Πρώτη Αυγούστου σήμερα κι ας ταξιδέψουμε με το όμορφο ποίημα του Διονύση Καψάλη «Αύγουστος μήνας»!
Αύγουστος μήνας- ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
Αύγουστος μήνας, έλιωνε η άσφαλτος
κάτω απ’ τις ρόδες των αυτοκινήτων,
καθώς κυλούσαμε όλοι ναρκωμένοι
θαρρείς προς κάποιο μαγικό προορισμό,
δικό του ο καθένας κι όμως ίδιο:
τόποι καταγωγής, θαμποί κι ατόφιοι,
με κόκαλα ιερά κατοικημένοι,
πολύ κοντά μας κι όμως τόσο μακρινοί –
σαν ίσκιοι συμπαγείς, σαν ψευδαισθήσεις:
η Ελλάδα που δεν ξέρει να πεθαίνει.
Κυλούσαμε, κι εμείς κι οι διπλανοί μας
κι άλλοι μπροστά και πίσω, ένα πλήθος
μέταλλα που άστραφταν στο φως του δειλινού,
καθρεφτισμοί και φευγαλέα πρόσωπα,
κάθε αυτοκίνητο και μία κιβωτός
σ’ ένα παιχνίδι επιστροφής που κάποιος
το κούρδισε και τ’ άφησε να παίζει
χωρίς κανένα νόημα· κυλούσαμε,
με όγκους βουνών που έριχναν στο δρόμο
από δασόφυτες πλαγιές λίγη δροσιά:
τον ίσκιο μιας απώλειας· κυλούσαμε
καθένας στο δικό του μικροσύμπαν
ιδιοτέλειας και προσδοκίας,
με μια λαθραία θλίψη κερδισμένη
ποιος ξέρει από ποια κρυφή συναλλαγή
με το αδιανόητο ενός άλλου κόσμου,
όλοι γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει
επιστροφή, πως δεν υπάρχει τέλος
κανένα, μόνο κίνηση και πόνος
κι ο χρόνος μιας αέναης επιστροφής
σ’ αυτό που δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει.
Κι ο ένας λέει “εδώ είναι η πατρίδα μου·
εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα,
και πάλι εδώ θα έρθω να πεθάνω”·
κι ο άλλος δεν μιλά, σχεδόν δεν νιώθει,
τα χρόνια του στιγμές που αποσταλάζουν
φόβο το φόβο σ’ ένα κέλυφος σιωπής,
με το λαμπρό τους κέντημα από μέσα
ανεύρετο ακόμη και στα όνειρα.
Όμως εκεί, μπροστά στα μάτια μας, το φως
διηγόταν μια πολύ παλιά ιστορία,
και θά ’λεγες – τίποτα δεν αλλάζει,
το ακοίμητο νερό κυλάει ακόμα
και πλέκει τον αέναό του κύκλο
μέσα σε δάση από έλατα και δρυς,
αδιάβατα ρουμάνια και χαράδρες
και ρεματιές με τα ψηλά πλατάνια,
κι ευλογημένος από μέσα τους φυσά
αέρας δροσερός τα καλοκαίρια
και κρύος το χειμώνα με τα χιόνια.
Αν είναι ακόμα αιώνιος ο κόσμος.
Κυλούσαμε όλοι, κάπου δεκαπέντε
δισεκατομμύρια χρόνια μακριά
απ’ τη μεγάλη έκρηξη· ο δρόμος
ήταν σπαρμένος με κουφάρια ζώων
που αδιάφοροι οδηγοί τα προσπερνούσαν,
το τρίχωμα, τα κόκαλα κι οι σάρκες
ένας αδιάφορος πολτός· κυλούσαμε
στην άσφαλτο που έλιωνε σαν λίπος,
ρευστοί μέσα στο φως, ιχνογραφίες
στη λάμψη του μεγάλου γυρισμού, καθώς
σωπαίνοντας κοιτούσαμε τον ήλιο
να βασιλεύει αυτοπυρπολημένος
αργά προς την αιώνια αδιαφορία.
Πηγή: Ο κρότος του χρόνου,2007