Μια μάνα αποχωρίζεται το βρέφος της για κοινωνικούς λόγους. Η άσβεστη προσμονή την κατακαίει να ξανασυναντηθούν σε κάποιο σταυροδρόμι του βίου. Τη συνέχεια θα τη δούμε στο διήγημα του Βασίλη Κυπριωτάκη "Ο χαμένος γιος και ο Άγιος" (Στην εποχή του κορονοϊού)!
Ο χαμένος γιος και ο Άγιος-ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
( Στην εποχή του κορονοϊού)
Τις Κυριακές, συνήθως πρωινά, η Μαρία Πολίτη έβαζε τα μαύρα γυαλιά της και πήγαινε σε κάποια παιδική χαρά. Καθόταν σε μία γωνιά και χάζευε τα παιδάκια που έπαιζαν. Χρόνια τώρα είχε αυτή τη συνήθεια. Χρόνια τώρα καιγόταν η καρδιά της, κάθε που έβλεπε μια παιδική ψυχή να περνά δίπλα της. Κοίταζε και παρατηρούσε το προσωπάκι του, τα μαλλιά του, το σώμα του και μονολογούσε μέσα της:
- Ίσως έτσι θα 'ταν και το δικό μου. Σαν αυτό το αγοράκι που κάνει τσουλήθρα θα ήταν κι αυτό που έδωσα.
Όμως ίσως έτσι θα ήταν το εγγόνι της, όχι εκείνο, αφού είχαν περάσει τέσσερις δεκαετίες από τότε. Φοιτήτρια στην πρωτεύουσα ήταν. Ένα άπειρο κορίτσι της επαρχίας. Γρήγορα έζησε την εκμετάλλευση. Γέννησε εκείνο το αγόρι μόνη. Είχε κάνει γι ‘αυτό πολλά όνειρα, πιστεύοντας τις υποσχέσεις του άντρα που είχε αγαπήσει. Μα αυτός την εγκατέλειψε λίγες μέρες πριν και έφυγε στην Αμερική. Έκλαψε πολύ και με κρύα καρδιά δέχτηκε την πρόταση να το δώσει μόλις το γέννησε, στον μαιευτήρα και ιδιοκτήτη εκείνης της μικρής κλινικής.
Δεν έχω παιδί της είπε, εσύ είσαι μόνη σου, άφησέ μου το και θα ζήσει μία πολύ καλή ζωή. Θα σπουδάσει στα καλύτερα σχολεία. Αν το πάρεις μπορείς να του προσφέρεις όλα αυτά;
Το άφησε με κρύα καρδιά αναλογιζόμενη πώς θα είχε μια καλύτερη τύχη κοντά σ' αυτόν τον γιατρό. Του πέρασε στο μικρό του λαιμό το σταυρουδάκι που φορούσε η ίδια και το αποχαιρέτησε με πολλά δάκρυα μόλις της το πήραν από κοντά της. Δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και τα βήματά της την έφεραν ξανά στην κλινική. Ήθελε να μάθει πως ήταν ο μικρός της γιος. Πώς μεγαλώνει. Αν ήταν καλά. Όμως το κτίριο ήταν έρημο και τα ίχνη του γιατρού είχαν χαθεί.
Ακόμα και η επιγραφή "Μαιευτήριο Λυκούργου Αυγέρη", είχε σβηστεί. Έκλαψε με αναφιλητά σαν συνειδητοποίησε πως δεν θα ξανάβλεπε το παιδί της.
Αποφάσισε να τελειώσει τις σπουδές της και συγχρόνως δούλευε σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Καθαρίστρια στην αρχή, ύστερα υπάλληλος για όλες τις δουλειές. Σκληρά χρόνια, μα και η ίδια είχε γίνει σκληρή γυναίκα. Μία πολύ όμορφη γυναίκα, που θα έπαιρνε το μέλλον στα χέρια της με τους δικούς της κανόνες παιχνιδιού. Ορκίστηκε να μην αφήσει κανέναν πια να την εκμεταλλευτεί, μα η ίδια θα εκμεταλλευόταν τον οποιοδήποτε.
Κοιμήθηκε σε πολλές αγκαλιές για ν' ανέβει επαγγελματικά, μα πιο πολύ κοινωνικά. Οι σπουδές, της επέτρεψαν να πιάσει καλύτερη δουλειά σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Γρήγορα δούλεψε στη διοίκηση. Εκεί γνώρισε τον ιδιοκτήτη. Έναν υπερήλικα της υψηλής κοινωνίας. Όλα έγιναν όπως τα υπολόγιζε. Στο επόμενο διάστημα ήταν η κυρία του αφεντικού. Δεν άργησε ο καιρός για να κάνει το απόλυτο κουμάντο, μετά το θάνατό του.
Κι ύστερα αποδείχτηκε πως οι επιχειρήσεις ήταν το προσόν της. Γρήγορα ανοίχτηκε σε οίκους μόδας και κοσμημάτων. Ο οίκος "lui et moi" έγινε ο πρώτος στη χώρα. Τον ονόμασε έτσι για εκείνο το αγόρι που γέννησε τότε και που ποτέ δεν έφυγε από την καρδιά της. Άνοιξε καταστήματα και στο εξωτερικό.
Πολλά τα ταξίδια , πολλές και οι μέριμνες. Λίγες οι ώρες που μπορούσε να ηρεμήσει. Χόρτασε από χρήμα, χόρτασε από δουλειά και ίσως και από δόξα. Τα είχε όλα. Ένα μόνο της έλειπε. Το παιδί της. Ο γιος που ποτέ δεν μεγάλωσε,που ποτέ δεν αγκάλιασε και που ποτέ δεν χόρτασε.
Μόνο τις Κυριακές είχε αφιερώσει στον εαυτό της. Έκλεινε τα τηλέφωνα και περιφερόταν μόνη σε παιδικές χαρές, βλέποντας με τη φαντασία της ότι συμμετείχε με το μικρό της αγόρι, στις χαρούμενες φωνές που ακούγονταν στο χώρο. Ήθελε να καλύψει όλες εκείνες τις στιγμές που έχασε τόσα χρόνια. Το είχε ίσως ανάγκη η ψυχή της κι ας ήταν όλα παιγνίδια του μυαλού της. Της είχε γίνει σιγά σιγά έμμονη ιδέα. Άρχισε να μπερδεύει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Είδαν το πρόβλημα οι κοντινοί συνεργάτες της,που διακριτικά της είπαν να επισκεφτεί κάποιον γιατρό.Πήρε την απόφαση να ζητήσει την βοήθεια ενός ψυχολόγου, που συνεργαζόταν με κάποια από τις εταιρείες της. Την παρέπεμψε σε ψυχίατρο. Πήγε σε πολλούς, μα λύτρωση δεν βρήκε.
Μια μέρα που γύριζε από κάποιον με πολλές περγαμηνές γιατρό των ψυχικών νόσων, περνώντας από την πλατεία Κλαυθμώνος, σύρθηκε με αργά βήματα σχεδόν απελπισμένη,σε μια παλιά βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται πιο κάτω. Είχε πολλά χρόνια που ούτε τον σταυρό της δεν έκανε. Μπήκε να παρακαλέσει μια άλλη μάνα, που είχε πονέσει περισσότερο από κείνη. Πολλά τα δάκρυα μπροστά στην εικόνα της. Μέσα της ήταν σίγουρη πως την είχε ακούσει.
Σαν τελείωσε και γύρισε να φύγει, είδε έναν γέροντα ιερέα να κάθεται σ' ένα στασίδι κοντά στο ψαλτήρι. Ήταν τόσο σεβάσμιος που αισθάνθηκε την ανάγκη να τον πλησιάσει.Πήγε κοντά του και ζήτησε να εξομολογηθεί για πρώτη φορά στην ζωή της. Έλα παιδί μου,της είπε. Πήγαν σε μια απόμερη γωνιά, άλλωστε η εκκλησία ήταν έρημη. Μόνο μια νεωκόρος φαινόταν στα σκαλιά να καταγίνεται με την καθαριότητα της εισόδου. Με πολλά αναφιλητά έβγαλε τα κρίματα και τα λάθη που την έπνιγαν. Τα δάκρυά της ξέπλυναν και καθάρισαν την ψυχή της. Ο γέροντας την άκουγε σκεφτικός μα ικανοποιημένος. Στο τέλος τον ρώτησε με λαχτάρα.
- Θα τον ξαναδώ; Θα μπορέσω ποτέ να τον αγγίξω;
- Θα τον ξαναδείς κόρη μου! Ίσως και να τον αγγίξεις. Ξέρεις, όλα γίνονται με πολλή προσευχή.
Βγήκε ανάλαφρη και ανέβηκε τα σκαλιά σχεδόν τρέχοντας, ξαλαφρωμένη από τα βάρη που την έπνιγαν. Μα να, ξέχασε να ρωτήσει το όνομα του γλυκύτατου παππούλη, που με τόση διάκριση της μετέδωσε ξανά την παιδικότητα στην ψυχή της. Γύρισε να ξαναμπεί στον ναό όταν είδε την νεωκόρο να κλειδώνει.
- Ξεχάσατε τίποτα; Την ρώτησε.
- Όχι,κάτι θέλω να ρωτήσω τον γέροντα.
- Ποιον γέροντα.
-Αυτόν που με εξομολόγησε πριν λίγο.
-Δεν υπάρχει κανένας μέσα. Ο ιερέας έχει φύγει πριν πολλή ώρα. Αν θέλετε εξομολόγηση να περάσετε αύριο το απόγευμα.
- Μα....
Κάτι πήγε να πει, αλλά η νεωκόρος την είχε ήδη προσπεράσει και απομακρυνόταν βιαστική. Κάθισε στα σκαλιά της εκκλησίας και προσπαθούσε να βάλει σε μία τάξη τις σκέψεις της. Είχε περάσει πολλές φορές από αυτήν την εκκλησία, αλλά πρώτη φορά μπήκε μέσα και προσευχήθηκε. Η χαρά δεν είχε φύγει από μέσα της. Το έδειχναν τα μάτια της. Τα χείλη της σχημάτιζαν χαμόγελο μιας κρυμμένης ευτυχίας που ξαναβγήκε στο φως. Υπάρχουν τα πάντα στην ψυχολογία, της είχε πει τούτος ο γέροντας πριν, ένα μόνο της λείπει,η χαρά. Τούτη υπάρχει μόνο στον Χριστό. Ποιος ήταν τούτος ο παπάς που της ξανάδωσε πίσω την ζωή και γιατί της είπε η γυναίκα πως είχε φύγει. Θα ξαναπεράσω αύριο σκέφτηκε. Πέρασε την επόμενη με την ελπίδα να τον ξανάβλεπε, όμως ένας άλλος ιερέας βρισκόταν στο ναό. Δεν ήταν εκείνος που την εξομολόγησε. Τον ρώτησε για τον χθεσινό που συνάντησε, μα της είπε πως μόνο αυτός διακονεί τούτο το εκκλησάκι. Έφυγε προβληματισμένη.
Άρχισε να πηγαίνει τακτικά σε κείνη την εκκλησία. Είχε μια δίψα η ψυχή της να ξαναδεί εκείνο τον παπά. Μια Κυριακή σαν πήγε να προσκυνήσει την μεγάλη εικόνα της Παντάνασσας που ήταν δίπλα στην είσοδο, έκανε πίσω ξαφνιασμένη. Μια μικρότερη εικόνα ήταν στη βάση της. Εκεί είδε την μορφή του. Ήταν η μορφή το γέροντα που την έχει εξομολογήσει. Έγραφε το όνομα κάποιου άγνωστου για αυτήν Αγίου. Έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. Έπιασε την εικόνα και την έφερε στα χείλη της πολλές φορές. Τα δάκρυα έτρεχαν πάνω στη μορφή του γέροντα. Αναρωτιόταν, πώς μια αμαρτωλή σαν αυτή, μπόρεσε να προσελκύσει έναν άγιο. Το μικρό εκκλησίασμα γύρισε προς το μέρος της και κάποιος προσφέρθηκε να δώσει το κάθισμά του να καθίσει, νομίζοντας πως είχε κάποιο πρόβλημα υγείας.
Μόλις τελείωσε η λειτουργία άρχισε να ρωτάει για τον άγιο της εικόνας. Της είπε λίγα πράγματα με καλή διάθεση ένας επίτροπος, που της έδωσε και μια μικρή πλαστικοποιημένη εικονίτσα. Το επόμενο διάστημα διάβασε τον βίο του και ότι ήταν γραμμένο γι’ αυτόν τον άγιο. Έμαθε πολλά μα προπάντων έμαθε πως να ζει αληθινά.
Οι συνεργάτες της έβλεπαν ένα άλλο άνθρωπο, διαφορετικό. Η ίδια άρχισε να πετάει πολλά από τα βάρη που είχαν πνίξει τη ζωή της, ακολουθώντας την συμβουλή του άγιου γέροντα. Έδωσε πρωτοβουλίες και περισσότερα καθήκοντα σε πολλούς συνεργάτες της. Και τα μάτια της έψαχναν να βρουν και να δώσουν παρηγοριά σε πονεμένους συνανθρώπους. Άρχισε σιγά-σιγά να αποσύρεται από τις εταιρείες του εξωτερικού. Έκανε αρχή από την Γαλλία, όπου πούλησε όλες τις μετοχές των δύο εταιρειών καλλυντικών που είχε σ' αυτή την χώρα.
Πριν δύο μήνες πήγε στο Μιλάνο για να υπογράψει την μεταβίβαση της εταιρείας ενδυμάτων, σε κάποιον Ιταλό επιχειρηματία. Όμως πριν τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις άρχισε να έχει συμπτώματα μιας βαριάς γρίπης με πολύ υψηλό πυρετό και δύσπνοια. Μεταφέρθηκε σε κάποιο νοσοκομείο. Εκεί διαπιστώθηκε ότι ήταν φορέας του καινούργιου ιού covid 19 που πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα. Μέρα με την μέρα χειροτέρευε. Την έβαλαν στην εντατική. Κάθε μέρα έβλεπε και κάποιον να πεθαίνει. Φοβήθηκε πως θα πάθει το ίδιο. Όμως ο υπεύθυνος ο δόκτωρ Αβκέρι που της έδειχνε μια ιδιαίτερη συμπάθεια την καθησύχασε.
- Μην φοβάστε δεν θα σας αφήσω να πάθετε τίποτα. Αυτοί που έφυγαν είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα από τον ιό. Έχω κι ένα λόγο παραπάνω μιας κι είστε και συμπατριώτισσά μου, της είπε σε άπταιστα ελληνικά.
-Είστε Έλληνας; Τον ρώτησε με ενδιαφέρον, κάνοντας προσπάθεια να ακουστεί μέσα από τα πολλά μηχανήματα που της σκέπαζαν το πρόσωπο.
- Ναι! Κώστας Αυγέρης. Συγνώμη που δεν μπορώ να σας δώσω το χέρι μου. Όπως βλέπετε είμαστε όλοι σαν αστροναύτες εδώ.
Χτύπησε λίγο ακαθόριστα η καρδιά της, αλλά το απέδωσε στην εξασθενημένη υγεία της και στο πάλεμα του οργανισμού της να επανέλθει. Όλες τις μέρες είχε την αίσθηση πως εκείνος ο άγιος παπάς που συνάντησε στην παλιά εκκλησία ήταν συνεχώς δίπλα της. Και να, τώρα τον βλέπει να στέκει δίπλα σε τούτο τον γιατρό και να σχηματίζουν τα χείλη του το μόνιμο χαμόγελο που έχει και στις εικόνες η μορφή του.
- Αυγέρης; Είπε και άκουσε την καρδιά της σαν να θέλει να βγει από τα στήθια της.
- Ήξερα έναν μαιευτήρα παλιά με αυτό το όνομα. Είχε και μια κλινική στην Αθήνα.
- Ήταν ο πατέρας μου, πέθανε πριν λίγους μήνες, τον άκουσε να λέει πριν αρχίσουν τα μηχανήματα που ήταν συνδεδεμένη, να βγάζουν τους περίεργους ήχους, ότι κάτι δεν πάει καλά.
Την είδε να πνίγεται και τα μάτια της να τρέχουν σαν βρύσες.
- Παιδί μου,αγόρι μου σε βρήκα,την άκουσε να λέει πριν χάσει τις αισθήσεις της.
Την επανέφερε με την βοήθεια των συναδέλφων του, αφού και του ίδιου η καρδιά πήγαινε να σπάσει στο στήθος από αυτό που άκουσε. Τα πράγματα πήραν γρήγορα το δρόμο τους. Βγήκε τις επόμενες ημέρες από το νοσοκομείο, χωρίς άλλα προβλήματα υγείας. Και μετά την καραντίνα μερικών ημερών μπόρεσε να αγκαλιάσει τον γιο της. Φορούσε το σταυρουδάκι της. Αυτό που του έβαλε στο λαιμό όταν τον έδωσε. Ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε, λίγο πριν φύγει από την ζωή, του τα είχε εκμυστηρευτεί όλα. Η γυναίκα του, που νόμιζε μητέρα του, είχε πεθάνει χρόνια πριν. Είχε σκοπό να έρθει στην Ελλάδα και να αναζητήσει την πραγματική του μάνα. Όμως ο ουρανός σχεδίασε αλλιώς. Οι Άγιοι πολλές φορές γράφουν σενάρια που ξεπερνούν και τους πιο ευφάνταστους συγγραφείς. Ένα από αυτά έζησαν η Μαρία και ο Κώστας, ο χαμένος της γιος.
Βιογραφικό σημείωμα
Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους και στα Αστερούσια όρη της Κρήτης. Είναι απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευθεί πολλές φορές για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Έχει εκδώσει το 2015 την ποιητική συλλογή "Λιβυκόν" και το ίδιο έτος συλλογή με μαντινάδες του, με τίτλο" Του Λιβυκού". Υπό έκδοση είναι το μυθιστόρημά του με τίτλο" Μαθιός και Νεϊρμάν, στη Κρήτη των θρύλων, των αγίων, των ηρώων". Ποιήματα και διηγήματα δικά του, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και μη, καθώς και σε τόμους με συλλογές ποιημάτων λογοτεχνικών συλλόγων. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.