Σαν σήμερα, στις 23 Ιουνίου 2005 έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης. Θ'ακούσουμε έξι μελοποιημένα ποιήματά του. Τη μουσική υπογράφουν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου!
Όταν μιαν άνοιξη
Ποίηση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα `ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα `ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε
Το σκάκι
Ποίηση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Μουσική: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ερμηνεία: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΤΟΣ
Έλα να παίξουμε...
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει από καιρό
πριν από μένα
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις
Έλα να παίξουμε...
Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που έρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις έριες παρατάξεις
Έλα να παίξουμε...
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα...
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει από καιρό
πριν από μένα
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις
Έλα να παίξουμε...
Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που έρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις έριες παρατάξεις
Έλα να παίξουμε...
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα...
Φίλοι που φεύγουν
Ποίηση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ερμηνεία: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΙΑΤΣΑΡΑΣ
Φίλοι που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.
Εφιάλτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα.
( μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά; )
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.
Εφιάλτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα.
( μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά; )
Δρόμοι παλιοί
Ποίηση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΟΡΜΠΑΛΑ
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους μου
Ποίηση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Μουσική: ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
Ερμηνεία: ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Πώς να μιλήσω
Το πλήθος δάμαζε τους δημεγέρτες
Και τους πλάνους
Μες στιλέτα κάρφωναν τα δικά μου λόγια
Πώς να μιλήσω
Όταν στήνονταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα;
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να μιλήσω
Ποιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η κλαίρη ο Ραούλ
Η οδός Αιγύπτου
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές
Και παραμύθια
Έχει στηθεί η σκηνή
Μα δε φωτίζουνε οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είναι εδώ
αντάξια του δράματος
γενεές γενεών υποκριτές:
η θλιβερά ερωμένη
ο άνθρωπος με το χαμόγελο
ο επίορκος
τα κουδουνάκια του τρελού
κάθε κατώτερη ράτσα
άρχοντες και πληβείοι
κι αυτοτιμωρούμενοι
Πώς τόσα πρόσωπα
να γίνουν αριθμοί
και τόσα γεγονότα
απλά βιβλία
χωρίς την επινόηση
νέας διάταξης στοιχείων
χωρίς νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Το πλήθος δάμαζε τους δημεγέρτες
Και τους πλάνους
Μες στιλέτα κάρφωναν τα δικά μου λόγια
Πώς να μιλήσω
Όταν στήνονταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα;
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να μιλήσω
Ποιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η κλαίρη ο Ραούλ
Η οδός Αιγύπτου
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές
Και παραμύθια
Έχει στηθεί η σκηνή
Μα δε φωτίζουνε οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είναι εδώ
αντάξια του δράματος
γενεές γενεών υποκριτές:
η θλιβερά ερωμένη
ο άνθρωπος με το χαμόγελο
ο επίορκος
τα κουδουνάκια του τρελού
κάθε κατώτερη ράτσα
άρχοντες και πληβείοι
κι αυτοτιμωρούμενοι
Πώς τόσα πρόσωπα
να γίνουν αριθμοί
και τόσα γεγονότα
απλά βιβλία
χωρίς την επινόηση
νέας διάταξης στοιχείων
χωρίς νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Μιλώ
Ποίηση: ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Μουσική: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ερμηνεία: ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.