Δέκα ποιήματα της Αγγελικής Σιδηρά (β)

Δέκα ποιήματα της Αγγελικής Σιδηρά (β)

Σήμερα θα δούμε δέκα συγκλονιστικά ποιήματα της Αγγελικής Σιδηρά. Ο πόνος, η απώλεια, η προσπάθεια συμφιλίωσης με τον χρόνο απεικονίζονται με λόγο εύγλωττο,παραστατικό και συγκινητικό!

Τὰ ἀρώματα τοῦ ὀνείρου σου

Ἀπόψε ἀπὸ τὰ ὄνειρά σου
ξεχύνονταν λογῆς λογῆς ἀρώματα.
Πρῶτα μιὰ ἀνάμικτη εὐωδία
βανίλιας καὶ πορτοκαλιοῦ
ἀφοῦ ἡ μάνα σου εἶχε ζωντανέψει
νὰ ζυμώσει τ’ ἀγαπημένο σου γλυκό.
Λίγο μετὰ σκαρφάλωνες
στὸν φράχτη τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ
καὶ γέμισε ἡ κάμαρά μας γιασεμιά.
Ὕστερα μιὰ ὀσμὴ σιωπῆς
–ἀνάπαυλα ἐπικίνδυνη–
ὥσπου τὰ ξημερώματα
ἦρθε καὶ ξάπλωσε
ὕπουλα στὸ κρεβάτι μας τὸ ἄρωμά της
Chanel Νούμερο Πέντε
ξεδιάντροπο καὶ ἀπαιτητικό.

Ἡ μοναξιὰ ποὺ ἁπλώθηκε
ἀργότερα στὸ σπίτι
εἶχε μονάχα ἕνα
τὸ δικό μου λυπημένο ἄρωμα

Πρωτοχρονιὰ γιὰ δύο

Καλὴ χρονιά! τοῦ εἶπε.
Τινάχτηκε στὸν κρότο
ποὺ μόνη της προκάλεσε
καθὼς μὲ τὸν γνωστὸ ἐπιδέξιο τρόπο
ἄνοιξε τὴ σαμπάνια.
Ὕστερα σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα:
Πρῶτα τὸ σπίτι, τοῦ φτωχοῦ,
ἕνα δικό σου, ἕνα γιὰ μένα, τρόμαξε πάλι
νιώθοντας νὰ τὴν ἀπειλοῦν
τὰ χαραγμένα πελώρια κομμάτια.
Βλέπεις πὼς ὅσο λιγοστεύουν οἱ παρόντες
μεγαλώνουν οἱ μερίδες; γέλασε μὲ τὰ χείλη μοναχά.
Τὰ διαμάντια στὸ ντεκολτὲ
σκληρὰ κι ἀδιάφορα ἀστράφταν τὴν ὀδύνη τῶν ρυτίδων.
Ἁντίθετα τὸ κόκκινο σατέν φουστάνι
σὰ νὰ ντρεπότανε, νὰ δυσανασχετοῦσε
μ' ἐκεῖνο τὸ παχύσαρκο κορμί.
Καλύτερα νὰ εἶχε μείνει στὴ ντουλάπα
σκεφτότανε, γυμνὸ ἀπὸ χίμαιρες
μονάχο μὲ τὶς μνῆμες του.
Ὅμως κι ἐκείνη δυσφοροῦσε
μὲ τὴν ἔντονη καὶ συνεχὴ προσπάθεια
νὰ χωράει μὲς στὶς παλιές της διαστάσεις.
Ἴσως νὰ φάγαμε λιγάκι παραπάνω
ἔκανε νὰ γελάσει πάλι, ὅμως τὰ μάτια της
ὑγρὰ καὶ μακρινὰ δὲν πείθανε.

Πειράζει νὰ γδυθῶ; τὸν χάιδεψε
κι ἀμέσως ἄλλαξε γνώμη.
Πρώτη τοῦ χρόνου! Ἂς κοιμηθοῦμε
λίγο πιὸ ἀργὰ ἀπόψε.
Πὲς κι ἐσὺ κάτι επιτέλους! παρακάλεσε

Κούνησε λίγο τὴν οὐρά του.
Γάβ! γάβ! ἀπάντησε βαριεστημένα. Γάβ! γάβ!

Χριστούγεννα στὸ πατρικό μου σπίτι

«Τὴν προσευχή σας πρῶτα» μακρινὸς ἀπόηχος
μὲ ξάφνιασε τῆς μάνας μου ἡ φωνή.
Ἡ γαλοπούλα ἐπέμενε στὴν παχουλή της ἀμεριμνησία.
«Ξέχασες τὴν καρέκλα τοῦ ἀδελφοῦ σου»
μίλησε ξανὰ ἡ μάνα
κι ἡ πένθιμη γραβάτα του πατέρα μου
σκούρυνε ἀκόμα πιὸ πολύ.
Ὕστερα ὁ πατέρας ξεχνώντας
ὅτι δὲν θυμᾶται πιὰ
προσφώνησε τοὺς καλεσμένους μας ἀπόντες
ἐνῶ ἐγὼ μιὰ ἐξαίρεση σ’ ὅλην αὐτὴ
τὴν ἀπαρτία τῶν νεκρῶν ἀσφυκτιοῦσα
μὲ τὴν ἀνθρώπινη τὴν σάρκα μου ντυμένη.
Καὶ τὰ λαμπιόνια τοῦ ἔλατου
συντονισμένα μὲ τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς μου
ἀναβοσβήνανε ἄρρυθμα.
Τὸ βραχυκύκλωμα λοιπὸν ἤτανε ἀναπόφευκτο.

Τὰ παιδιά μου ποὺ ἤρθανε ἀργότερα
γιὰ νὰ μᾶς ποῦν τὰ κάλαντα
ἀπόρησαν ποὺ δὲν μπορούσανε
νὰ βροῦνε πουθενὰ τὸ σπίτι.

Δωμάτιο γηροκομείου Νο 218

Ὅλο μπερδεύει τὸ δωμάτιό του
καὶ ξαπλώνει σὲ ξένα κρεβάτια.
Σοκαρισμένες οἱ γριὲς οὐρλιάζουν
κι ἔντρομος ὁ ἐπίδοξος ὁ βιαστὴς
ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τυλίγεται
στὰ ξένα ροῦχα.

Λησμονημένη ἡδονή. Ἂν μποροῦσαν...
Θά ‘σβηναν τότε βιαστικὰ τὰ φῶτα
καὶ τὸ δωμάτιο τοῦ γηροκομείου
κάμαρα συνοικιακοῦ ξενοδοχείου
ποὺ ἡ ἐνοχὴ τὸν πόθο μεγαλώνει
θά ‘πνιγαν τὶς φωνὲς τοῦ πάθους
νὰ μὴν ἀκούγονται παράφωνες
ἀνάμεσα στὰ βογγητὰ
τοῦ πόνου καὶ τῆς ἐγκατάλειψης
τὶς ἄναρθρες κραυγὲς τῆς ἄνοιας
καὶ τὸν ὑπόκωφο γδοῦπο ἀπὸ τὰ μπαστούνια.

Στὸ νούμερο διακόσια δέκα ὀκτὼ
μιὰ κλειδωμένη πόρτα
ἕνα στενὸ ντιβάνι, τὸ λαβομάνο
κι ὁ ἰσοβίτης ἔνοικος
ἀπομεινάρι τῆς παλιᾶς ζωῆς του,
μιὰ μνήμη μόνο ποὺ δέν ξέρει νὰ θυμᾶται.

Ι.Τὸ κρυφτό

Στὸν ἀδελφό μου

Γελοῦσαν τότε σίγουρα στὸ πατρικὸ
παιδιὰ ποὺ παίζανε κρυφτό.
Ἐκείνη ὅλο τὰ φύλαγε.
Μετροῦσε: ἕνα... δύο... τρία
κι ὕστερα πάντοτε τὸν ὀσμιζότανε
λαγωνικὸ καὶ πῶς νὰ τῆς ξεφύγει!
Ἴσως νὰ τῆς τὸ κράτησε
καὶ ἄνδρας πιὰ βρῆκε τὴν πιὸ ἰδανική,
μοναδικὴ κρυψώνα. Τώρα πάλι μετρᾶ:
ἕνα... δύο... χρόνια δέκα
τὸν πιὸ μικρό της ἀδερφό:
Νίκησες! Φανερώσου πιά!
φωνάζει μὰ δὲν βρίσκει.

Οἱ θεῖες

Ποῦ πήγανε ὅλες αὐτὲς οἱ θεῖες
ποὺ μὲ φιλεύανε γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ
μ’ ἕνα σιρόπι — κλάμα μακρινὸ —
ποὺ κάποιο πένθος διαρκείας
δὲν τὸ ἄφηνε νὰ δέσει.
Ὀνόματα ρουφῆχτρες:
Καλλιόπη, Ἀγλαΐα, Περσεφόνη
ποὺ λὲς τὶς ἐξαφάνισαν
μὲς στὶς παρωχημένες ἔννοιές τους.
Πάντα θαρρεῖς γριές, πάντοτε
μὲ μιὰ βεντάλια ἀνοικτὴ
κάποια κρυφή τους θλίψη νὰ λικνίζει.
Πῶς φύγαν ἔτσι, μόνο
μ’ ἕνα σύρσιμο ἁπαλὸ φρρρ... φρ...
μιᾶς γκρίζας φούστας ἄχαρης, μακριᾶς.
Καὶ πῶς ἀποζητάω τώρα
τὰ φιλιὰ ποὺ ἀποστρεφόμουν!
Τρίχες σκληρές, ἐνστάσεις μιᾶς ζωῆς
ποὺ ξεφυτρώνανε ἀνεξέλεγκτες
μὲς ἀπ’ τὶς κρεατοελιές τους
ἀχινοί, μαῦρα μου ἀγκάθια
ποὺ μὲ ἀγκυλώνουν πάλι.

Πρω­το­χρο­νιὰ στὸν Οἶ­κο Εὐ­γη­ρί­ας

Ἀ­πό­ψε οἱ πυ­τζά­μες καὶ τὰ νυ­χτι­κὰ μεί­να­νε ἀ­πο­ρη­μέ­να, ἄ­δεια στὰ δω­μά­τια.

Οἱ γέ­ροι ἔ­πλε­αν σχε­δὸν μέ­σα στὰ σκοῦ­ρα τους κου­στού­μια μὲ τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ γυ­α­λά­δα, νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὶς μνῆ­μες ποὺ ‘χὲ συσ­σω­ρεύ­σει ὁ χρό­νος.

Του­ναν­τί­ον οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες ἀ­σθμαί­να­νε στὰ ἐ­φαρ­μο­στὰ κορ­σάζ. Κι­τρι­νι­σμέ­νες δαν­τέ­λες στοὺς πο­δό­γυ­ρους καὶ στὰ μα­νί­κια πα­σχί­ζα­νε νὰ ξε­γε­λά­σουν τοὺς ρό­ζους καὶ τὶς φλέ­βες τους.

Ἡ προ­ϊ­στα­μέ­νη ἔ­βα­λε ἕ­ναν δί­σκο στὸ γραμ­μό­φω­νο. Οἱ νό­τες ὁρ­μή­σα­νε πα­ρεί­σα­κτες στὸ θλι­βε­ρὸ σα­λό­νι. Κά­ποι­α γριὰ μὲ κα­πε­λά­κι βυσ­σι­νὶ ξε­κί­νη­σε νὰ κλαί­ει. Ὁ τρό­φι­μος τοῦ 73 μ’ ἐ­κεί­νη τὴν θε­ό­μουρ­λη τοῦ 4 ἄ­νοι­ξαν τὸν χο­ρό. Σὲ λί­γο ξε­θαρ­ρέ­ψαν καὶ σμί­ξαν τὰ ρυ­τι­δι­α­σμέ­να μά­γου­λά τους. Chick to chick! Κά­ποι­ες γρι­ές, ἐλ­λεί­ψει κα­βα­λι­έ­ρων, χο­ρεῦ­αν μό­νες τους. Ἀκ­κί­ζον­ταν, ἀ­φύ­σι­κα κου­νών­τας τὰ κυρ­τω­μέ­να τους κορ­μιά. Ὁ πα­τέ­ρας ξέ­χα­σε ὅ­τι δὲν θυ­μᾶ­ται πιὰ καὶ ἄρ­χι­σε πα­ρά­φω­να νὰ μουρ­μου­ρί­ζει τὴν Ρα­μό­να. Οἱ λί­γοι ἐ­πι­σκέ­πτες συγ­γε­νεῖς ἀ­μή­χα­νοι κοι­τά­ζα­με τὴν ὥ­ρα.

Με­τὰ κόλ­λη­σε ὁ δί­σκος στὸ γραμ­μό­φω­νο κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­νέ­χεια: Ρα­μόν, Ρα­μόν, Ρα­μόν. Αὐ­τὸ σὰ νὰ τοὺς ἄ­ρε­σε. Κου­νοῦ­σαν ρυθ­μι­κὰ τ’ ἀ­σπρό­μαυ­ρα κε­φά­λια ἐ­πι­δο­κι­μά­ζον­τας. Ξαφ­νι­κὰ κά­ποι­ος γλί­στρη­σε στὸ πά­τω­μα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι νο­μί­ζον­τας πὼς πρό­κει­ται γιὰ νού­με­ρο ἀ­κρο­βα­τι­κὸ ἄρ­χι­σαν νὰ χει­ρο­κρο­τοῦν.

Στὶς 10.30 ἐ­πι­τέ­λους ἡ προ­ϊ­στα­μέ­νη κή­ρυ­ξε τὴν λή­ξη τῆς γι­ορ­τῆς.

 Ὁ καθρέφτης μου

Τα πράγματα στην κάμαρα
έχουν προσαρμοστεί όλα στην σιωπή
εκτός από εκείνον τον καθρέφτη
που αλλάζει θέμα διαρκώς
και σ’ επαναλαμβάνει
κάθε λεπτό, προχωρημένη ένα λεπτό
έτσι που να μην ξέρεις
πώς συσσωρεύονται τα χρόνια
πώς, ενώ σκυμμένη στην ζωή σου
τόσο στενά την παρακολουθείς
βρίσκεσαι ξαφνικά
μ’ όλο αυτό το παρελθόν μπροστά σου.

Αφού δεν έχει μνήμες
ο καθρέφτης μου
μόνο μια εξοργιστική, άμεση ανταπόδοση
ούτε ένα είδωλο δεν κράτησε
απ’ όλα εκείνα που άπληστα
τόσα χρόνια του υπαγόρευα.

Όμως αυτός που αγάπησα
παραμερίζει όλες τις μετέπειτα μορφές μου
και με φωνάζει μ’ εκείνη
την αλλοτινή μου εικόνα
λάγνα νεράιδα
κάποιου μακρινού καλοκαιριού.
Όπως με φωτογράφισε
η θύμησή του τότε.

Ἡ Κούλα

Ἡ Κούλα ἦταν τὸ χαϊδεμένο παιδὶ
τοῦ μπαμπᾶ καὶ τῆς μαμᾶς της.
Τῆς Ἀγγελικῆς τὸ τηλέφωνο δὲν χτυπᾶ
καὶ τραντάζεται σύγκορμη ὅταν αὐτὸ
σπάνια κουδουνίζει.

Ἡ Κούλα ἦταν πρώτη μαθήτρια.
Βροχὴ οἱ ἔπαινοι καὶ τὰ βραβεῖα.
Ἡ Ἀγγελικὴ οὔτε σταυρόλεξα δὲν λύνει πιὰ
καὶ τὰ sudocu τῆς φέρνουν ἀνία.

Ἡ Κούλα σνομπάρισε τ’ ὄνομά της.
Ἐπέβαλε στοὺς ἄλλους νὰ τὴ φωνάζουνε
Ἀγγελικὴ

ὅμως...

ἡ Κούλα εἶχε τρία παιδιά
ἡ Ἀγγελικὴ ἔχει μονάχα δύο.

Παράλληλη ζωή

«Ἀνεμοδαρμένα ύψη»
«Το μαγικό βουνό»
«Εκατό χρόνια μοναξιά»
Πώς να ξεφύγω από την εφηβεία μου
από σας;
Χήθκλιφ! Χήθκλιφ!
θα παραληρώ παραδομένη
στην χαοτική αγάπη του
Πάντα φυματική
θ’ απολαμβάνω ατέλειωτα
τις συζητήσεις μου με τον Χανς Κάστορπ
και θα γερνάω
αιώνια αγαπώντας σε.
Μία παράλληλη ζωή
υπάρχω, μεγαλώνω
μέσα στις σελίδες τους
κι αν πέθανα τόσες φορές
ακόμα περιμένω
έφηβη πάντα
να πεθάνω.

Βιογραφικό σημείωμα

Η Αγγελική Σιδηρά Παπακώστα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Ποιήματά της έχουν μεταφρασθεί στα γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά,ισπανικά, τουρκικά και βουλγάρικα. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ιδρυτικό μέλος του Κύκλου ποιητών. Έχει λάβει μέρος εκπροσωπώντας την Ελλάδα στα εξής φεστιβάλ: στην Κωνσταντινούπολη πολιτιστική πρωτεύουσα του 2010 το 2010 ,στο Τολέδο το 2015, στην Σετ (Γαλλία) το 2016 και στην Τζένοβα το 2019. Έχει δημοσιεύσει 13 ποιητικές συλλογές. Η ποιητική της συλλογή «Silver Alert» εκδόσεις Κέδρος 2016 απέσπασε το κρατικό ειδικό θεματικό βραβείο. Έχει μεταφράσει ποιήματα της αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον. Έχει συμμετάσχει στην μαρτυρία «Αίσθηση Γυναίκας» εκδ. Καστανιώτη μαζί με άλλες 5 συγγραφείς.

 

 

 

Έννεπε Μούσα

Έννεπε Μούσα!
Για τους εραστές της ποίησης και της στιχουργικής!
Για προβολή γνωστών κι άγνωστων δημιουργών!
Για επικοινωνία μέσα από έργα αγαπημένα!
Έννεπε Μούσα!
Με όχημα την πένα, το ταξίδι, τ’ όνειρο!!!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος διαδικτυακού τόπου ΕΝΝΕΠΕ ΜΟΥΣΑ με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια της διαχειρίστριας.

Βρείτε το βιβλίο:
https://www.ianos.gr/
https://www.protoporia.gr

Τα Cookies βελτιώνουν την απόδοση της σελίδας μας. Δεν αποθηκεύουμε προσωπικές σας πληροφορίες. Μας επιτρέπετε να τα χρησιμοποιούμε;