Σαν σήμερα, στις 12 Οκτωβρίου του 1944, απελευθερώνονται η Αθήνα κι ο Πειραιάς από τους Γερμανούς. Θα δούμε αποσπάσματα από το ποίημα "Αθήνα"(1944) της Ρίτας Μπούμη - Παπά! Δαφνοστεφανωμένη και περήφανη η Αθήνα γιορτάζει τη νέα της ζωή , μέσα από τα ερείπια του πολέμου!
Αθήνα (1944) - ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ -ΠΑΠΑ
Η Αθήνα βάρεσε συναγερμό μεσάνυχτα
με τις καμπάνες τις σειρήνες της ξανάπε ΟΧΙ
με την κιθάρα του Φεραίου
με ξύλα όπλα και δαδιά αναμμένα
στους δρόμους χύθηκε γδυτή
εκεί που η δόξα μόνο εβάδισε της Σαλαμίνας...
...................................................................
Παράτησαν τις εκκλησιές οι δεσποτάδες
οι μαθητές τα θρανία τους
τα τσαντήρια στον άνεμο οι γύφτοι
κι όλοι κοντά σου τρέξανε με τα πυρά κοντάρια των χεριών τους
Αθήνα που σα μαινάδα ουρλιάζεις
την οικουμενική σου απελπισία σε κάθε σταυροδρόμι...
Μαδήθηκαν του Ιλισσού οι δάφνες όλες
και τις δικές του έστειλε ο Ευρώτας
οι δάφνες σε πνίγουν σα μια βροχή πράσινη
με λευτεριάς αφιόνι ποτίζεις τα παιδιά σου
και το κορίτσι που κρατάει το τουφέκι σαν σκήπτρο
και λάμπει όσο κανένα άγαλμα στην πόλη σου
καθώς τα λιναρένια σου μαλλιά
πέφτουν βροχή μέσα απ' το κράνος!
Ο κόσμος όλος άφωνος κοιτάζει κατά δω
κ' είν' οργισμένοι οι μακρινοί νέοι με τ'άσπρα μέτωπα
που δεν μπορούν να τρέξουν στην Ελλάδα
με το Μπάιρον και τον Γκαριμπάλντι
να σου χαρίσουν Αθήνα την αρρεβώνα τους
να δουν προτού γεράσουνε
την τρέλα ντυμένη στα γιορτινά της φορέματα
τον πόλεμο του μπούστου της καθώς χορεύεις
μ'ένα γαρούφαλο στ' αφτί από ρωμέικο αίμα...
Πως αγαπούν τη λευτεριά σ'αυτά τα χώματα
μεγάλο ηφαίστειο έσκασε απ' τον κόρφο σου
μέσα στο καταχείμωνο του κόσμου
θα΄ρθούν οι παρίες της γης να ζεσταθούν απ' τη φωτιά σου
στη λάμψη αυτή που χύθηκε απ' τα ρούχα σου
άστρο του νέου Δεκέμβρη
που δε βρίσκεις σταύλο ν'ακουμπήσεις τη δόξα σου...
Τ'οδόφραγμα της γειτονιάς το χτίσαν με τραγούδια επαναστατικά,
που στέλναν οι αντάρτες μας με ρουμελιώτικα γεράκια
και ψιθυρίζαμε τέσσερα γερμανικά χρόνια στην προσευχή μας...
Στ'οδόφραγμα της γειτονιάς χτυπά η καρδιά της οικουμένης
κι ο αετός του παγκόσμιου όνειρου στις πέτρες του
απλώνει τις φτερούγες του ως πάνω σε βιβλίο.
Έβαλα και εγώ σαν το'χτιζαν μια πέτρα
βαρειά κι ασήκωτη σαν την καρδιά μου
να πει και το δικό μου όχι
μαζί μου κουβαλούσε πέτρες
κι ο ανάπηρος του Μόροβα με δεκανίκι ολανθισμένο
κι ο νηστικός ποιητής
που απάγγελνε έξαλλος κάτω από τη βροχή Ανδρέα Κάλβο
κι ένας παπάς που πέταξε το ράσο του
κι άρπαξε τον κασμά της παραζάλης.
Έτσι γινήκαν τα σχολειά νοσοκομεία
στα θρανία ξάπλωσαν συναίματα τα ίδια τα παιδιά
που κόψανε το μάθημα και χάθηκαν στους λόγγους
με τα τετράδια και τη μπαρούτη στην τσέπη...
Τυλίξτε τα ηρωικά παιδιά με τα σεμνά μάτια
σχίστε ανύπαντρες το κέντημά σας και παντρεμένες τα σεντόνια σας
δεν υπάρχουν επίδεσμοι για να λουφάξει τόσο αίμα
που απ' τις τρελές φλέβες τους πηδά στα καλντερίμια
ελάτε κορίτσια ευωδιασμένα να τα χαϊδέψετε
ελάτε απ' τα ζεστά περιβόλια
βάλτε το βελουδένιο χέρι σας
μπροστά στην κρύα στιγμή που τρέχει καταπάνω τους
με του χιονιού το σάβανο να τα σκεπάσει.
Κοιμήσου μικρό αγόρι που δε φόρεσες ποτέ παπούτσια
και το βράδυ σαν γυρνούσες απ' το μαγαζί
εμάθαινες σκοποβολή και πολυβόλο
κρυφά απ' τη χήρα μάνα σου και τον καταχτητή
γραμμένος κι εσύ στην ιερή συνωμοσία.
Είχες ένα πικρό γαρούφαλο στο στόμα
και τραγουδούσες άτρομος το θούριο του νέου κόσμου...
Σε βρήκανε γεμάτο δόξα κι άοπλο
σ'ένα χαντάκι της Καισαριανής
μ'ένα κομμάτι ψωμί για τρόπαιο στα δάχτυλά σου.
Πηγές: Παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ρίτας Μπούμη-Παπά,Διόσκουροι
& https://www.msn.com