιδιαβαίνοντας κρεμασμένοι στον κόσμο τον επάνω.
Φαντάσματα θα δεις από πολέμους εμφύλιους
φυλακισμένους σε παλιά και νέα Αλκατράζ
χωρίς ονόματα
χωρίς μιλιά
διαστάσεις που διανοίγουν απρόσμενα
στο χώρο και στο χρόνο
και ταξίδια θανάτου
λίγο πριν έρθει το μοιραίο.
Μπορεί ν’ αφουγκραστείς κλαγγές
οιμωγές
να αισθανθείς ανατριχίλες
ακούγοντας ιστορίες
που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα
από γενιά σε γενιά
κυκλικά
πολυφωνικά
σαν ηπειρώτικο τραγούδι.
Η νύχτα είναι δύσκολη υπόθεση
μοιάζει με σκουριασμένη αλυσίδα ισχυρή
πανίσχυρη
που σε τραβά σαν πυρετός
αν αφεθείς ολοκληρωτικά στο κάλεσμά της.
Η ύψιστη επαναστατική πράξη
Η ποίηση είναι αίνιγμα. Τίποτα απολύτως δε γνωρίζουμε για το αόρατο πνεύμα που καθοδηγεί το χέρι μας, τη στιγμή που το ποίημα γεννιέται από το τίποτα. Είναι χορός σημαινόντων κι ερωτοτροπία σημαινομένων, ψίθυρος λέξεων που κυματίζουν εντός μας είτε από μόνες τους είτε εν παρατάξει κραυγή, παιχνίδι ή ανταρσία. Και πυροτέχνημα. Πυροτέχνημα εσωτερικής καύσης κι εξωτερικής θέας.
Ποίηση είναι το όνειρο που δεν ξέρει να ξυπνήσει ή ένα όνειρο που διαρκώς αναβάλλεται. Είναι ν’ ανοίγεις το παράθυρο να πέσεις και να σε σώζει μια παγωμένη ριπή ανέμου σε μια νύχτα απόλυτης άπνοιας. Να πηγαίνεις στον πόλεμο χωρίς ελπίδα νίκης ή ήττας, απλώς από ανάγκη να παλέψεις για κάτι. Μόνο στη μάχη της νιώθεις βολικά, μια οικειότητα τρόμου, μια γλυκύτητα τρέλας, μια διέγερση πόθου. Μια ψυχική ακροβασία είναι η ποίηση. Για κάθε συνάντηση μαζί της ανταλλάσσεις λίγο ζωή και λίγο θάνατο. Η γοητεία έγκειται στο ποιος ανάμεσά σας θα πάρει τι. Είναι η κόκκινη φέτα σελήνη. Ο τρόπος που υπάρχουμε στο περιθώριο και μια καταφυγή για το παιδί του μέλλοντός μας, το προϊόν μιας εγκεφαλικής χημικής αντίδρασης ενάντια στη ματαιότητα της ύπαρξης, ενάντια στο δολοφόνο χρόνο, ένα χαστούκι στο πρόσωπο που χάσαμε πριν το βρούμε, το τελευταίο τσιγάρο του μελλοθάνατου, η πιτζάμα του ισοβίτη.
Ποίηση είναι εκείνο το Πλήρες, από το οποίο πάντα κάτι θα λείπει. Μια ματιά πίσω από τις γρίλιες και μια διαρκής πάλη με τον άλλο σου εαυτό. Διάχυτη και ρευστή, υπάρχει παντού. Μπορεί να υπάρχει σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, στη θεατρική σκηνή, στη διατύπωση μιας σκέψης, στον κινηματογράφο, στην αθωότητα ενός παιδιού, στην τρυφερότητα του ζώου. Και σ’ ένα βιβλίο βέβαια ή σ’ ένα κομμάτι μουσικό που παραλύει τη σκέψη σ’ έλλογες ερμηνείες. Είναι στον αέρα πάντοτε, ωσάν το κάτι με τα φτερά της Έμιλυ Ντίκινσον. Ένας αυτόματος μηχανισμός είναι η ποίηση, σε τοξικό περιβάλλον. Μια άμορφη μάζα που άοκνα διασπάται, συντίθεται κι αποσυντίθεται. Είναι ο τρελός λαγός του Σαχτούρη, η καραμπίνα του Χεμινγουαίη και το περίστροφο του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.
Ποίηση είναι το κάλεσμα του υπέροχου αόριστου, μια φωνή σαιξπηρικής στρίγγλας, ο ύστατος των πειρασμών, ίσως ο πιο μεγάλος. Είναι υπόγειο ρεύμα, μετατροπή του μικρόκοσμου σε σύμπαν, σαρκασμός, αυτοσαρκασμός, αμφισβήτηση όσο και πίστη, ταπεινότητα όσο και πείσμα, προσανατολισμός προς το μεγάλο και διαρκές Ερώτημα. Είναι το κουβάρι της Αριάδνης, τροχός και μάτι και κεφάλι αρχαγγέλου, κεραυνός και βροχή, μια λέξη κι ένας στίχος που θα τρέξει από το μελάνι πίσω στο αίμα. Είναι κακή. Καλή. Καλύτερη. Σπουδαία. Μεγαλοφυής. Όλες οι μορφές της είναι χρήσιμες. Όπως και η ασχήμια που ταυτοποιεί την έλλειψη της ομορφιάς.
Ποίηση είναι η προσπάθεια να βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο με το κουκούτσι της σκέψης, όπου κρύβεται η Ευρυδίκη. Αν είναι απόγνωση, σοφά είναι. Είναι ο αντίποδας του αυτονόητου, του χρηστικού, της συνήθειας. Έχει μέσα της το σπέρμα της ανυπακοής. Ποτέ δε γίνεται καθεστώς, αρνείται την ακινησία κι εξοστρακίζει την προσαρμογή θαμπώνοντας μέρα νύχτα τα κουτοπόνηρα μάτια της πραγματικότητας. Γυμνή περιφέρεται στους κοινόχρηστους χώρους κοντά σε ρημαγμένα ένστικτα, πλάι στα κομπρεσέρ, στα πεζοδρόμια, ψάχνοντας ένα λόγο σαν το πληγωμένο φάντασμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ξέρει ν’ αφουγκράζεται, συμπάσχει, οργίζεται, δεν ξεχνά να μιλά για υποτέλεια κι υπολογισμούς, πνίγεται στην αρένα και συντρίβεται κάθε στιγμή στα φλεγόμενα πεδία βολής.
Η ποίηση δε μας ανακουφίζει, ούτε παρηγορεί, ούτε καθησυχάζει. Δε δικαιώνει, δεν εκπολιτίζει, δεν εξωραΐζει. Είναι συνεχής εκχωμάτωση, η αναζήτηση του άλλου, του πέρα από μας, του άλλου τρόπου, του άλλου χρόνου. Η ύψιστη επαναστατική πράξη. Η έκρηξη της εσωτερικής έντασης, όπου ο ποιητής λιγοστεύει για να υπάρξουν μέσα του οι άλλοι.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας και διαμένει στη Θεσσαλονίκη.Πρωτοδημοσίευσε κείμενά του στα Επίκαιρα και στον Ταχυδρόμο, της Αθήνας. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες λόγου και τέχνης, με λογοτεχνικές στήλες του διαδικτύου και με τις επιθεωρήσεις πολιτικής και πολιτιστικής παρέμβασης «Κοινωνική Επιθεώρηση» και «Πολίτες». Αντιπροσωπευτικά ποιήματά του περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στα Γαλλικά, Ιταλικά, Πολωνικά και Αγγλικά. Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, δυο βιβλία πεζού λόγου και τιμήθηκε για το έργο του από το Δήμο Θεσσαλονίκης και τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος.