Θα δούμε ένα παραμύθι για τις περιπέτειες του κυρ-Μαϊντανού και των φίλων του. "Ο κυρ-Μαϊντανός και η παρέα του" από τη Θωμαή Τσιμερίκα!
Ο κυρ-Μαϊντανός και η παρέα του-ΘΩΜΑΗ ΤΣΙΜΕΡΙΚΑ
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν κήπο ολοπράσινο ζούσε ο κυρ -Μαϊντανούλης. Ήταν ένα ανθρωπάκι με πράσινα μαλλιά , χέρια μαλακά και στο πρόσωπο είχε ένα σημάδι....από το ψαλίδι του γέρου κηπουρού . Ένα πρωινό που ο κυρ- Μίλτος περιποιόταν τον κήπο με τα μυρωδικά...δεν φορούσε τα γυαλιά , δεν κοίταζε καλά και συμφορά τραυμάτισε με το ψαλίδι κλαδέματος το πράσινο ανθρωπάκι.
Ο Κυρ- Μαϊντανούλης πόνεσε τόσο που λιποθύμησε.Ο κηπουρός στεναχωρέθηκε. Έπρεπε να βρει λύση να τον επαναφέρει στη ζωή του κήπου . Τα υπόλοιπα μυρωδικά έτρεξαν να βοηθήσουν. Ο νεαρός Άνηθος πέρασε από μπροστά του και άφησε το άρωμά του. Τότε ο Μαϊντανούλης κούνησε τα χεράκια του και χαμογέλασε. “ Τι μου συνέβη;” ρώτησε με αγωνία. Το Σέλινο με την μεγάλη μύτη του απάντησε. “ Λιποθύμησες αφού σε τραυμάτισε ο κυρ- Μίλτος , μην του κρατάς κακία , γέρασε και η όρασή του δεν είναι καλή “.
Ο Κυρ -Μαϊντανούλης σηκώθηκε σιγά σιγά και κάθισε πάνω στο κολοκυθάκι σκεφτικός. Τότε άκουσε μια φωνή. “ Κυρ -Μαϊντανούλη είμαι η γειτόνισσά σου η κυρά Πορτοκαλιά , είμαι φορτωμένη με βιταμίνες C , θα σου στείλω μερικές με το αεράκι . Όταν σε αγγίξουν θα αναπνέεις καλύτερα , θα βλέπεις καλύτερα και θα κάνεις πιο εύκολα την πρωινή γυμναστική σου “. Ο Μαϊντανούλης δέχτηκε με χαρά. Έτσι περνώντας το αεράκι την επόμενη μέρα το φόρτωσε η κυρά πορτοκαλιά με πολλές βιταμίνες C . Το αεράκι φύσηξε μετά απαλά και καθώς ο Μαϊντανούλης ήταν ξυπνητός πήρε στην αγκαλιά του τις βιταμίνες. Τις έβαλε κάτω από το πράσινο κορμάκι του και κάθε που ένιωθε αδυναμία έπαιρνε και μία. Ώσπου μεγάλωσε , ψήλωσε τόσο που ούτε ο κηπουρός τον αναγνώριζε.
Άρχισε να ανησυχεί που δεν τον έβλεπε και άρχισε να φωνάζει « Μαϊντανούλη πού είσαι;». « Εδώ κυρ -Μίλτο κοντεύω να φτάσω τον ήλιο» απάντησε με ενέργεια ο Μαϊντανούλης. Γυρνά ο κηπουρός προς το μέρος που ακουγόταν η φωνή και έμεινε έκπληκτος από το θέαμα. Ο Μαϊντανούλης είχε μεγαλώσει τόσο που όλον αυτόν τον καιρό δεν τον αναγνώριζε. Το σημάδι από το ψαλίδι κλαδέματος χάθηκε. Κάθε πρωί σήκωνε τα χεράκια του , τα πράσινα φυλλαράκια του στον ουρανό και μιλούσε με τον ήλιο. Ο Μαρουλάκης τα έβλεπε όλα αυτά και ζήτησε από την κυρά Βασιλική να τον ποτίζει πιο συχνά για να φτάσει και αυτός τον Μαϊντανό και το σέλινο που η ευωδιά του ήταν μια και μοναδική στον κόσμο. Στο μόνο που δεν ήθελε ο τρυφερός Μαρουλάκης να του μοιάσει , ήταν η μεγάλη του μύτη. Αν και της είχε κάνει πολλές επεμβάσεις ,παρέμεινε μεγάλη με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συχνά ανάμεσα στα άλλα μυρωδικά.
Ο Ανηθούλης αδύνατος και αγαθούλης τα παρακολουθούσε κάθε μέρα. Ήταν φιλικός με όλους, αλλά περισσότερο με τον Μαρουλάκη .Πολλές φορές οι δυο τους πήγαιναν για μπάνιο στη μεγάλη γαβάθα με το λαδάκι. Κολυμπούσαν και κάθονταν για ηλιοθεραπεία. Κάποια μέρα όμως θύμωσαν με τη νοικοκυρά γιατί ήθελε να τους βάλει στη σαλάτα λέγοντας ότι δεν είναι σγουροί. Ο Μαρουλάκης και ο Ανηθούλης τρόμαξαν τόσο που κοίταξαν ψηλά. Τότε είδαν μια λευκή πεταλούδα που μάθαινε γραφή και έγραφε στα φτερά της το καθετί για τη διατροφή.
Τότε ακούστηκαν ψίθυροι, κάποιος κατηγορούσε τον κυρ- Χαλβά και το μικρό της, το Ατζεμπιλαφάκι ότι είναι πλούσια σε θερμίδες. Όποιος τα πάρει μαζί του βάζει κιλά , το ίδιο και τα παγωτά που κάθονταi στην κατάψυξη.
Το Ατζεμπιλαφάκι άκουσε τα σχόλια και πήγε κοντά στον κυρ Χαλβά. « Μα τι είναι αυτά που λένε μπαμπά ,εμείς μιλιά έχουμε, θερμίδες δεν έχουμε , άκουσα ψιθύρους . Θέλουν να μας κλείσουν στο ντουλάπι και να βγάλουν βόλτα την κυρία Ζελετίνα, που αν τη δει ο ήλιος θα χάσει το μακιγιάζ της. Και τα μικρά φρουτάκια, που μοιάζουν στρατιωτάκια»! .Αυτά είπε στεναχωρημένο το Ατζεμπιλαφάκι. Ο κυρ -Χαλβάς φώναξε. « Αχ, Ατζεμπιλαφάκι , αν ήταν η ζήλια ψώρα , θα γέμιζε όλη η χώρα»! Αυτά είπε ο κυρ- Χαλβάς και τίναξε από πάνω του το ινδοκάρυδο που για μέρες τον σκέπαζε και άρχιζε να ζεσταίνεται.
Οι ντοματούλες ντυμένες στα κόκκινα μιλούσαν με τις φράουλες που έχασαν το πράσινο φυλλαράκι που τoυς στόλιζε τα μαλλιά. Ήταν τόσο στεναχωρημένες .Και οι δυο νοικοκυρές έβαλαν γυαλιά για να διαβάσουν της πεταλούδας τα φτερά.
Τότε πέρασε η νεράιδα της κουτάλας και τις ρώτησε « σας αρέσει το παγωτό σαντουιτσάκι- μπισκοτάκι;». «Ναι»!!! Απάντησαν με μια φωνή. Τους δόθηκαν λοιπόν τα υλικά και το έπλασαν γλυκά .Λίγες μέρες μετά άρχισαν τα παράπονα. Έβαλαν κιλά και έλεγαν ψέματα πολλά .Έτσι λοιπόν η νεράιδα είπε στον Μαϊντανούλη …« Σου δίνω δύναμη πολλή να πιάσεις τις νοικοκυρές και να τις βάλεις σε σειρές ….Το Ατζεμπιλαφάκι όταν το άκουσε ξέσπασε σε γέλια και ο κυρ -Χαλβάς ανεβοκατέβαινε τις σχάρες του ψυγείου για να δροσιστεί. Ο Μαϊντανούλης ευχαρίστησε την νεράιδα της κουτάλας και καθώς έκανε βόλτα στον κήπο συνάντησε τις δυο κυράδες.΄«Τι γίνεται κυράδες; Μήπως είστε συνυφάδες; Αφήστε ήσυχο τον κυρ- Χαλβά να μου πει τα μυστικά του ωραίου τραχανά. Αφήστε και το Ατζεμπιλαφάκι να παίξει με το ντοματάκι . Αφήστε και το παγωτό , του το βγάλατε ξινό».
Οι δυο κυράδες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τον Μαϊντανούλη γιατί τώρα είχε μεγαλώσει και είχε δυναμώσει .Γύρισαν σαν κυνηγημένες στις δουλειές τους .
Ο Μαϊντανούλης τώρα πια μεγάλωνε με χαρά , ο κυρ- Μίλτος ο κηπουρός ήταν τόσο ευτυχισμένος με τα μυρωδικά του να μεγαλώνουν ολοένα και πιο πολύ και ένιωσε περισσότερο ευτυχία όταν η νεράιδα του χάρισε το ραβδάκι της για να διώχνει μακριά τις κυράδες που με την γκρίνια τους έκαιγαν τα φαγητά .Και έζησαν τα μυρωδικά φρέσκα και καλά και εμείς καλύτερα !!!!