Ένας φούρναρης έψηνε τα ψωμάκια του για τα Χριστούγεννα... Ένας απρόσμενος διάλογος μ'ένα ζυμαράκι και μια αναπάντεχη βοήθεια από μια νεράιδα έφτιαξαν τη μέρα του! Αυτά θα δούμε στο παραμύθι "Το μαγικό ζυμάρι" της Θωμαής Τσιμερίκα!
Το μαγικό ζυμάρι -ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό χωριό , ζούσε ένας καλόκαρδος φούρναρης. Ο κυρ Ανέστης. Κάθε μέρα , ξυπνούσε πολύ πρωί , πήγαινε στο φούρνο του , που τον είχε κληρονομήσει από τον παππού του και ζύμωνε με τα μαγικά χεράκια του ψωμάκια , κουλουράκια , πιτούλες , γλυκά και άλλα πολλά.Έτσι και σήμερα ζύμωσε , έψησε και όταν ετοιμάστηκε να φύγει για το σπίτι, γιατί ήταν παραμονή Χριστουγέννων και τον περίμενε η οικογένειά του, άκουσε μια λεπτή φωνούλα « Ε , κυρ Ανέστη , για πού το έβαλες ; Πού με αφήνεις μόνο ; Φοβάμαι το σκοτάδι» . Ο κυρ Ανέστης τρόμαξε , κοίταξε από δω , κοίταξε από κει , ξαφνικά σε μια λεκανίτσα βλέπει ξαπλωμένο ένα κομμάτι ζυμαράκι . Σκύβει πιο κοντά του και το ρωτά « Εσύ με φώναξες ; πλησιάζουν Χριστούγεννα, βιάζομαι σπίτι μου να πάω , θα τα πούμε τη Δευτέρα».
Το ζυμαράκι όμως σαν τα άκουσε όλα αυτά , άρχισε να κλαίει δυνατά . « Μην με αφήνεις μόνο , καλέ μου φούρναρη και εγώ ότι θες θα σου χαρίσω» . « Βρε τι έπαθα απόψε!» μουρμούρισε από μέσα του ο κυρ Ανέστης και συνέχισε « Σαν τι θα μπορούσες να μου χαρίσεις εσύ ένα κομμάτι ζυμάρι;». Το ζυμαράκι που ήταν γενναίο του είπε « Πλάσε με και μένα κουλουράκια και πάρε με μαζί σου» . Ο κυρ Ανέστης είχε τόσο καλή καρδιά, που το λυπήθηκε και θέλησε να το βοηθήσει , αλλά σαν τι θα μπορούσε να το κάνει ; Γιατί κουλουράκια είχε κάνει πολλά σήμερα. Αναρωτιόταν όταν χτύπησε το τζάμι η νεράιδα των Χριστουγέννων. Ο κυρ Ανέστης έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα. « Όλα τα παράξενα απόψε θα μου συμβούν» είπε από μέσα του και άνοιξε την πόρτα.
Η νεράιδα τον ρώτησε« Φαίνεσαι στεναχωρημένος , τι σε απασχολεί ; Πες μου , μπορεί λύση να βρεθεί» . Ο καλόκαρδος φούρναρης της άνοιξε την καρδιά του , είπε τα μυστικά του , είπε και για το ζυμαράκι . Τότε η νεράιδα τον ακούμπησε με το ραβδάκι στην πλάτη και του είπε « Μην στεναχωριέσαι , θα σου πω τι θα μπορούσες να ζυμώσεις με αυτό το παραπονεμένο ζυμαράκι.Πλησιάζουν Χριστούγεννα , ζύμωσε ψωμάκι μυρωδάτο με μέλι και κανέλα . Κέντησέ το με χρυσό βελόνι , λούλουδα χρυσά και βούτηξε καρύδια να τα έχει συντροφιά». Ο κυρ Ανέστης έβαλε πάλι την άσπρη ρόμπα του , η νεράιδα έβγαλε ένα φθαρμένο χαρτί από την τσέπη της και άρχισε να του διαβάζει τη συνταγή . Ήταν της γιαγιάς της , την έκανε κάθε χρόνο παραμονή Χριστουγέννων , στη νεραιδοχώρα . Ο κυρ Ανέστης ζύμωνε και ζύμωνε και τελειωμό δεν είχε.
Η νεράιδα βουτούσε στο αλεύρι , κρυβόταν κάτω από αυτό , ώσπου ο φούρναρης έκανε ένα στρογγυλό ψωμάκι , το στόλισε με φυλλαράκια, λουλουδάκια και όταν ετοιμάστηκε να το βάλει στον ξυλόφουρνο για να ψηθεί , άκουσε φωνές έξω στο δρόμο. Τρέχει να δει τι συμβαίνει. Μόλις άνοιξε την πόρτα , πήδησε μέσα ένα καρύδι . « Τι συμβαίνει ;» το ρωτά . « Αχ καλέ μου φούρναρη σώσε με , ένας σκίουρος με κυνηγά». Έσκυψε ο κυρ Ανέστης , το πήρε και το έβαλε στην βαθιά τσέπη του. Τότε η καλή νεράιδα του είπε « Έχω μια ιδέα , να βουτήξεις το καρύδι μέσα στο στολισμένο ψωμί ,εκεί θα βρει την ευτυχία». Έτσι ο καλός φούρναρης έβγαλε το καρύδι από την τσέπη του και το έβαλε προσεκτικά στο κέντρο του ψωμιού. Το ζυμαράκι φαινόταν χαρούμενο, είχε πάνω του τόσα στολίδια. Τι τυχερό που ήταν. Η νεράιδα το έβαλε στον ζεστό φούρνο.Όταν ψήθηκε το έβγαλε η ίδια , γιατί ο κυρ Ανέστης ξεκουραζόταν.
Το ψημένο τώρα πια ψωμάκι χαμογέλασε στους φίλους του . Ο κυρ Ανέστης αφού καθάρισε τον πάγκο , πήρε στον ώμο τη νεράιδα και στα δυο του χέρια το στρόγγυλο ψωμάκι και ξεκίνησαν για το σπίτι. Μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα , το ρολόι χτύπησε δώδεκα,η νεράιδα έγινε αόρατη,μπήκε μέσα απαρατήρητη και πήγε και κάθισε πάνω στο πιάτο της σούπας . « Ευκαρία να φάω και λίγο γιατί γουργουρίζει το στομαχάκι μου» σκέφτηκε . Τα παιδιά και η γυναίκα του άρχισαν τις ευχές. « Χρόνια πολλά , Καλά Χριστούγεννα με υγεία μπαμπά , άργησες» , του λέγαν τα παιδιά του. « Άργησα αλλά , τι σας έφερα , γρήγορα όλοι στο γιορτινό τραπέζι» τους είπε .Όταν όλοι κάθισαν ,έβγαλε το ψημένο μυρωδάτο ψωμί πάνω στο τραπέζι , το σταύρωσε και φώναξε « Γεννήθηκες λίγο πριν τα Χριστούγεννα , γι'αυτό σε βαφτίζω Χριστόψωμο , ψωμί του Χριστού , γι'αυτό έγινες τόσο όμορφο και μυρωδάτο».
Άρχισε να το κόβει μια - μια φέτα και να δίνει στον καθένα , ακόμα και για τη νεράιδα έκοψε. Ήξερε ότι ήταν μέσα στο σπίτι και για σήμερα ήταν η βοηθός του , έπρεπε να ανταμειφθεί. Ξαφνικά η μικρή του κόρη φώναξε « Φλουρί , κέρδισα φλουρί» . Ο κυρ Ανέστης έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν είδε ένα χρυσό φλουρί στα χεράκια της θυγατέρας του. Τότε κατάλαβε ότι το ζυμαράκι ήταν μαγικό , είχε πράγματι κάτι να του χαρίσει και το ζυμαράκι , που τώρα ήταν ψωμάκι , του χάρισε και τα επόμενα χρόνια φλουριά, γιατί το έπλαθε με αγάπη και το ζυμαράκι το καταλάβαινε αυτό. Άρχισε κάθε χρόνο , παραμονή Χριστουγέννων να ζυμώνει και να ψήνει Χριστόψωμα. Η φήμη του απλώθηκε σε όλη τη χώρα. Κάθε Χριστούγεννα του δινόταν μεγάλες παραγγελίες από όλα τα γύρω χωριά.Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα ! Και η νεράιδα , τον επισκεπτόταν κάθε παραμονή Χριστουγέννων...